μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Το χρυσάφι της Κρήτης και ο χρυσός του Περού

Το χρυσάφι της Κρήτης και ο χρυσός του Περού



Της IΟΛΗΣ ΒΙΓΓΟΠΟΥΛΟΥ
Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών  - ΕΙΕ
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ των ανακαλύψεων και των πρώτων μαζικών ριψοκίνδυνων μετακινήσεων, τον 15ο και τον 16ο αιώνα, δηλαδή από τη στιγμή που ο ταξιδιώτης ενστερνιζόταν τη διαδικασία του ταξιδιού ολόκληρη η μέχρι τότε συμπεριφορά του μεταβαλλόταν. Οι οπτικές παραστάσεις που εναλλάσσονταν συνεχώς, οι περιβαλλοντικές συνθήκες μαζί με τις ατέλειωτες ώρες περισυλλογής και σκέψεις που εμπεριέχονται στα θαλασσινά κυρίως ταξίδια επέτρεπαν ή και υποχρέωναν τον
Η πόλη του Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο)
στα 1496. Εξαιρετικής σπουδαιότητος
απεικόνιση της ακτής με πλήθος βαρέλια
κρασιού και με εργαζόμενους σε αυτά
βαρελάδες ή κρασεμπόρους (πηγή : B von
Breydenbach, "Transmarina Peregrinatio
in Terram Sanctam", Mangoza 1496).
ταξιδιώτη να αντιμετωπίσει και να δεχτεί τελικά το
«καινούργιο». Σε αυτές τις νέες συνθήκες, ο μοναχικός περιπλανώμενος, αναζητεί στοιχεία οικεία να στηριχτεί, να επιβιώσει, να νιώσει ασφάλεια για να μπορέσει να απολαύσει. Και στους πρώτους σταθμούς ανεφοδιασμού -του καθ' όλα άρτια οργανωμένου ταξιδιού που επεφύλασσε η Γαληνοτάτη Δημοκρατία στους προσκυνητές των Αγίων Τόπων- ο ταξιδιώτης γίνεται περιηγητής, επισκέπτης  ή και ενδημικός για ένα διάστημα. Περιδιαβαίνει τα άξια θέασης, εμπλέκεται στην καθημερινότητα και τις ανάγκες της, συναλλάσσεται, και αν έχει το χάρισμα, την υποχρέωση ή και την δυνατότητα συντάσσει στο χρονικό του μνήμες και εντυπωσιασμούς, στοιχεία για τον τόπο και κατατοπιστικές για τους αναγνώστες μαρτυρίες.
Η βενετοκρατούμενη τους χρόνους εκείνους Κρήτη, ενδιάμεσος σταθμός από τη Δύση προς τους Τόπους που ο κάθε χριστιανός εκπλήρωνε το ύψιστό του χρέος, υποδέχτηκε και δέχτηκε, με τη φύση και τους ανθρώπους τnς, τον ξένο. Και ο ξένος γίνεται φίλος όταν κρίκος συνδετικός γίνεται μεταξύ τους και ο οίνος! Οίνος ο αναγκαίος - επιταγή και υποταγή στις διατροφικές συνήθειες του ευρύτερου μεσογειακού χώρου. Οίνος ο απαραίτητος για τα μεγάλα ταξίδια. Οίνος ο κελευστής τnς μέθης και τnς λήθης, της αποπλάνησης και της παρηγοριάς στην αβεβαιότητα και στον σαγηνευτικό, αλλά συνάμα επισφαλή και ευπρόσβλητο πλάνητα βίο που επέλεξε ο ταξιδιώτης.

Πίνουν μαλβαζίες και άλλα γλυκά κρασιά…

Έτσι λοιπόν αποφυγής αδύνατον οι μνείες στα κείμενα και χρονικά τους, στα ημερολόγια ταξιδιού και στις αναμνήσεις τους. Αναφορές στις καλλιέργειες, στην παραγωγή, τη διακίνηση, την κατανάλωση και την εξαγωγή του οίνου: Οι τέσσερις μέρες αγκυροβόλησης στην Κρήτη εmτρέπουν στον Ανώνυμο Γάλλο (1480) να αποφανθεί για την ποιότητα του κρασιού : «απαιτείται τέσσερεις φορές περισσότερο νερό για να είναι πόσιμο» και άλλοι δηλώνουν ότι στην πόλη της Κάντιας, στον
Αιγαιοπελαγίτης με σταφύλι
(Αθήνα, ΓενάδειοςΒιβλιοθήκη)
Χάνδακα (Ηράκλειο) «πίνουν μόνο μαλβαζίες και άλλα γλυκά κρασιά» (
Lengherant 1485)· αλλά όλοι μνημονεύουν την εξαιρετική ποιότητα κυρίως της δυνατής μαλβαζίας (Harff 1497, Noe 1527), Ρεθύμνου και Σητείας (Ghistele 1482) και την αφθονία των αμπελιών στα περίχωρα των πόλεων (Le Saige 1518). Ο Casola (1494) πιο περιγραφικός γράφει : «Αφθονία από εξαίρετα κρασιά, μαλβαζίες και μοσχάτα, όχι μόνο στην Κάντια αλλά και στο Ρέθυμνο ... τα σταφύλια τα αφήνουν στο έδαφος .. , όταν όμως τρυγούν τα τρίβουν σε κιμωλία αλλιώς δεν μπορούν να βγάλουν το κρασί ούτε και να το διατηρήσουν ... και αυτή κιμωλία τους προσδίδει χαρακτηριστική γεύση και άρωμα». Ακόμα και οι πιο λακωνικοί αναφέρουν ότι οι Κρητικοί ασχολούνται μόνο με τα αμπέλια (Bellievre 1527). Τέσσερις μήνες παραμονή στο νησί δεν βοηθούν τον Theνet (1549) να γίνει περισσότερο διεισδυτικός στη ζωή, τις συνήθειες, τις καλλιέργειες και τις εμπορικές ανταλλαγές των προϊόντων του νησιού. Στο έργο του Η Κοσμογραφία μνημονεύει κατά τον γνωστό στερεότυπο τρόπο: «η γη είναι εξαιρετικά καθαρή και κατάλληλη να αποδώσει πολύ καλά κρασιά ... υπάρχει αφθονία καλών κρασιών ... » και φυσικά ότι «η μαλβαζία είναι ο καλύτερος οίνος». Ο Zuallardo (1586) διευκρινίζει τα είδη της μαλβαζίας : «malvasia garba και η άλλη γλυκιά δηλ. κρασί βρασμένο». Ο δε Sommer (1591) αναφέρει: «Το καλύτερο muςcadet παράγεται στο Ρέθυμνο ενώ τα καλύτερα malvoisies και liatico στnν Κάντια».
Σταθμός ανεφοδιασμού ο Χάνδακας κατά τη θαλάσσια διαδρομή προς τους Αγίους Τόπους: «Για να φορτώσουμε μόνον malvoisies» oisins 1490) ή και μόλις τρεις μέρες παραμονή στο ίδιο λιμάνι για τον ίδιο λόγο (Brasca 1480). Φειδωλές καταχωρήσεις για
τις αγορές: «Αγορά για κρασιά malvoisie και muscadets, μεγάλη αφθονία σε σταφύλια, σύκα και αμύγδαλα .. » (Ανώνυμος Γάλλος του 1480), αλλά και κάποιες παρατηρήσεις : «Έχει επίσης άφθονο μαλβαζίτικο κρασί- .. ωραίο, διάφανο και άσπρο, λίγο κιτρινωπό, όχι τόσο καφέ, όπως μεταφέρεται στις χώρες μας» (Lubenau 1588)· ειδικά στην Αγγλία που προμηθεύεται το περισσότερο κρασί από την Κρήτη: «Καράβια έφεραν στο Λονδίνο εξαιρετικά Muscatels και Malmesie, όπως τα έχουμε ήδη από καιρό δει να πωλούνται » (Haklluy 1534, Moryson 1596)· και ήδη από τα μέσα του 15ου αι. στα χρονικά των Άγγλων προσκυνητών και εμπόρων μνημονευμένο: «Έχουν εξαιρετικά κρασιά, ειδικά Malvesie και MuscadeΙΙιι (Wey 1458, Guylford 1506). Στο τέλος του αιώνα και στις αρχές του επόμενου ήταν πια καταξιωμένα: «Παράγουν Malvasy, Muscadine και Liaticke τα καλύτερα σε όλο τον κόσμο» (Dandini 1597, Lithgow (1610) ή « ... αυτές οι μαλβαζίες είναι εξαιρετικά καλά κρασιά, γνωστά και φημισμένα στις τρεις μεριές του κόσμου όπου και μεταφέρονται ... » (De Breves 1605).
Από τα 100.000 βαρέλια της ετήσιας παραγωγής τα μισά διατίθενται για την εγχώρια κατανάλωση και τα άλλα μισά εξάγονται -35.000 από την περιοχή του Χάνδακα (Κάντια) και 15.000 από την περιοχή Ρεθύμνου και Χανίων (Thenaud 1512, Le Saige, 1518). Εξάλλου το σημαντικότερο εξαγώγιμο, για τη μοναδική του ποιότητα, προϊόν είναι το κρασί: το μοσχάτο και το μαλβαζιώτικο από την Κάντια και το δυνατό κόκκινο από διαφορετικές ποικιλίες σταφυλιού, το λιάτικο από τα Χανιά (Nillamont 1589, Kieche11589). «Το muscadet πωλείται προς 22 κορώνες χρυσού το βαρέλι, προς 18 κορώνες χρυσού το βαρέλι το malvoisie, ενώ το liatico είναι το ακριβό, 36 κορώνες χρυσού το βαρέλι και το βρίσκουμε στην Βενετία προερχόμενο από την Κάντια (Sommer 1591). Πρόκειται ακριβώς για το χρυσάφι της Κρήτης» ...

Οίνος ο ταξιδιώτης

 «Το κρασί μαλβαζία παράγεται μονάχα στην Κρήτη. Αυτό που εξάγεται στις άλλες χώρες όπως στη Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία βράζεται προηγουμένως ... Στο Ρέθυμνο βλέπεις κατά μήκος της ακτής μεγάλα καζάνια που χρησιμοποιούνται κατά την εποχή του τρυγητού για το βράσιμο του κρασιού ... Δεν βράζονται όμως όλες οι μαλβαζίες. Των Χανίων και της Κάντιας που προορίζονται για την Ιταλία δεν κινδυνεύουν να ξινίσουν κατά τη μεταφορά τους γι' αυτό και δεν βράζονται. Για να ανανεώσουν τα κρασιά τους οι Κρητικοί ανακατεύουν τα παλιά με τα καινούργια και έτσι δυναμώνουν τη νέα σοδειά. Στην Κρήτη παράγονται και εξαιρετικά μοσχάτα κρασιά... τα οποία δεν περνάνε τα στενά του Γιβραλτάρ ... Υπάρχουν δύο ειδών κρασιά και στα μοσχάτα και στις μαλβαζίες ... και τα δύο είναι είτε γλυκά είτε αυτά που οι Ιταλοί ονομάζουν gαrbe ... τα τελευταία δεν συμπυκνώνονται και δεν συντηρούνται για πολύ
καιρό
».
Τα παραπάνω ανήκουν στο πιο εξειδικευμένο ταξιδιωτικό πνεύμα του 16ου αι., στον πιο οξυδερκή παρατηρητή, τον φυσιοδίφη Ρierre Belon. Οδοιπορεί στην Κρήτη το 1547, εισάγει μια νέα αντίληψη στην πρόσληψη του χώρου, καταγράφει με πάθος, συγκρίνει, ταυτίζει με τις θεωρητικές του γνώσεις τη χλωρίδα κυρίως, αποσπά το φανταστικό που καλλιεργήθηκε γύρω από τον μύθο της Αρχαίας Ελλάδας. Αγνοεί τον θρησκευτικό φανατισμό των συγχρόνων του και παραδίδει σε όλους τους επόμενους ταξιδιώτες και επίδοξους ταξιδιώτες-συγγραφείς ένα χρονικό -πρώτη έκδοση 1553- που έμελλε να γίνει έως τις αρχές του 18ου αι.- μέχρι να κυκλοφορήσει το έργο του J. Pitton de Tournefort- ο απαραίτητος οδηγός κάθε περιηγητή προς την Ανατολή που είτε είχε εξειδικευμένα ενδιαφέροντα ή απλοϊκές τυχοδιωκτικές βλέψεις, είτε πραγματοποιούσε διπλωματική αποστολή ή ακόμα απλό προσκυνηματικό σκοπό.
Το έργο του αντιγράφηκε κατ' επανάληψη, οι πληροφορίες του με λογοκλοπές διασκορπίστηκαν σε δεκάδες περιηγητικά χρονικά και κανείς δεν βρέθηκε να διερευνήσει λίγο περισσότερο τα στοιχεία που εκείνος πρώτος κατέγραψε. Ο ίδιος, με αφορμή την επίσκεψή του και τη γνώση που αποκομίζει από τα μεταλλεία στα Σιδηροκαύσια της Χαλκιδικής, τολμά και εισάγει ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τον χρυσό
που εισήγαγαν οι Ισπανοί από τους Ινδιάνους του Περού και σχολιάζει τα περί νοθείας του πολύτιμου ορυκτού
. Αλλά αυτός ο ίδιος, με το πιο ώριμο βλέμμα ταξιδιώτη του 16ου αι., δεν μπαίνει καν στον πειρασμό να αναφέρει ή και να αναζητήσει στοιχεία π.χ. ποια η σχέση του κρητικού μαλβαζία με αυτόν της Μαδέρας ή ότι ο κατ' εξοχήν μαλβαζίας, ευρείας κατανάλωσης στους χρόνους του στη γενέτειρά του και στον ευρύτερο δυτικό ευρωπαϊκό χώρο ως τη Μαδέρα, προέρχεται από κλήματα και τρόπους οινοποίησης που μεταφέρθηκαν βαθμιαία από τους Ιταλούς, Γενοβέζους και αργότερα Πορτογάλους, Ισπανούς ναυτικούς και εμπόρους.
Γιατί, ενώ τα μεταλλεία της Χαλκιδικής τον οδηγούν στον χρυσό του Περού, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον μαλβαζία της Κρήτης : Άραγε τι υπαινίσσεται όταν αναφέρει ότι ο μαλβαζίας παράγεται μονάχα σmν Κρήτη, μήπως τον μόνον γνήσιο μαλβαζία; Είναι αδύνατο να μη γνωρίζει τους μαλβαζίες των Μαδερών. Γιατί
αναφαίνεται, ακόμα και στο δικό του κείμενο του -και κατά μίμηση σε όλα τα ομοειδή ταξιδιωτικά χρονικά που μας κληροδοτούν τις θύμησες από περίπλου στην ανατολική Μεσόγειο των χρόνων εκείνων
- ένας εγκλωβισμός στο στερεότυπο μιας επανάληψης των πληροφοριών, πάντα μια απλή καταγραφή και όχι μια νέα πρωτότυπη ή και κριτική παρατήρηση; Γιατί αναπαράγεται μόνιμα ένα απαράλλαχτο σχήμα τυπικής ενημέρωσης  για τα καλλιεργούμενα ή εξαγώγιμα προϊόντα; Γιατί κανένας ταξιδιώτης-επισκέπτης δεν αναρωτήθηκε για τα «ταξίδια» που υποκρύπτουν οι διαδικασίες του αγροτικού βίου και δεν ενέσκηψε στη σιωπηλή ιστορία της μετανάστευσης και μεταφοράς των πολύτιμων προϊόντων της γης, εν προκειμένω προς τον Ατλαντικό; Γιατί η νέα κινητικότητα ανθρώπων, ιδεών, γνώσεων που εισβάλλει και εξαπλώνεται μετά τους νέους θαλάσσιους δρόμους των ανακαλύψεων δεν επηρεάζει τον τρόπο παράδοσης των πληροφοριών και τους εκδοτικούς συρμούς της εποχής; Γιατί οι πληροφορίες δεν διασταυρώνονται και ο παλαιός με τον καινούργιο κόσμο δεν συναντώνται στις ζωές και στις εμπειρίες των ταξιδιωτών;
Ίσως δεν έχει ακόμα ωριμάσει ο συγκριτικός συνδυασμός πληροφόρησης, δεν έχει επέλθει η διείσδυση και διήθηση των δύο κόσμων, του παλαιού και του νέου Ο τυπικός προσκυνητής, ο μετακινούμενος έμπορος, ο περιοδεύων λόγιος, όλοι οι από αιώνες μετακινούμενοι προς Ανατολάς, έμειναν εγκλωβισμένοι στον πεπατημένο τρόπο παράδοσης των αναμνήσεών τους. Θα περάσει ακόμα καιρός μέχρι οι νέοι ανερχόμενοι τυχοδιώκτες, οι άπληστοι κερδοσκόποι και οι υπερφίαλοι κατακτητές καταφέρουν να διοχετεύσουν επικοικοδομικά τις νέες εμπειρίες τους. Τον 16ο αι. οι λόγιοι αυτοί που οδεύουν-ταξιδεύουν προς Ανατολάς δεν συναντώνται ούτε καν στην καταγραφή των γνώσεών τους με αυτούς που θαλασσοπορούν προς τα δυτικά. Ο χρυσός του Περού στον Belon είναι μια εξαίρεση.
Γιατί και το ταξίδι απαιτεί μια ωριμότητα, μια βαθμιαία ένταξη στους κώδικές του. Και θέλει χρόνο να αφομοιωθεί αυτό που έμελλε, αιώνες πριν και αιώνες μετά, να αποτελέσει τον κατ’ εξοχήν λόγο ταξιδιού του κάθε αναζητητή : να αντιμετωπίσει και να δεχτεί τελικά το «καινούργιο». Αλλά ο οίνος, ταξιδιάρης ο ίδιος, πελάγιζε και ωκαιανοπλοούσε, απαντώντας περισσότερο σε ερωτήματα, παρά δημιουργώντας τα, σιωπηλός αυτονόητος σύντροφος ταξιδευτών και θαλασσοπόρων.

ΠΗΓΗ : Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2002 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου