μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013



ΤΑΒΕΡΝΑ

Του Τάκη Νέδα


Η ταβέρνα έχει κι’ αυτή την ιστορία της. Γύρω απ’ αυτήν έχουν δημιουργηθεί θρύλοι και παραμύθια, έχουν γραφτεί τα ζωντανότερα έργα, προ παντός τον τελευταίο καιρό. Με τη μουντή, μισοσκότεινη και λίγο μυρουδάτη –από την καπνίλα- όψη της, κράτησε για αιώνες πολλούς τα σκήπτρα της καλλιτεχνίας και της εμπνεύσεως. Στον ξασβεστωμένο τοίχο της φιγουράριζαν, ζωντανή έκθεση, μαζί με τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη και οι πάνες της αράχνης, προφυλακτικό στο κλασσικό σκίτσο του «πωλώντος τοις μετρητοίς» και «επί πιστώσει». Και πάνω απ’ όλα αυτά, επιβλητικά πρόβαλε η δικτατορική επιγραφή, που ήτανε και φίρμα του μαγαζιού: Όσοι φίλοι μ’ αγαπάτε, βερεσέ μη μου ζητάτε. ποιητής Παπαδόπουλος μας έδωκε την πιο ζωντανή μορφή της ταβέρνας:
Ένα ιερό βαρύ σαν εκκλησία γεμίζει κάθε βράδυ από πιστούς που απέριττα προσφέρουνε θυσία όχι σε Βούδες, σε Μωάμεθ και Χριστούς…
Τέτοια, βαρειά, υποβλητική, ήτανε η ταβέρνα στα παλιότερα χρόνια. Μα σήμερα –αλλοίμονο!- ο οργασμός της «εξελίξεως» που μετέβαλε τα πάντα, άλλαξε και την όψη της ταβέρνας, τη χάλασε. Δεν είναι πια το «ιερό βαρύ σαν εκκλησία» και δεν είναι φτωχό, όπως ο ίδιος ο ποιητής το θέλει. Είναι ένα σαλόνι πολυτελείας, με τζαζ-μπαντ και ραδιόφωνο. Αντίς για τον Κολοκοτρώνη και τον Διάκο, έχει στον πολύχρωμο τοίχο της, γυμνές χορεύτριες και ρομαντικές θαλασσογραφίες. Στα τραπέζια της, τα σκεπασμένα με τραπεζομάντιλα της ώρας, κάθουνται γυναίκες, και λερώνουν τα ποτήρια με το ρουζ των χειλιών τους… Οι γέροι μπεκρήδες, που θέλουν την ταβέρνα αγνή, ούτε πλησιάζουν καθόλου… Κλείνουνται μέσα σε μπακάλικα και καθισμένοι απάνω σε κάσες του πετρελαίου, πίνουν το κρασάκι τους, προσπαθώντας να βρούν, στο μπακάλικο τουλάχιστο, κάτι από τη μεγαλοπρέπεια της ταβέρνας. Μα άδικα… Και κείνο είναι εξευρωπαϊσμένο, είναι κάτι ξένο προς την ψυχή του αγαθού γέροντα.
Ο ποιητής, που θέλει την ταβέρνα «ιερό βαρύ σαν εκκλησία», λέει πάρα κάτω:
Φτωχό, φτωχό, αντίς ταπέτο έχει τη γη
Αντίς παραπετάσματα λινάτσες…
Τώρα πού να βρεθούν αυτά; Οι ταβέρνες, έχουν παραπετάσματα από άνθη, έχουν πατώματα, κόντρα πλακέ, και μοιάζουν μάλλον με χοροδιδασκαλεία. Ο αιώνας μας έκαμε και τις λέξεις να χάσουν τη σημασία τους. Ταβέρνες, σήμερα, λένε τα εστιατόρια πολυτελείας.
Αλλά τι τα θέλετε… Η ταβέρνα, έχει ποίηση, έχει φιλοσοφία… Κι’ όσο κι’ αν συστηματικά πάμε να της αλλάξουμε τη μορφή, δε μπορεί παρά να ξαναζήσει. Το ξύλινο τραπέζι με τα σκαμνιά του γύρω-γύρω, θα μαζέψει ξανά τους ανθρώπους με τις βαρειές ψυχές, θα δεχτεί πάλι τους καλλιτέχνες… Είναι μια ανάγκη κι’ αυτό… Κι αν σήμερα τρέχουμε σ’ απομακρυσμένες συνοικίες ή σε χωριά για να βρούμε μια ταβέρνα πραγματική, αργότερα πιστεύω να την έχουμε κοντά μας. Γιατί η βαρυγκεστημένη ψυχή, που αναζητάει την ταβέρνα το ξεκούρασμα και τη λήθη, θα επαναστατήσει. Κι’ όταν οι καλλιτέχνες κι’ οι μπεκρήδες κινηθούν, η ταβέρνα θα γίνει… Οι άνθρωποι που «ζητούν τη λησμονιά στο θάνατο κοντά», δε μπορούν αλλού να καθήσουν… Θέλουν απομόνωση, ησυχία, σκοτάδι… Τα λαμπερά φώτα κι’ οι μουσικές, είναι μόνο για τους πλούσιους, για του ήσυχους, για τους ακούραστους. Οι άνθρωποι που δουλεύουν, οι πονεμένοι, οι στενοχωρημένοι, οι καλλιτέχνες, θέλουν ησυχία και σκοτάδι. Το φως τους πειράζει τα μάτια, η μουσική τους ζαλίζει. Και τους ξεζαλίζει μόνο η τόνωση που παίρνουν από το κρασί και την ησυχία.


ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ, 07/10/1934

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου