ΑΙΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΥΣ
Του
Δημ. Παντελιά
Δύσκολος
άνθρωπος κι’ αυτή η γυναίκα του κυρ Δημητρού. Νοικοκυρά σπάνια, σκύλα στη
δουλειά, σκλάβα. Τι της μπήκε τώρα στα γεράματα να σκοτώνεται με τον άνδρα της;
Το κρασί λέει. Άϊ και μήπως είναι και κανένας μπεκρής ο κυρ Δημητρός; Μια ζωή
ολάκερη δούλευε μπογιατζής. Δουλευτής και οικονόμος, ζούσε καλά με τη γυναίκα
του, την κυρά Καλλιόπη, έβαλε και κάτι στην άκρη. Κι ακόμα τώρα εξηντάρης
άνθρωπος, με κάτι μικροεργολαβίες και με κάτι μερεμέτια βγάζει το μεροκάματο και
δεν τρώνε έτοιμα. Παιδιά δεν έχουν, και μ’ αυτά που βγάζει περνάνε φίνα, γιατί
και η κυρά Καλλιόπη είναι νοικοκυρά και οικονόμα. Μα τι θέλεις; Μπήκε στο σπίτι
η γκρίνια.
-
Πώς
κατάντησες μωρέ, κάθε βράδυ κάθε βράδυ στην ταβέρνα; Πού να της δώσει να καταλάβει
ο κυρ Δημητρός. Μιλιά δεν έβγαζε η γλώσσα του. Δεν βαριέσαι;
-
Το κρασί είναι αίμα για τους γέρους.
Πέρασα τα εξήντα. Γλυκά θέλεις να τρώω ή να κλείνομαι στον καφενέ; Έπειτα η
Ταβέρνα είναι πιάτσα, είναι νταραβέρι, είναι κοινωνία η Ταβέρνα.
Μα η
κυρά Καλλιόπη το δικό της.
Κι’
ο η κυρ Δημητρός πίνοντας με την παρέα, έλεγε το παράπονό του στους φίλους.
-
Ας
έλειπε η γκρίνια όταν πηγαίνω πιωμένος στο σπίτι κι ας μούβγαινε το ένα μάτι.
Όχι
πως μεθούσε ο κυρ Δημητρός, μα κάποτες, το Σαββατόβραδο έπινε κάνα δυο
παραπάνω. Ποιόν πείραζε ;
Κι
όταν τραβούσε για το σπίτι σουρωμένος, είχε πάντοτε έτοιμο κανένα νέο, κανένα
χωρατό, έτσι για να ξεγελάσει την κυρά Καλλιόπη, να την καλοκαρδίσει και να μην
του γίνει πάλι στενός κορσές. Και χτυπούσε σιγά την αυλόπορτα για να του
ανοίξουν.
Μα η
κυρά Καλλιόπη, σατανάς μεταμορφωμένος, από τον χτύπο καταλάβαινε πόσα ποτήρια
άδειασε ο κυρ Δημητρός. Και δος του το παλιό βιολί. Και ο κυρ Δημητρός τραβούσε
σκυφτός στην κουζίνα για να δειπνήσουν.
Ένα
βράδυ, θες γιατί είχε πιεί κάτι παραπάνω, θες γιατί παραπάτησε –άνθρωπος είταν-
μπαίνοντας στην αυλή σκουντούφλησε σε μια γλάστρα της κυρά Καλλιόπης και ην
έσπασε. Τι είταν αυτό ; Δεν έσπαγε καλύτερα το κεφάλι του ;
-
Να
στραβέ να. Να ξεκούτη. Να μούργο. Να μπεκρή να. Να που θα πας χαμένος με το
κρασί και θα κλείσεις το σπίτι σου.
-
Σκουντούφλησα
βρε γυναίκα σου λέω. Δεν είμαι μεθυσμένος.
Μα η
κυρά Καλλιόπη δεν χωράτευε. Θάβαζε μπρος το σκοπό της. Του τόχε πει για φοβέρα,
μα θα τώκανε τώρα. Μα κι’ αν ο Μανώλης ο ταβερνιάρης θέλει να κλείσει τα σπίτια
του κόσμου για να πουλάει κρασί, έχομε κι αστυνομία.
-
Τέτιο
πράμα μονάχα να μην κάνεις γυναίκα, γιατί θα γίνωμε από δυο χωριά. Τέτοιο
ρεζιλίκι αν μου κάμεις, θα χωρίσωμε.
Μα η
κυρά Καλλιόπη είχε πάρει την απόφαση.
-
Ένοια
σου και θα δεις.
Το
άλλο βράδυ περνώντας για το σπίτι του ο κυρ Δημητρός, μπήκε στην ταβέρνα του
Μανώλη. Λεβεντόγερος, καλόκαρδος και χωρατατζής καθώς είταν, τον ήθελε όλη η
παρέα. Είχε πάντα κάτι νέο να πει, και στα πολιτικά πρώτος στη κουβέντα. Κι’
όταν μιλούσε για κάποιον άλλο συντεχνίτη του μπογιατζής πούφτασε να γίνει
αρχηγός σε μεγάλο Κράτος στην Ευρώπη, αμολιώταν η γλώσσα του κι’ απόδειχνε πώς
από τους πραχτικούς θα σωθεί ο κόσμος έτσι που κατάντησε.
-
Ένα
ποτήρι παιδί στον κυρ Δημητρό. Είπε ένας της παρέας. Μα αντίς για το παιδί,
στηλώθηκε όρθιος με τα χέρια πίσω ο ταβερνιάρης ο Μανώλης.
-
Δεν
έχει ποτήρι για τον κυρ Δημητρό. Εξόν αν φέρει άδεια από την κυρά Καλλιόπη.
Άστραψε
και βρόντησε το κεφάλι του κυρ Δημητρού. Αχ η κακούργα. Αχ η κακούργα. Τόπε και
τώκαμε.
Μα ο
Μανώλης δεν ήθελε να ρεζιλέψει τον κυρ Δημητρό. Τόφερε τάχα στ’ αστεία, κι’
ακούμπησε στο τραπέζι το ποτήρι που κρατούσε πίσω του. Μονάχα ο κυρ Δημητρός κατάλαβε.
Ήπιε ένα κρασί, και βρίσκοντας μια αιτία έφυγε.
-
Κάτι
νωρίς απόψε τούπε η κυρά Καλλιόπη, κοιτάζοντας πονηρά.
-
Τώρα
θα μου το πληρώσεις Κι’ αρπάζοντας από τα μαλλιά την τράβηξε στην κουζίνα.
Μα
σταμάτησε ως εκεί. Τριανταπέντε χρόνια ζωή με την κυρά Καλλιόπη, λόγο δεν
αλλάξανε. Πώς να σηκώσει χέρι ; Και ξεθύμανε με φοβέρες.
Τσιμουδιά
η κυρά Καλλιόπη. Τι να πει; Μπόρα είναι και θα περάσει.
Ο
κυρ Δημητρός ξέκοψε απ’ την ταβέρνα του Μανώλη, τον έχασε κι’ η παρέα. Κάνα δυο
φίλους που τον αντάμωσαν τους είπε πως ο γιατρός του απαγόρεψε το κρασί. Τι
παρέα να κάμει αφού δεν πίνει; Μα… θα ξανάρθει όταν γίνει καλά! Και μέσα του
έλεγε κακούργα τι μούκαμες.
Οι
φίλοι του πίστεψαν πως δε μπορεί ο κυρ Δημητρός, γιατί αφ’ όντας ξέκοψε από την
ταβέρνα έγινε αλλοιώτικος. Το καθημερινό φρεσκάρισμα που τούδινε η παρέα στην
ταβέρνα τούλειψε. Καινούργιους φίλους θάπιανε τώρα ο κυρ Δημητρός εξηντάρης
άνθρωπος; Και πού θα τους εύρισκε; Εκεί που τρώνε γλυκά και ρουφάνε ξέρασμα με
το καλαμάκι; Στο σπίτι του νευρικός, αμίλητος κι’ ανόρεχτος. Η κυρά Καλλιόπη
τόβλεπε και δος του περιποιήσεις στο Δημητρό.
-
Στενοχωρεμένος
σήμερα Δημητρό. Τι θέλεις να σου δώσω;
-
Το
φουστάνι σου να το φορέσω, έτσι που με κατάντησες.
Την
κυρά Καλλιόπη άρχισαν να τη ζώνουν τα φίδια. Μήπως δεν τούκαμε καλά που ον
ρεζίλεψε στην παρέα του; Και τι κατάφερε με τούτο; Έμπασε τη γρίνια στο σπίτι
της. Θάρθει και η αρώστια σιγά σιγά. Και τι έπινε ο Χριστιανός; Ότι πίνει όλος
ο κόσμος. Άι, κι αυτός πάλι θάπρεπε να το πάρει μαράζι; Ας πάει στην ταβέρνα.
Ποιος τον εμποδίζει; Πάνω στο υμό της είπε ένα λόγο. Αυτός ας έκανε ότι έπρεπε.
Ας την έδερνε επιτέλους. Τι περίμενε; Να πάει να του πάρει το μπαρντόν η κυρά
Καλλιόπη; Α αυτό δεν γίνεται. Και σαν αργούσε το βράδυ να χτυπήσει η πόρτα,
σκεφτόταν η κυρά Καλλιόπη. Ας είταν Παναγία μου νάρχονταν μεθυσμένος…
Κι’αυτό
έγινε κάποιο βράδυ. Το κατάλαβε η κυρά Καλλιόπη από το χτύπο της πόρτας κι’
αναγάλιασε η ψυχή της. Τάπα στο μεθύσι ο κυρ Δημητρός.
-
Γυναίκα
ήπια σήμερα.
-
Καλά
έκαμες Δημητρό μου. Άντρας είσαι. Να πίνεις. Να πίνεις όσο θέλεις. Το κρασί
είναι αίμα για τους γέρους.
ΠΗΓΗ : Εφημερίς των ΑΜΠΕΛΟΥΡΓΩΝ, Κυριακή
12 Αυγούστου 1934
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου