μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013


Τρεις ρώγες λιάτικες...
Του Ηλία Αναγνωστάκη

Τζίτζικας ελάλησε άσπρη ρώγα μαύρισε. Κι οι ρώγες να μαυρολογούν στον ξανθό, στεγνό Αλωνάρη. Στ’ αλώνια, κάτω από την ελιά, δίπλα στα στάχυα, ένα κανάτι κι ένα σταφύλι λιάτικο, το πρώτο που μαυρίζει. Ανώρια-ανάρια ρώγες και μαζί πράσινες, ροδάτες, κοκκινωπές και μαύρες, όλα τα χρωματικά στάδια της ωρίμανσης σ’ ένα τσαμπί του Ιούλη. Μέσα στο θερινό φρυγάνιασμα, τα λιάτικα, σαν χελιδόνια-οπώρες, μηνούν τον υγρό τρύγο. Φημισμένα κι αγαπητά σ’ όλο τον κόσμο τα λιάτικα, ιουλιάτικα ή αηλιάτικα. Σταφύλια, τα πιο πρώιμα, που ωριμάζουν του Αη-λιά, στις 20 του Ιούλη. Σταφύλι καρπερό ήδη από του Αη-λιά, κατά τον ποιητή ή, κατά τη λαϊκή διαπίστωση, της Αγιάς Μαρίνας σύκο και του Αγιλιός σταφύλι.

Και του Αηλιά τους κήπους, Ιούλιο μήνα, στις καλύβες, στις λεμονιές και στις ρογδιές, να μου φωνάζεις για ξεχόρτισμα και πότισμα: Ηλία, Λιά, Ηλία-λιά. Κι η φωνή να δρασκελά το πηγάδι του σκοτωμένου, να χάνεται στον καλαμιώνα κι ως πέρα στο εσπέριο όνειρο της Αμερικανικής Βάσης. Ηλία, Λια, η φωνή ως κάτω στη θάλασσα όπου πρωτοαντίκρισα την αλμυρή γυμνότητα χωρίς ιουδαϊσμούς, στήθη και ρώγες να ρουφούν τον ήλιο στη γυμνή αμμουδιά. Ηλία-λιά, η φωνή να σμίγει με τους ανέμους του Αιγαίου στα πανιά των μύλων που αντλούν το θησαυρό της γης, το νερό που δεν κοιμάται, που ξυπνά και ξεδιψά τους λιάτικους πόθους.

Κι ακόμη, η διονυσιακή φωνή του μπάρμπα παγανού να με καλεί: Ανηψολιά, ανηψολιά. Και στα χέρια σας, ανήμερα του Αη-λιά και σ’ όλες τις γιορτές του Ιούλη, οι απαρχές των θερινών καρπών, σύκα, πεπόνια, καρπούζια και μια φούχτα ρώγες λιάτικου. Διαλέγω τρεις μισθούς-τρεις ρώγες, διαλέγω να ξαναγευτώ μαζί σας τρεις ρώγες λιάτικου, πλυμένες στο βληχό νερό των κήπων ή σκορπισμένες από το θαλασσοδαρμένο τσαμπί στις αλμυρές αμμουδιές του ιουλιάτικου εορτολογίου της νιότης.



Η πρώτη ρώγα αγάλια-αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι. 1η Ιουλίου, άγουρη ρώγα στη μνήμη των Αναργύρων και του γυμνού διάγοντος ερημίτη Λέοντος, κι ακόμη του μάρτυρα Μαυρίκιου, που τον έχρισαν με μέλι και πάνω του βοτρυδόν οι μέλισσες, ένα τσαμπί από μέλισσες, δακνόμενος τελειούται. 3η του αυτού μηνός Υακύνθου του μυροβόλου. 4η του αυτού μηνός, Ανδρέου Κρήτης, που δια προσευχής το σύννεφο έφερε βροχή στην ξηρασία του νησιού και πάσα φυτεία ανέζησε και υπήρξε μεγάλη και πρωτοφανής ευφορία και συνήλθον οι κάτοικοι και εδροσίσθησαν. 6η του αυτού μηνός, Αστείου Δυρραχίου, που επίσης μέλιτι χρισθείς και υπό μελισσών κεντούμενος, τελειούται. 7η του αυτού μηνός, οι μέλισσες βομβούν από το Σμάρι ως το Βορίτσι και τον μελισσόκηπο, μέσα στ’ αμπέλια και μέσα στα θυμάρια, όπου και το ξωκλήσι της Κυριακής, Κυριακούλας των βουνών και των κάμπων. Αγάλια-αγάλια μέλι… 15η του αυτού μηνός, Κηρύκου και Ιουλίτης, στη μυρουδιά της θρούμπας, της φασκομηλιάς, του θυμαριού, του καπρικού στα λεμονόφυλλα, της ρίγανης. 16η του αυτού μηνός, η ελαφίνα και τα ελαφόπουλα μπαίνουν στις εκκλησιές προσκυνητές στη μνήμη του Αθηνογένους. 17η του αυτού μηνός, Μαρίνα τους θανατηφόρους δαίμονας εις τας αβύσσους εβύθισες, και κάτω απ’ το πλατάνι στη βρύση με ένα καλάθι σύκα της Αγιάς Μαρίνας σύκο μελώνεις πάθη και δαιμονικούς καημούς.



Η δεύτερη ρώγα σταφύλι καρπερό από του Αη-λιά. Ηλία, ήλιε και λιά , Ηλία, ήλιε και λιό, άγιέ μου ηλιάτικε και ηλιάτορα, προστάτη των αμπελώνων των δικαίων από τις παρανομίες του Αχαάβ και της Ιεζάβελ. Ηλία του πυρφόρου φωτός που κατακαίει το δέμας χωρίς προφυλάξεις, στον θείο Ιούλιο που πυρώνει, μέσα από τα μισοανοιγμένα ενδύματα. Ρίχνεις την μυλωτή και απολλώνια γυμνώνεσαι, Ήλιε, στο πύρινο άρμα σου, αιφνίδια αναλαμβάνεσαι μέσα στο ουράνιο φως της θερινής έκστασης… ναι, στον θείο μήνα Ιούλιο του Αλεξανδρινού ποιητή και Ρωμιού ξωμάχου. Ρώγες ηλιάτικες σε προκαλούν… και τα στήθη της Ιεζάβελ δαιμονικά προσφέρονται για τρύγημα, άλλη παράδοση, άλλη έννοια. Κι ας μας υπενθυμίζει Μη μου άπτου, μέσα στο ερωτικό κάμα, στις 22 του αυτού μηνός, η Μαγδαληνή – και η Αγία Μαρκέλλα. Μα εμείς των οσίων ερώτων και παθών του Ιουλίου μηνός μακριά από το ανόσιο πάθος του πατρός προς την θυγατέρα του Μαρκέλλα. Για μας τα στήθη ολόρθα κι οι ρώγες καρπερές και νόστιμες, δεν κατακόβονται μαρτυρικά σαν της Μαρκέλλας, ούτε σαν, στις 24 του αυτού μηνός, της μάρτυρος Χρηστίνης. Εμείς, στις 25 του αυτού μηνός, της Αγίας Άννας, μητρός της Θεοτόκου, παπαδοπαίδια ψάλλομε μυστικά και γόνιμα, Άννα οι μαστοί σου ωραίοι ως θηλάσαντες τη θηλάσασα Χριστόν, κι ακόμη, ταιριαστά για μήνα Αλωνάρη, της παρθένου η κοιλία θημωνία ως άλωνος αληθώς εδείχθη, στάχυν αγεώργητον έχουσα.



Κι η τρίτη ρώγα σφίξε τις ρώγες του τρυφερού μου στήθους. Στις 26 του αυτού μηνός, της αγίας Παρασκευής, μάτια μου γλυκά, και της Ωραιοζήλης, αγίας των αγίων γυναικών που μεταβάλλονται σε τεκνογόνους, αλλά και των εχουσών τους μαστούς των κενούς γάλακτος και όταν επανέρχονται εις τους οίκους των είναι γάλακτος πλήρεις. Στο σπήλιο της Αγιάς Παρασκευής, στο σκοτεινό, σταλάζει δρόσος, μάτια μου από τους σταλακτίτες. Να ‘ναι ο Λαβύρινθος που θέλει ο Φράγκος σοφός… ε, τότε να ο Μινώταυρος και η Πασιφάη, ανηψολιά! Να και οι ρωγαλίδες αράχνες, μα μη τις φοβάστε… Και, πιο βαθιά, τα βενετσιάνικα χαράγματα, να οι καραβέλες και να ο χρόνος σκαλιστά πετρωμένος, 1.400… Καράβια που κουβαλούσανε τον μοσχάτο, μαλβαζινό και λιάτικο Διόνυσο, πήραν μαζί τους και την Αριάδνη. Μα, να που οι μαστοί της, να οι ρώγες της πετρωμένες στον πιο μέσα θάλαμο, εκεί στη σκοτεινή σχισμή, που ακούς το θρόϊσμα των καλαμιώνων και τη ροή υπόγειου ποταμού – και που, αν ρίξεις μέσα το θιαμπόλι, τη φλογέρα, το ακούς να παίζει ως χάνεται, κι ύστερα το βρίσκεις στα πηγάδια ή στις βληχές, θαλάσσιες ανεβάλλουσες του Αη-λιά, χιλιάδες μέτρα πέρα στον οίνοπα πόντο μας, ως τη Ναξιά., Αφροδίσια, Παρασκευή, Αριάδνη του κισσού, του κλίματος και της εγκατάλειψης, είναι οι υπόγειοι ποταμοί που αρδεύουν την μοίρα και την ιστορία του τόπου μας, είναι τα υπόγεια ρεύματα που παντρεύονται, σμίγουν ως τον παράδεισο των Μακάρων. Στις 27 του αυτού μηνός, Παντελεήμονος των φουρνάρηδων, λήγοντος του δημητριακού μηνολογίου. Στις 28 του αυτού μηνός, τα μήλα του Παραδείσου για τη νύφη του Χριστού Ειρήνη την Χρυσοβαλάντου, και ο έρωτας του αμπελουργού με μοναχή της Μονής. Μα δεν υπάρχει ούτε μήλο, ούτε σταφύλι, δύστυχε, αμπελουργέ, και τι να πάρεις…



Να, πάρε μια από τις θαλασσοδαρμένες ρώγες που μάζεψα στην αμμουδιά της νιότης. Είναι απ’ το λιάτικο που έριξα στη σπηλιά της Αφροδίτης, κι αφού ταξίδεψε στον υπόγειο ποταμό και ξερωγιάστηκε, ήρθε να μείνει μες στην ποίηση αυτή:
Τα κατά Δροσίλλαν και Χαρικλέα, Νικήτα Ευγενειανού (12ου αι.).
«- Μύθος μού μοιάζει ότι είναι το ποτό των θεών, το νέκταρ, κρυσταλλόστηθη, μπρός στη μοναδική γλυκύτητά σου. Αναρωτιέμαι βλέποντάς σε σαν αμπέλι να μαυρορωγιάζεις, αν κάποιος ζουπίξει σαν γλυκό σταφύλι το στήθος σου, γλυκό κρασί θα βγει ή μυρωδάτο μέλι!
Ξάπλωσε, κι εγώ σαν κήπος παραδίνομαι σε σένα. Κι αν δεν υπάρχει μήλο, το στήθος μου για μήλο πάρε. Σκύψε, δύστυχε, και παρ’ το αν θέλεις. Κι αν στην κληματαριά δεν δεις σταφύλι, σφίξε τις ρώγες του τρυφερού μου στήθους, πάρε και την κερήθρα των χειλιών μου. Κι όπως κάποιος που καρπό θέλει να κόψει μπλέκεται μέσα στα κλαδιά του δέντρου, εγώ το δέντρο, με μένα περιπλέξου. Κλαδιά είναι τα δικά μου χέρια, εγώ το δέντρο, πάνω μου ανέβα και δρέψε καρπό γλυκερό από μέλι».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 01/07/2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου