μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013


Κατά μήνα Πυανοψιώνα

Της ΣΕΜΕΛΗΣ ΠΙΝΓΙΑΤΟΓΛΟΥ
Αν. καθηγ. Κλασικής Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης






Ο μήνας Πυανοψιών είναι πλούσιος σε εορταστικές εκδηλώσεις, καθώς ο πληθυσμός της Αττικής φρόντιζε να εξασφαλίζει τη θεϊκή προστασία για τις γεωργικές εργασίες με τις οποίες άρχιζε τον Οκτώβριο ο κύκλος της ετήσιας παραγωγής. Οι γιορτές ήταν είτε αυθόρμητες λαϊκές, και αποσκοπούσαν στην ευετηρία, την ευόδωση της συγκομιδής, είτε θεσπισμένες από την πολιτεία, και εξυπηρετούσαν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκει η πρώτη γιορτή του Πυανοψιώνος, τα Προηρόσια. Στις πέντε Πυανοψιώνος οι δυο ανώτεροι ιερείς της Ελευσίνας, ο ιεροφάντης και ο κήρυξ, ανάγγελαν δημόσια την έναρξη της γιορτής. Την ημέρα αυτή αποδιδόταν στη Δήμητρα η καθιερωμένη προσφορά πριν από την άροση των αγρών, με σκοπό να τελεσφορήσει η καρποφορία τους. Όλοι οι Έλληνες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στην Ελευσίνα τη δεκάτη της σοδειάς τους, όπως μαθαίνουμε από επιγραφή της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου. Στην ίδια εποχή ανάγεται και η τραγωδία Ικέτιδες του Ευριπίδη, στην προλογική ρήση της οποίας η Αίθρα, η μάνα του Θησέα, δηλώνει ότι έφθασε στην Ελευσίνα για να προσφέρει την προκαταρκτική της άροσης θυσία. Η συνήθεια αυτή, που πρέπει να αναβίωσε αυτά τα χρόνια, ήταν οπωσδήποτε αρχαιότερη της ενσωμάτωσης της Ελευσίνας στην Αττική, θα πρέπει δηλαδή πιθανότατα να χρονολογηθεί στις αρχές του 6ου αι. π. Χ. Για να κατοχυρωθούν οι Αθηναίοι για την είσπραξη της δεκάτης έπλασαν τον μύθο ότι η γιορτή θεσπίστηκε έπειτα από χρησμό του δελφικού μαντείου για τη σωτηρία όλων των Ελλήνων από το λοιμό: οι Αθηναίοι έπρεπε να θυσιάζουν στη Δήμητρα εκ μέρους των υπολοίπων, οι οποίοι κατά συνέπεια όφειλαν να στέλνουν στην Αθήνα το ποσό που τους αναλογούσε. Το ιερατείο της Ελευσίνας εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς το δελφικό προσφέροντας θυσία και παραθέτοντας γεύμα στον Πύθιο Απόλλωνα δυο μέρες αργότερα.
Πυανόψια
Η γιορτή, όπως είναι προφανές, δεν ήταν ένα λαϊκό ξεφάντωμα, γι’ αυτό άλλωστε δεν σχολιάζεται στις αττικές κωμωδίες, σε αντίθεση με τη γιορτή που ακολουθούσε, τα Πυανόψια, σε ένα έθιμο της οποίας, την ειρεσιώνη, αναφέρεται επανειλημμένως ο Αριστοφάνης. Στις επτά Πυανοψιώνος, μέρα των γενεθλίων του Απόλλωνα, οι αγρότες φρόντιζαν να εξασφαλίσουν τη συνδρομή του. Του πρόσφεραν ένα χυλό που κατακεύαζαν από πυάνα (κουκιά) και άλλους εδώδιμους καρπούς και δημητριακά. Το είδος αυτό της θυσίας καθιερώθηκε, σύμφωνα με τον αιτιολογικό μύθο, από τον Θησέα, όταν επέστρεψε σώος από την Κρήτη με τους συντρόφους του. Τότε πρόσφερε στον θεό τις προμήθειες που του είχαν απομείνει, εκπληρώνοντας έτσι ένα παλαιότερο τάμα του.
Την ίδια μέρα στόλιζαν ένα κλαδί ελιάς με τούφες λευκού και κόκκινου μαλλιού, καθώς και διάφορους καρπούς. Παιδιά περιέφεραν αυτό το σύμβολο της ευφορίας, που λεγόταν ειρεσιώνη, από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας: «η ειρεσιώνη φέρνει σύκα και αφράτα ψωμάκια και μέλι με κοτύλη και λάδι για ν’ αλειφτείτε και μια κύλικα αφράτο μεθυστικό κρασί για ν’ αποκοιμηθείτε». Αφού τελείωνε αυτή η περιφορά, που σκοπό είχε να φέρει την ευλογία σε κάθε σπιτικό, κρεμούσαν το κλαδί στην είσοδο του ιερού του Απόλλωνα.
Η γιορτή αυτή με τις λαϊκές καταβολές συνδέθηκε εκ των υστέρων με τον Απόλλωνα, ο οποίος εκ πρώτης όψεως δεν έχει σχέση με τη γονιμότητα. Ωστόσο, ήταν θεός ανεξίκακος, δηλαδή απομάκρυνε γενικώς το κακό, και μάλιστα προστάτευε τους σπαρμένους αγρούς από ανεπιθύμητους και φθοροποιούς επισκέπτες, όπως οι ακρίδες και οι αρουραίοι, ιδιότητα που δηλώνεται από τις λατρευτικές επωνυμίες του Παρνόπιος (πάρνοψ: η ακρίδα) και Σμινθεύς (σμίνθος: ο αρουραίος).

Οσχοφόρια

Την ίδια μέρα γιόρταζαν οι Αθηναίοι μια γιορτή του τρύγου, τα Οσχοφόρια (και Ωσχοφόρια). Από ένα ιερό του Διονύσου στο άστυ ξεκινούσε μια αλλόκοτη πομπή. Προπορεύονταν δυο νέοι, ξεχωριστοί σε γενιά και πλούτο, ντυμένοι γυναικεία, κρατώντας στα χέρια κλαδιά αμπελιού φορτωμένα σταφύλια, τους όσχους, που έδινα το όνομα και στη γιορτή. Ακολουθούσαν, στη σειρά: χορωδία που έψαλλε τα «οσχοφορικά μέλη», ο κήρυξ με στεφάνι στο διακριτικό του σύμβολο, το κηρύκειο, και οι δειπνοφόροι, γυναίκες που μετέφεραν τρόφιμα, απαραίτητα για το δείπνο που ακολουθούσε. Η πομπή κατευθυνόταν στο ιερό της Αθηνάς Σκιράδος στο Φάληρο, το λεγόμενο Οσχοφόριο. Εκεί, μετά τις καθιερωμένες σπονδές, οι προσκυνητές έπρεπε όλοι μαζί κραυγάζοντας να εκφράσουν θρίαμβο και χαρά («ελελεύ»), αλλά καυ σύγχυση και πόνο («ιού, ιού»). Τέλος, έπαιρναν μέρος σε ένα συμπόσιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ακούγονταν διηγήσεις, μάλλον από τις δειπνοφόρους.
Τα παραπάνω αξιοπερίεργα χαρακτηριστικά της γιορτής αιτιολογούνταν με επεισόδια από το ταξίδι του Θησέα στην Κρήτη και την επιστροφή του. Για παράδειγμα, η μεταμφίεση των νέων παρέπεμπε στο μύθο του Θησέα που είχε ντύσει κοριτσίστικα δυο αγόρια και έτσι πήρε μαζί του στην Κρήτη, όχι επτά νέες αλλά πέντε, οπότε τα δυο επιπλέον αγόρια του φάνηκαν πολύτιμα αργότερα, κατά την επιχείρηση διαφυγής τους από την Κρήτη. Οι δειπνοφόροι γυναίκες μιμούνταν τις μάνες των δεκατεσσάρων παιδιών που κληρώθηκαν για να σταλούν στην Κρήτη ως βορά του Μινώταυρου. Αυτές, σύμφωνα με το μύθο, αφενός έφεραν στο Φάληρο πριν από τον απόπλου στα παιδιά τους τρόφιμα, και αφετέρου, για να στρέψουν αλλού την προσοχή τους, τους διηγούνταν ιστορίες. Εξάλλου, ο κήρυξ στεφάνωνε όχι τον εαυτό του αλλά το κηρύκειο, σε ανάμνηση του κήρυκα που, σταλμένος στην Αθήνα να αναγγείλει την άφιξη του Θησέα, βρήκε την πόλη να θρηνεί τον θάνατο του Αιγέα. Έτσι σε ένδειξη πένθους, το στεφάνι νίκης που του έδωσαν για τη χαρμόσυνη είδηση της σωτηρίας του Θησέα δεν το φόρεσε ο ίδιος αλλά το πέρασε στο ραβδί του. Επίσης, οι κραυγές των πιστών εξέφραζαν τόσο τη χαρά για την επιστροφή του Θησέα όσο και τον πόνο για τον άδικο χαμό του πατέρα του Αιγέα.
Η αναφορά δυο θεών σε σχέση με τη γιορτή έθεσε το ερώτημα ποιος από τους δυο, ο Διόνυσος ή η Αθηνά, είναι η τιμωμένη θεότητα. Οι όσχοι, η εποχή του τρύγου και η αφετηρία της πομπής παραπέμπουν στον Διόνυσο, ωστόσο η τέλεση της γιορτής γινόταν μέσα σε ιερό της Αθηνάς. Πολύτιμα στοιχεία για τη γιορτή διέσωσε μια επιγραφή που βρέθηκε στην αθηναϊκή αγορά. Σύμφωνα με αυτήν, την ευθύνη της διεξαγωγής της γιορτής την είχε το αττικό γένος των Σαλαμινίων, που είχε εγκατασταθεί στην Αττική. Οι Σαλαμίνιοι πρέπει να έφεραν από την πατρίδα τους μια τοπική θεά των αμπελιών, τη Σκιράδα, την οποία εξακολούθησαν να λατρεύουν στην Αττική ως Αθηνά Σκιράδα πιά, ενώ ταυτόχρονα συνέδεσαν τη λατρεία της με τον κατ’ εξοχήν θεό του κρασιού. Η σχέση του Διονύσου και του οίνου είναι βέβαια αναμφίβολη, η σύνδεση όμως της Αθηνάς με το αμπέλι και το κρασί δεν είναι τόσο προφανής. Ωστόσο μαρτυρείται στις παραστάσεις μερικών θραυσμάτων μελανόμορφων πινάκων που είχαν αφιερωθεί την υστεροαρχαϊκή εποχή στην αθηναϊκή Ακρόπολη. Σ’ αυτές η καθιστή θεά επιβλέπει άνδρες να μαζεύουν σταφύλια, υποδηλώνοντας με την παρουσία της ότι ο τρύγος βρίσκεται υπό την προστασία της.
Την επόμενη μέρα, στις οκτώ Πυανοψιώνος, είχε την τιμητική του ο ήρωας των Αθηναίων, ο Θησέας. Τα Θήσεια ήταν μια γιορτή που θεσπίστηκε από τον Κίμωνα το 475 π. Χ. στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποκαταστήσει τη λατρεία του Θησέα στην Αθήνα. Μια από τις πρώτες πράξεις του Κίμωνα ως πολιτικού ήταν να εκστρατεύσει εναντίον της Σκύρου, ορμητήριο πειρατών τότε, και να την καταλάβει. Αφορμή της επιχείρησης ήταν η εκπλήρωση ενός δελφικού χρησμού σχετικού με την ανεύρεση των οστών του Θησέα, ο οποίος σύμφωνα με την παράδοση είχε πεθάνει στη Σκύρο, τη μεταφορά τους στην πατρίδα και την απόδοση σε αυτά λατρευτικών τιμών. Τα οστά τοποθετήθηκαν σε ένα ιερό κοντά στην Αγορά, το Θησείον. Τότε καθιερώθηκαν τα Θήσεια ως μεγάλη δημόσια γιορτή, που περιελάμβαναν την πομπή, θυσία πολυάριθμων θυμάτων και αθλητικούς αγώνες. Από επιγραφή του 160 π. Χ. φαίνεται ότι το πρόγραμμα των αγώνων, τουλάχιστον στην εποχή που χρονολογείται η επιγραφή, είχε περισσότερο στρατιωτικό χαρακτήρα –αναφέρονται, π.χ., έπαθλα για σαλπιγκτές, αγγελιαφόρους, ομάδες ευανδρίας και ευοπλίας- και δεν μπορεί να αφορούσε όλους τους Αθηναίους.
Την επόμενη μέρα, ενάτη του μήνα, γιορτάζονταν τα Στήνια, τα οποία τιμούσαν τη Δήμητρα και την Κόρη. Για το τυπικό της γιορτής οι πληροφορίες μας περιορίζονται αφενός στο ότι οι πρυτάνεις προσέφεραν θυσία στις δυο θεές εκ μέρους της βουλής και του δήμου, και αφετέρου στο ότι οι γυναίκες αντάλλασσαν μεταξύ τους, πειράγματα, ύβρεις και λοιδορίες. Αυτή η γνωστή και από άλλες γιορτές της Δήμητρας αισχρολογία είχε σκοπό να ενεργοποιήσει τις γονιμικές δυνάμεις της γης μέσω της μαγικής δύναμης των λέξεων.



Θεσμοφόρια
Τα Στήνια επισκιάστηκαν από τα Θεσμοφόρια, τη μεγάλη τριήμερη γιορτή προς τιμή των Θεσμοφόρων θεών, Δήμητρας και Κόρης, που γιορτάζονταν στην Αθήνα δυο μέρες αργότερα. Η γιορτή, αποκλειστικά γυναικεία, τελούνταν αυτή την εποχή του έτους σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Στην Αθήνα η γιορτή άρχιζε στις ένδεκα Πυανοψιώνος. Η πρώτη ημέρα ήταν η Άνοδος. Οι Αθηναίες ανηφόριζαν τη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης για να καταλήξουν στο Θεσμοφόριο, το ιερό των Θεσμοφόρων θεών, που πρέπει να γειτνίαζε, αν δεν ταυτιζόταν, με το Ελευσίνιο, το παράρτημα του ιερού της Ελευσίνας στο άστυ. Η ανάβαση ήταν επίπονη, καθώς μετέφεραν ό,τι τους χρειαζόταν κατά την τριήμερη παραμονή τους στο ιερό. Την πρώτη μέρα, έπρεπε να γίνουν όλες οι προετοιμασίες, να στήσουν τις σκηνές που θα κατέλυαν, να φτιάξουν τα στρώματά τους από ειδικά φυτά, ικανά να απομακρύνουν τα φίδια, αλλά και άλλα ενοχλητικά έντομα και ερπετά.
Η δεύτερη μέρα λεγόταν Νηστεία, εξαιτίας της αποχής από τροφή. Οι γυναίκες κατά τη διάρκειά της φρόντιζαν να έρχονται σε επαφή με τη γη, καθισμένες απευθείας στο χώμα, προκειμένου να ενεργοποιήσουν τις γονιμοποιητικές δυνάμεις της. Η απομάκρυνση των γυναικών από τις οικογένειές τους δημιουργούσε αναστάτωση στην αθηναϊκή κοινωνία, με αποτέλεσμα να μη λειτουργούν αυτήν την ημέρα τα δικαστήρια και να μη συνέρχεται η βουλή. Ανάμεσα στις θεότητες που επικαλούνταν οι πιστές ήταν και η Καλλιγένεια, η θεά που βοηθούσε την απόκτηση καλών απογόνων. Από αυτήν πήρε το όνομά της η τρίτη ημέρα της γιορτής, κατά την οποία οι γυναίκες δεν παρακαλούσαν μόνο για τη γονιμότητα της γης αλλά και για τη δική τους ευτοκία, έφερναν στις θεές αναίμακτες προσφορές και θυσίαζαν χοίρο. Την ευθύνη της διοργάνωσης και της προμήθειας τροφής και χρημάτων αναλάμβαναν δυο εύπορες γυναίκες από κάθε δήμο, οι λεγόμενες άρχουσες.
Κατά τη διάρκεια της Καλλιγένειας πρέπει να τελούνταν η πιο σημαντική ιεροπραξία της γιορτής: Σε κάποια προηγούμενη γιορτή της Δήμητρας, τα Σκύρα, ή ίσως, σύμφωνα με τη νεότερη άποψη της Simon, τα Στήνια, οι γυναίκες έριχναν χοιρίδια, μαζί με άλλα συμβολικά αντικείμενα, όπως ζυμαρένια ομοιώματα φιδιών, ανδρικών γεννητικών οργάνων και κουκουναριών, μέσα σε χάσματα γης των ιερών, τα λεγόμενα μέγαρα. Κατά τα Θεσμοφόρια, αγνές γυναίκες, οι λεγόμενες αντλήτριες, ανέσυραν τα υπολείμματα των χοιριδίων από τα μέγαρα, τα απέθεταν στους βωμούς του ιερού και στη συνέχεια τα σκόρπιζαν στα χωράφια προκειμένου να προκαλέσουν την ευφορία τους. Επειδή οι μαγικές γονιμικές διαδικασίες δεν έπρεπε να παρεμποδίζονται με κανενός είδους δεσμά, έλυναν κατά τη διάρκεια της γιορτής τα δεσμά των φυλακισμένων. Οι θεσμοί που έδωσαν το όνομα στη γιορτή ήταν, σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, «αυτά που είχαν κατατεθεί» στα μέγαρα και τα ανέσυραν οι αντλήτριες, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι οι νόμοι που έφερε η Δήμητρα στους ανθρώπους για να πορίζονται την τροφή.
Το γεγονός ότι τα Θεσμοφόρια ήταν η γιορτή μιας κλειστής ομάδας, και μάλιστα των γυναικών, έδωσε λαβή για σκωπτικά σχόλια στους αρχαίους συγγραφείς, σε σχέση, για παράδειγμα, με τη νηστεία της δεύτερης μέρας ή την κρυφή κατανάλωση κρασιού από τις γυναίκες, με αποκορύφωμα βέβαια τις Θεσμοφοριάζουσες, μέσα στον ξέφρενο κύκλο των οποίων τοποθετεί τη δράση της κωμωδίας του ο Αριστοφάνης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
L. Deubner, Attische Feste (1932).
H. W. Parke, Festivals of the Athenians (1977).
E. Simon, Festivals of Attica. An Archaiological of Commentary (1983).
Για την επιγραφή των Σαλαμινίων: W.S. Ferguson, Hesperia 7, 1938, I κε.
Για την Αθηνά ως θεά του τρύγου: S. Fritzilas, Athena beim Weinlesefest, Hefte des archaiologischen Seminars der Universitat Bern I7, 2000, Ι5 κε.



ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 07/10/2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου