μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ο Βάκχος στις παραμονές των Ανακαλύψεων


Ο Βάκχος στις παραμονές των Ανακαλύψεων

Του Ηλία Αναγνωστάκη

ΣΤΑ ΘΡΥΛΟΥΜΕΝΑ των λαών της Δυτικής Ευρώπης του Μεσαίωνα δύο ήταν οι χώρες της αμπελο-οινικής Επαγγελίας: η μυθική Βινλάντ στο εσπέριο πέρας του Ατλαντικού και η Ρωμανία, η χώρα των Γραικών, με πρωτεύουσα το Βίνμπουργκ, πόλη του οίνου, της ευδαιμονίας, του πλούτου, την Κωνσταντινούπολη. Η χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής με πρωτεύουσα την κατ' εξοχήν πόλη του Οίνου άρχιζε κατά εποχές από την Εδέμ του Ευφράτη και έφτανε ώς τη Σαρδηνία και την Ισπανία. Συνεχίζει δε μέχρι περίπου και τον 12ο αι. να ελέγχει ή να επηρεάζει μεγάλο μέρος της Ανατολικής Ευρώπης και Μεσογείου. Η πρώιμη μυθολογία των ατλαντικών ανακαλύψεων και καταλήψεων, δεν έχει δεόντως προσεχθεί, ότι δανείζεται όλα τα στοιχεία της από την αφήγηση της κατάκτησης της Χαναάν, του ευδαιμονικού αμπελώνα της Βίβλου. Για πολλούς αιώνες γη της ευδαιμονίας, τρυφής και πλούτου, αποτελούσε για τους Δυτικούς η Ανατολική Μεσόγειος, όπου και γεωγραφικά τοποθετείται η βιβλική Χαναάν και Εδέμ. Πριν στραφούν λοιπόν στον κατακτητικό τρύγο του Ατλαντικού, οι Δυτικοί με τις  Σταυροφορίες είχαν βίαια τρυγήσει τον αμπελώνα της Ρωμανίας και της Σύρο-Παλαιστίνης.

Ο τεράστιος Βότρυς της Γης της Επαγγελίας κατά τη Βίβλο. Γη της Επαγγελίας και των αμπελώνων υπήρξε το Βυζάντιο, με πρωτεύουσα το Βινμπουργκ και η Βίνλαντ στη Βόρεια Αμερική. Πίνακα; του Νικολά Πουσέν, λεπτομέρεια, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου.




















Βυζαντινοί αμπελώνες και οίνοι
Η βυζαντινή αυτοκρατορία συχνότατα παρομοιάζεται και από τους ίδιους τους Βυζαντινούς με περιφραγμένο και προστατευμένο αμπελώνα, οι πιστοί της με κλήματα φυτεμένα από τον Θεό Η πίστη και η αγάπη ανταμείβονται με βαρυφορτωμένα από σταφύλια κλήματα και με ποταμούς κρασιών.
Τα καράβια δεν προλαβαίνουν να μεταφέρουν κρασιά και λάδια στην πρωτεύουσα της Εδέμ, στο Βίνμπουργκ-Βυζάντιο. Η όποια όμως εκτροπή των πιστών επιφέρει την καταστροφή του αμπελώνα από τους εχθρούς και η Κωνσταντινούπολη μεταβάλλεται σε πατητήρι οργής του Θεού. Το Βυζάντιο ως Τόπος πλήρης πότου, ως νέα Βαβυλών γίνεται τόπος τιμωρίας, όπου συνθλίβονται οι άνθρωποι σαν σταφύλια στον ληνό του θυμωμένου Θεού της χριστιανο-εβραϊκής μυθολογίας. Δυο φορές οι Βυζαντινοί έζησαν την αποκαλυπτική αυτή τιμωρία, το 1204 και το 1453 με την πτώση της Πόλης στους Σταυροφόρους και Οθωμανούς.
Σε αυτήν λοιπόν την αυτοκρατορία των αμπελώνων η λατρεία του οίνου στη χριστιανική και λαϊκή της εκδοχή συνεχίζει μοναδικά την παράδοση του αρχαίου κόσμου. Όπως στην αρχαιότητα έτσι και τώρα τα κρασιά συνεχίζουν να ταξιδεύουν στον ίδιο οίνοπα πόντο. Οι ελληνικές ποικιλίες, ο ελληνικός τρόπος καλλιέργειας και οινοποίησης θα περάσουν σε μια δεύτερη συμπληρωματική φάση, μετά την αρχαιότητα, στη Δύση από τους Βενετούς, Γενουάτες και Σταυροφόρους. Έτσι το Βυζάντιο συμμετέχει καταλυτικά στη δημιουργία του νέου ευρωπαϊκού χάρτη του οίνου πολύ πριν από την εποχή των Ανακαλύψεων και της Αναγέννησης. Συνεπώς ουδέν το αξιοπερίεργο που για τον αγγλοσαξωνικό κόσμο η βυζαντινή πρωτεύουσα καλείται Βίνμπουργκ. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Βίκινγκς (γνωστότατες οι σχέσεις τους με τους Βυζαντινούς) έπλασαν γύρω στο 1000 τη Βίνλαντ, όταν όπως πιστεύεται, ανακάλυψαν και ονόμασαν έτσι περιοχή της Β. Αμερικής, ως πλούσια γη, ως νέα βιβλική γη της Επαγγελίας.
Η αμπελο-οινική ιστορία της Μεσογείου ως τους χρόνους της Αναγέννησης γνωρίζει τρεις κύριες φάσεις: τη φοινικική, την ελληνορωμαϊκή και τη βυζαντινή.
Η βυζαντινή φάση αποτελεί ουσιαστικά τον κρίκο που συνδέει την αρχαία με τη νεότερη ευρωπαϊκή αμπελο-οινική παράδοση, καθώς θεωρείται ότι η δυτική Ευρώπη γνώρισε μια μακρά περίοδο που η οινική παράδοση είχε διακοπεί. Αντίθετα, όπως και σε άλλους τομείς, έτσι και στο κρασί, το Βυζάντιο διατήρησε και επιμελήθηκε την αρχαιότατη κληρονομιά της Ανατολής, την οποία η Δύση θα αρχίσει να γνωρίζει από τον 11ο αι. και εξής. Είναι μάλιστα απορίας άξιον πως χίλια βυζαντινά, κρίσιμα χρόνια της παγκόσμιας αμπελο-οινικής ιστορίας από τον 4ο ώς τον 15ο αι. έχουν ελάχιστα μελετηθεί και κυριολεκτικά αγνοούνται στις διάφορες ιστορίες του κρασιού. Οι αναφορές στο Βυζάντιο είναι σπάνιες και αφορούν κυρίως τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, όταν η Βενετία και η Γένοβα εμπλέκονται με τους Βυζαντινούς.  Δύσκολα καταφαίνεται ότι οι δύο αυτές πόλεις, και όχι μόνον αυτές, ειδικά στον αμπελο-οινικό τομέα οφείλουν πολλά στον μοναδικό βυζαντινό πολιτισμό του οίνου.

Παράσταση εργασιών του τρύγου σε τοιχογραφία του 15ου αι. από το Τρέντο της Ιταλίας, της κατ΄ εξοχήν χώρας που δέχτηκε κατά την αρχαιότητα και ξανά στους βυζαντινούς χρόνους την ελληνική επίδραση της οινοποίησης(πηγή : H. Johnson,<<The History of Wine>>,London 1989) 

Επιδράσεις σε Ιταλία και Ιβηρική
Τα ελληνικά κρασιά των οποίων η φήμη και διάδοση μετά τον 13ο αι. οφείλεται κυρίως στις ιταλικές ναυτικές πόλεις είχαν μια λαμπρά ιστορία στα μεσοβυζαντινά χρόνια. Ονομαστότεροι πάντων έγιναν μέσα στον χρόνο οι δεσποτικοί οίνοι της Προποντίδας, τα
κρασιά της Κύπρου και Κρήτης και κυρίως ο μονεμβάσιος. Τα λιμάνια δίνουν συνήθως τα ονόματά τους στα μεγάλα κρασιά που εξάγουν. Έτσι από το λιμάνι της Μονεμβασίας  εξαγόταν ο φημισμένος ήδη στους Βυζαντινούς μονεμβάσιος οίνος, τον τύπο του οποίου θα μιμηθούν πρώτοι οι Βενετοί και ακολούθως πολλοί Δυτικοί. Ως malvasia, malvoisie, malmsey είτε προέρχεται από την Πελοπόννησο, την Κρήτη, Ιταλία ή Ισπανία θα κυριαρχήσει για αιώνες στην Ευρώπη. Επίσης τα μοσχάτα της Συροπαλαιστίνης, Κύπρου και Κρήτης θα κυριεύσουν ως κλήματα και κρασιά όλη τη Μεσόγειο και πολλά λεβαντίνικα κλήματα θα μεταφερθούν από τους Σταυροφόρους και τους Ιταλούς ναυτικούς και εμπόρους στη Δυτική Μεσόγειο. Η παλαιά φοινικική και ελληνική ιστορία επαναλαμβάνεται σχετικώς αντεστραμμένη. Αν κατά την αρχαιότητα Φοίνικες και Έλληνες ναυτικοί και άποικοι διέδωσαν την αμπελοκαλλιέργεια ώς τον Ατλαντικό (την οποία στα χρόνια των Ανακαλύψεων θα διαδώσουν ακόμη πιο πέρα οι Ισπανοί και
Πο
ρτογάλοι), Σταυροφόροι και Ιταλοί έμποροι φτάνοντας στα βυζαντινά λιμάνια, έστελναν ή έφερναν πίσω στις χώρες τους ποικιλίες αμπέλου και παραδόσεις οινοποίησης όπως αυτές του μονεμβάσιου οίνου.
Η Ιταλία είναι γνωστό και διερευνημένο ότι ήδη από την αρχαιότητα είχε δεχθεί την ελληνική επίδραση στην αμπελοκαλλιέργεια, επίδραση που πιστεύεται ότι έφθανε από τη Μεγάλη Ελλάδα ώς τις Άλπεις και βεβαίως σε όλη την νότια Γαλλία. Κατά τους Μέσους  Χρόνους, εκτός από την αναμενόμενη επίδραση στην Νότια Ιταλία  και σε όλη την Αδριατική, θύλακοι ελληνικού τρόπου οινοπαραγωγής θεωρούνται περιοχές της Λομβαρδίας, το Ολτρέπο, Παβέζε κ.ά. Οι Πιζάνοι κατά τον 11ο αι. θα μεταφράσουν προς ίδια χρήση το κεφάλαιο για την αμπελουργία των βυζαντινών Γεωπονικών και
κατά τον 14ο αι. ο δικαστής Pietro de Crescentiuς σε έργο του αναφέρεται στον ελληνικό τρόπο αμπελουργίας και οινοποίησης. Σε πολλές περιοχές της Ιταλίας εισάγονται κλήματα για την παραγωγή vino Greco, μοσχάτου (moscato) και μονεμβάσιου (malvasia). Η περιοχή του Βένετο και της Ιστριας θεωρείται ότι δέχτηκαν έντονα τη βυζαντινή επίδραση και σχεδόν το σύνολον των καλών κρασιών γίνονταν με ημιξηραμένα σταφύλια κατά τον τρόπο των Greci. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα κρασιά Recioto, Amarone, αποτελούν βενετικές προσαρμογές ή εκδοχές ελληνικών κρασιών που γνώρισαν οι Βενετοί στις κτήσεις τους, στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, στην Κύπρο και στην Κρήτη. Η μακραίωνη αυτή ελληνική επίδραση μπορεί να ανιχνευθεί και στα ονόματα ποικιλιών σταφυλιών και κρασιών, τα οποία ακολούθως πέρασαν στα ισπανικά, πορτογαλικά, γαλλικά και αγγλικά. Ελληνικής και μάλιστα βυζαντινής προελεύσεως μπορεί να θεωρηθούν κλήματα και οίνοι όπως : aglianico, aleatico (liatico), candia (candy), greco, grecian, malvasia (malvoisie, rnullnsey), moscato (musca-tel, Muskadel), Romania (romaney, rumney), rotimo, vinsanto.
Με τη σειρά τους οι Γενοβέζοι μετέφεραν μοσκάτα στη Λιγουρία , Νότια Γαλλία και νότια Ιβηρική. Κατά τον 14ο αι. από το πορτογαλικό λιμάνι Azoia, νότια της Λισσαβώνας προέρχovταν τα φημισμένα μοσκάτα Osoye, πιθανότατα από λεβαντίνικα κλήματα. Όπως οι Ιταλοί, έτσι και Ισπανοί θα εισάγουν κλήματα και τρόπους οινοποίησης από την ανατολική Μεσόγειο.
Ποικιλίες σταφυλιών και κρασιά  greco, romania  που μιμούνται τα ελληνικά, ανταγωνίζονται τα γνήσια που εμπορεύονται οι Βενετοί. Ο Καταλανός συγγραφέας Franceςco Eixemeniis (1326-1409) από όλα τα κρασιά της εποχής του προτιμά τα
γλυκά κρασιά της Κύπρου, της Κρήτης και της Μαγιόρκας. Μετά το 1420 πιστεύεται ότι Γενοβέζοι μετέφεραν κλήματα από την Κρήτη στη Μαδέρα και έτσι αρχίζει η ιστορία των περιζήτητων στους επόμενους αιώνες των κρασιών του νησιού, μοσχάτων και μαλβαζιών. Το ίδιο πράττουν και οι Ισπανοί στα Κανάρια Νησιά μετά το 1490. Θεωρείται μάλιστα ότι η μεγάλη ζήτηση στον 16ο  αι. του Canary sack,  αλλά και των άλλων γλυκών κρασιών της Ισπανίας (σίγουρα σχετιζόμενη με τις υπερατλαντικές ανακαλύψεις και κατακτήσεις), αν και δεν οφείλεται, τουλάχιστον μερικώς σχετίζεται και συμπίπτει με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και τη συνεχή προώθηση των Οθωμανών. Την ίδια εποχή που οι λαοί της Ιβηρικής ανοίγονται προς τον
Ατλαντικό, Ισπανοί και Πορτογάλοι γίνονται οι δυναμικότεροι παραγωγοί γλυκών κρασιών, απαραίτητων νια τα μεγάλα ταξίδια.

Ελληνικά κρασιά σε Αγγλία και Γαλλία

Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ουσιαστικά γνωρίζουν τα ελληνικά κρασιά κατά τις Σταυροφορίες και κυρίως κατά τον 14ο – 16ο αι. από τους Βενετούς και Γενουάτες. Οι Γάλλοι στις φραγκικές κτήσεις τους σε Κωνσταντινούπολη, Πελοπόννησο, Κύπρο και Συρία είχαν βέβαια άμεση επαφή με τις χώρες που παράγονταν τα μοσχάτα και τα δύο
πιο φημισμένα κρασιά της Μεσογείου, η Μονοβασιά (Malvoisie) και Κομμανταρία (Commandaria). Το 1224 ο Henιy d' Andeli θεωρεί το κρασί της Κύπρου το καλύτερο του κόσμου. Σε μακρύ ποίημά του αφηγείται πως ο βασιλιάς της Γαλλίας καλεί έναν Άγγλο ιερέα ως κριτή να δοκιμάσει όλα τα κρασιά του βασιλείου και να αποφανθεί ποιο είναι αυτό που ταιριάζει σε έναν βασιλέα. Ανάμεσα σε 70 κρασιά ξεχωρίζει το κρασί της  Κύπρου. Είναι τα χρόνια που τα κρασιά της Κύπρου παίρνουν μυθικές διαστάσεις στις αυλές της Δυτικής Ευρώπης. Προσπάθειες για μεταφορά και μεταφύτευση κρητικών και κυπριακών κλημάτων πρέπει να έγιναν και στη Γαλλία, όπως σε Ουγγαρία, Σικελία, Ιβηρική, Μαδέρα. Ως θρύλος διασώζεται η προσπάθεια του Γάλλου βασιλιά Φραγκίσκου
Α' ν
α φυτέψει χωρίς επιτυχία κυπριακά κλήματα στο Φοντενεμπλό. Η Κομανταρία μαζί με τη Μονοβασιά θεωρούνται κρασιά αυτοκρατορικά, εξωτικά, δαιμονικά, μαγικά, μόνο για θεούς, εραστές, βασιλείς, άρχοντες. Ειδικά για την κυπριακή Κουμανδαρία ή
Κομανταρία επικρατ
ούσε η φήμη ότι ήταν επικίνδυνα θανατηφόρα γι' αυτόν που την έπινε άκρατη, χωρίς νερό. Στα 1344-45 Άγγλος επισκέπτης στην Κύπρο αναφέρει ότι είδε στην Αμμόχωστο πολλούς τάφους Άγγλων ιπποτών που είχαν πεθάνει πίνοντας ανέρωτο αυτό το φημισμένο κρασί που καίει τα σωθικά του πότη. Δεν είναι πιθανώς τυχαίο ότι στον Οθέλλο του ο Σαίξπηρ βάζει τον Κάσιο, αφού είχε μεθύσει με κυπριακό κρασί, να φωνάζει «ω, εσύ αόρατο πνεύμα του κρασιού, αν δε έχεις όνομα γνωστό, ας σε φωνάζουν δαίμονα»!
Βεβαίως το κυπριακό κρασί εξαγόταν στη Γαλλία και στη Βρετανία και όταν το 1352 έγινε στο Λονδίνο το φημισμένο «Συμπόσιο των Βασιλέων». η  προσφέρθηκε άφθονη στους βασιλιάδες της Ευρώπης Εδουάρδο Γ’ της Αγγλίας, Δαβίδ της Σκωτίας, Ιωάννη Β' της Γαλλίας, Βαλντεμάρ της Δαviας και Πέτρο Α' της Κύπρου. Πάντως ως απαρχή της έντονης παρουσίας ελληνικών κρασιών στην Αγγλία μπορεί να θεωρηθεί η λήξη του
εκατονταετούς πολέμου. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες συμπτώσεις που αξίζει να αναφερθούν. Όταν η Ιωάννα της Λορένης υποσχέθηκε στους στρατιώτες της ότι θα πιούν κρασί μέσα στο Παρίσι, τούτο θεωρείται ότι συμβόλιζε την πίστη της στην οριστική εκδίωξη των Άγγλων. Οι Άγγλοι όντως εκδιώχθηκαν χάνοντας τη χώρα του κρασιού, τη Γασκώvn με το Μπορντό και ο εκατονταετής πόλεμος τερματίστηκε την ίδια χρονιά που αλώθηκε η Πόλη, το 1453. Έκτοτε οι μεν Γάλλοι όντως έπιναν το κρασί τους στο Παρίσι, οι δε Άγγλοι αναγκάσθηκαν να προσφύγουν, ξεχνώντας τα γαλλικά clarets, στα γλυκά ελληνικά και ισπανικά κρασιά. Η Βενετία μάλιστα μετά το πέρας του πολέμου έστειλε στον βασιλιά της Αγγλίας  οκτώ βαρέλια με τα εκλεκτότερα κρασιά της. Πρόκειται για μια διπλωματική κίνηση που θεωρείται ωs το πιο ευχάριστο «δόλωμα» καθώς στο εξής η κρητική Μαλβαζία θα κατακτήσει την αγγλική γεύση. Οι Γάλλοι επανειλημμένως θα παρεμποδίζουν συλλαμβάνοντας τις βενετικές γαλέρες που μετέφεραν κρητικά κρασιά στην Αγγλία.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν τα ελληνικά κρασιά και ιδιαίτερα τα κρητικά, γνωστά ως Candie wineς, θα αποτελέσουν το βασικό είδος πολυτελείας της αυλής και της αριστοκρατίας, αλλά και το επίμαχο αντικείμενο στους εμπορικούς διακανονισμούς
και τις ναυτικές συγκρούσεις Γάλλων, Άγγλων, Βενετών, Ισπανών και Πορτογάλων. Για παράδειγμα το 1472 Γάλλοι πειρατές συλλαμβάνουν στα στενά της Μάγχης μια βενετική γαλέρα με 400 βαρέλια κρασί και το 1498 Πορτογάλοι ένα βενετσιάνικο σκάφος
φορτωμένο με Candy wine. Το κρητικό κρασί Μαλβαζία θα χρησιμοποιηθεί στο πιο σπαρταριστό ανέκδοτο για δεινό οινόφιλο. Ο Δούκας George of Clarence, γνωστός για την αγάπη του στον μαλβαζία λέγεται ότι όταν καταδικάστηκε σε θάνατο για προδοσία στα 1478 και του δόθηκε η δυνατότητα να επιλέξει τον τρόπο τnς εκτέλεσής του, εκείνος διάλεξε να τον πνίξουν μέσα σε ένα βαρέλι μαλβαζία. Η αλήθεια είναι ότι εκτελέστηκε από τον αδελφό του βασιλιά Εδουάρδο τον Δ' . Ο Σαίξπηρ έναν αιώνα αργότερα μάς το θυμίζει στο έργο του Ριχάρδος ο Γ΄.

Από το λιμάνι της Μονεμβασίας εξαγόταν ο φημισμάνος ήδη στους Βυζαντινούς μονεμβάσιος οίνος, τον τύπο του οποίου θα μιμηθούν τον 14ο αι. πρώτα οι Βενετοί στην Κρήτη και ακολούθως Ισπανοί και Πορτογάλοι. Ως malvasia ή malmsey θα κυριαρχήσει για αιώνες στην Ευρώπη και θα μεταφέρεται στα μεγάλα ταξίδια των Ανακαλύψεων. Άποψη της τουρκοκρατούμενης από το 1540 Μονεμβασίας στο χάρτη του F. de Wit (Αθήνα, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη).






Ο Βάκχος στην Αναγέννηση

Στις παραμονές λοιπόν των μεγάλων ανακαλύψεων τα ελληνικά κρασιά έχουν ήδη εδραιωθεί, με τη μέριμνα και την εμπορική δραστηριοποίηση των Βενετών, στην συνείδηση και στις συνήθειες των ανθρώπων που θα ξεκινήσουν τη μεγάλη περιπέτεια του Ατλαντικού. Στο γύρισμα μάλιστα του αιώνα η ζωή και το έργο ενός λαμπρού εκπροσώπου του ελληνικού στρατιωτικού και ποιητικού πνεύματος, ενός τελευταίου Βυζαντινού, θα μπορούσε να συνοψίσει παραδειγματικά το πνεύμα των νέων χρόνων, της Αναγέννησης και των Ανακαλύψεων. Πρόκειται για τον  Κωνσταντινουπολίτη Μιχαήλ Μάρουλλο Ταρχανειώτη (1453-1500). Γεννημένος πιθανότατα λίγους μήνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης θα καταφύγει στην Ιταλία, όπου μετά τις σπουδές του θα ακολουθήσει την καριέρα των περιπλανώμενων στρατιωτών, προσφέροντας τις υπηρεσίες του στις αυλές της Ευρώπης. Εκτός από τα στρατιωτικά, θα υπηρετήσει με πάθος την ποίηση ιδιαίτερα κατά τη φλωρεντινή περίοδο της ζωής του. Οι Ύμνοι του γραμμένοι στα λατινικά θα θεωρηθούν ήδη από τους συγχρόνους του ως μια άνευ προηγουμένου προσφορά
στην Αναγέννηση. Σε αυτούς ο Διόνυσος αναγεννάται και γίνεται ο κατ΄ εξοχήν θεός μιας νέας ειδωλολατρίας. Δίπλα στους ύμνους για τους άλλους  Ολύμπιους θεούς, ο ύμνος στον Βάκχο διαφέρει από ένα απροσδόκητο αίσθημα ζωής και βιαιότητας. Εξαίρεται η γονιμότητα του θεού του κρασιού, η μακρά νεότητα που ανανεώνει διαρκώς τον χρόνο, η ικανότητα του να τιθασεύει τα κύματα και τα ποτάμια και υμνείται ο Ωκεανός ως πατέρας του κόσμου. Ο Ατλαντικός Ωκεανός μόλις είχε τιθασευτεί… Και στην καρδιά της Αναγέννησης και ενός νέου ωκεάνιου κόσμου ο Διόνυσος, ο Έλληνας θεός του κρασιού, και ένας τελευταίος Βυζαντινός.

Βιβλιογραφία :
Αναγνωστάκης Ηλίας, «Οίνος ο Βυζαντινός. Η άμπελος και ο οίνος στη βυζαντινή ποίηση και υμνογραφία», τόμ. Β1, Β2 στο «Ο Οίνος στην ποίηση», έκδ. Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη, Αθήνα 1995.

Johnson H., «The Story of Wine», London 1989

Κουράκου-Δραγώνα Σταυρούλα κ.α., «Ο Σαντορίνη της Σαντορίνης», εκδ. Ιδρύματος Φανή Μπουτάρη, Αθήνα 1994

Λογοθέτης Βασίλειος, «Συμβολή της αμπέλου και του οίνου εις τον πολιτισμόν της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου», Θεσσαλονίκη 1975

ΠΗΓΗ : Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Επτά Ημέρες Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου