Κατά μήνας Ανθεστηριώνα και Eλαφηβολιώνα
Της Σεμέλης ΠΙΝΓΙΑΤΟΓΛΟΥ
Αν. καθηγήτριας Κλασικής
Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Είκοσι
τρεις του Ανθεστηριώνος. Αρχές Μαρτίου. Οι κάτοικοι της Αθήνας και των
γειτονικών δήμων συρρέουν στις όχθες του Ιλισού, στο ιερό του Δία Μειλίχιου για
να γιορτάσουν τη μεγάλη πατροπαράδοτη γιορτή του, τα Διάσια. Ο Δίας αυτός δεν είναι ο ολύμπιος βασιλιάς, αλλά ένας θεός
με χθόνιο χαρακτήρα, που έχει ανάγκη από θυσίες εξιλασμού για να κατευνασθεί η
οργή του και να γίνει καλόβουλος, Μειλίχιος, όπως τον ονομάζουν ευφημιστικά.
Επειδή έχει σχέση με τη γη τον φαντάζονται με μορφή φιδιού ή σαν σεβάσμιο
γέροντα που συνοδεύεται από φίδι, να μοιάζει με τον Πλούτωνα όχι μόνο στη φύση
αλλά και στη μορφή. Οι πιστοί φέρνουν στο ιερό του τις προσφορές τους, έτσι
όπως συνήθιζαν ανέκαθεν στον τόπο τους, ομοιώματα ζώων από ζυμάρι ή καρπούς. Μερικοί προσφέρουν και αιματηρές θυσίες, κατά
κανόνα ολοκαυτώματα, όπως πρέπει σε θεούς του κάτω κόσμου. Ιερός νόμος
καθορίζει τη διαδικασία της θυσίας του προβάτου που φέρνουν στο Δία Μειλίχιο
του Ιλισού οι κάτοικοι της Ερχιάς, ενός δήμου της Αττικής κοντά στα σημερινά
Σπάτα. Αφού εξασφάλιζαν οι πιστοί την ευμένεια του θεού με τις κάθε λογής
προσφορές, το υπόλοιπο της μέρας κυλούσε μέσα σε μια χαρούμενη ατμόσφαιρα.
Έστηναν για παράδειγμα, ένα φαγοπότι, όπως ο Στρεψιάδης στις Νεφέλες του Αριστοφάνη (στ. 408-9), ή
χάριζαν δώρα στα παιδιά, όπως κάνει ο Στρεψιάδης, δωρίζοντας ένα αμαξάκι στον
εξάχρονο γιό του (στ. 864). Δεν διάλεξε τη μέρα αυτή στη τύχη, αφού ο Δίας
Μειλίχιος ήταν, όπως όλοι οι χθόνιοι θεοί, στοργικός προστάτης των παιδιών.
Θεωρία στη Δήλο
Κατά
τον Ανθεστηριώνα γιορτάζει η Δήλος τον μουσηγέτη θεό της, και οι Αθηναίοι δεν
μπορεί να λείπουν από τα Δήλια, τη
μεγάλη γιορτή των Ιώνων. Η επίσημη αντιπροσωπεία τους, η θεωρία, πλαισιώνεται από
ομάδες χορευτών για να πάρουν μέρος στους αγώνες που οργανώνονται εκεί «για να
τέρπουν με πυγμαχία, με χορό και με τραγούδι τον Απόλλωνα» (Ομηρικός ύμνος στον
Απόλλωνα 149-150). Η αττική τετράπολις, τέσσερις συνασπισμένοι γύρω από τον
Μαραθώνα δήμοι, στέλνει και αυτή στη Δήλο τη δική της θεωρία, η οποία αναχωρεί μόνο εφόσον οι θυσίες που τελούνται στο
ιερό του Απόλλωνα στον Μαραθώνα, το Δήλιον, δώσουν ευνοϊκά σημεία.
Τα μεγάλα ή «εν άστει» Διονύσια
Πρώτες
μέρες του Ελαφηβολιώνος. Αρχές της Άνοιξης. Οι Αθηναίοι ετοιμάζονται πυρετωδώς
να γιορτάσουν μια από τις μεγαλύτερες γιορτές τους. Ιερείς, ποιητές, μουσικοί,
πλούσιοι πολίτες, ο απλός λαός, Αθηναίοι πολίτες και μέτοικοι, όλοι με κάποιο
τρόπο έχουν το μερίδιό τους στην πολυήμερη γιορτή του Διονύσου Ελευθερέως, δηλαδή του Διονύσου Ελευθερών, μιας πολίχνης
στα σύνορα Αττικής και Βοιωτίας. Η εισαγωγή της αγροτικής αυτής λατρείας στο
άστυ αποδίδεται στον Πεισίστρατο, κατά τον 6ο αι. π. Χ. , ενέργεια
που εντάσσονταν στο πλαίσιο των πολιτικών σκοπιμοτήτων του τυράννου, να
κερδίσει δηλαδή με το μέρος του τον αγροτικό πληθυσμό της Αθήνας. Η εισαγωγή
της λατρείας ήταν παρεπόμενο της πολιτικής ένωσης των Ελευθερών με το άστυ,
όπως έγινε και με τη διείσδυση άλλων τοπικών λατρειών, π.χ. της ελευσινιακής.
Ανάλογες γιορτές προς τιμήν του Διονύσου γιόρταζαν πολλοί δήμοι της Αττικής και
η γιορτή της Αθήνας είχε στη λατρεία ως πρότυπο τις γιορτές αυτές των δήμων. Η
διάκριση ανάμεσα σε Διονύσια εν άστει
και σε αγροτικά Διονύσια άρχισε να
γίνεται από τη στιγμή που διοργανώθηκαν τα αθηναϊκά και ξεπέρασαν σε μεγαλείο
όλα τα άλλα. Την ευθύνη της διοργάνωσης την είχε, όπως μαθαίνουμε από τον
Αριστοτέλη, ο επώνυμος άρχων,
πληροφορία ενδεικτική της όψιμης εισαγωγής της γιορτής, εφόσον στις αρχαίες
γιορτές των Ιώνων το ρόλο αυτό τον έπαιζε ο θρησκευτικός αξιωματούχος, ο βασιλεύς.
Σύμφωνα
με την παράδοση, τη λατρεία εισήγαγε στην Αθήνα ο Πήγασος, ο ιερέας του Διονύσου στις Ελευθερές, φέρνοντας από εκεί
το άγαλμα του θεού. Αυτό το ξύλινο αρχαιότροπο άγαλμα το φύλαγαν οι Αθηναίοι σε
ναΐσκο που ανήγηραν μέσα στο ιερό του θεού, στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης,
εκεί όπου αργότερα ίδρυσαν και το διονυσιακό
θέατρο. Το τέμενος άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα, ή λίγο αργότερα, του 6ου
αι, π.Χ. Ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αι. μ. Χ., είδε μέσα σ’ αυτό
δυο ναούς, τον παλαιό με το «αρχαίον
ξόανον» του θεού, και ένα νεώτερο, που στέγαζε το χρυσελεφάντινο λατρευτικό
άγαλμα του θεού, έργο του γλύπτη Αλκαμένη, του περίφημου μαθητή του Φειδία.
Χάρη σε ένα απόσπασμα της Αντιόπης,
της ευριπίδειας τραγωδίας που εκτυλίσσεται στις Ελευθερές, σχηματίζουμε μια
ιδέα της μορφής του αγάλματος: «Στύλον
θεού» το ονομάζει ο ποιητής, ο θεός δηλαδή παριστανόταν, όπως και στη Θήβα,
ως ένας στύλος, ένας πάσσαλος, στον οποίο αργότερα πρόσθεταν ενδύματα και
προσωπείο.
Η έλευση του θεού
Η
σειρά των εκδηλώσεων της γιορτής, που περιελάμβανε, εκτός από τα τελετουργικά
δρώμενα, και αγώνες, δεν μπορεί να οριστεί με μεγάλη βεβαιότητα. Είναι όμως
λογικό ότι προηγούνταν οι πράξεις που είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα. Ως προς τη
λατρεία λοιπόν, έπρεπε να προηγηθεί η επανάληψη της έλευσης του θεού από τις
Ελευθερές. Για το λόγο αυτό, κάθε χρόνο μετέφεραν προηγουμένως το ξόανο σε ένα
μικρό ναό στη περιοχή της Ακαδήμειας, που βρισκόταν επάνω στο δρόμο από τις
Ελευθερές, και το τοποθετούσαν κοντά στην εσχάρα, τον υπόγειο βωμό του θεού.
Ακολουθούσε ην λεγομένη «εισαγωγή από της
εσχάρας», δηλαδή η επαναφορά του αγάλματος τελετουργικά από τους εφήβους,
υπό το φως των δαδών, πίσω στο θέατρο, σε ανάμνηση της πρώτης μεταφοράς του από
τις Ελευθερές.
Με τα
Διονύσια συνδέθηκαν επίσης τα Ασκληπιεία,
που περιελάμβαναν θυσία προς τιμή του Ασκληπιού, έπειτα βέβαια από την εισαγωγή
της λατρείας του θεραπευτή θεού στην Αθήνα, το 420 π. Χ. Στον ορισμό της ημέρας
της θυσίας, μια ημέρα πριν από τα Διονύσια, όπως και στην επιλογή της θέσης του
Ασκληπιείου, ακριβώς δίπλα στο τέμενος του Διονύσου, πρέπει να έπαιξε κάποιο
ρόλο ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής, που δέχτηκε τον θεό στην Αθήνα και γι’ αυτό
του δόθηκε η προσωνυμία «Δεξίων». Όσον αφορά τώρα στους αγώνες, έπρεπε να
προηγηθεί ο προαγών, «…επίδειξις ων
μέλλουσι δραμάτων αγωνίζεσθαι εν τω θεάτρω (…) εισίασι δε δίχα προσώπων οι
υποκριταί γυμνοί» (σχόλιο στον Αισχίνη, Κατά
Κτησιφώντος 67), γινόταν δηλαδή παρουσίαση από τον ποιητή των θεμάτων των
δραμάτων του και των υποκριτών (ηθοποιών) χωρίς θεατρικά κουστούμια και
προσωπεία. Για τη θυσία στον Ασκληπιό και τον προαγώνα γνωρίζουμε ότι γινόταν
στις 8 Ελαφηβολιώνος. Οι άλλες προκαταρκτικές εκδηλώσεις υποθέτουμε ότι
μοιράζονταν μέσα στην ίδια και την επόμενη μέρα.
Για τη
γιορτή μαρτυρείται και μια πομπή, που τελούνταν μάλλον στις 10 του μήνα, είχε
άγνωστη για μας πορεία και κατέληγε σε θυσίες στο τέμενος του Διονύσου. Οι
πιστοί έφερναν τις προσφορές τους προς το θεό, ενώ το έμβλημα τη πομπής ήταν ο
φαλλός, όπως και στα αγροτικά Διονύσια,
στοιχείο ενδεικτικό της καταγωγής της αστικής γιορτής. Εκτός από τα πολυάριθμα
ζώα της θυσίας, στην πομπή μεταφέρονταν και πολλές αναίμακτες προσφορές από
άνδρες και γυναίκες. Νέες κοπέλες ευγενικής καταγωγής κρατούσαν χρυσά κάνιστρα
με τις απαρχές, τους πρώτους καρπούς.
Εκτός από τους κανηφόρους συμμετείχαν και οβελιαφόροι, δηλαδή άνδρες που ανά
δυο μετέφεραν στους ώμους τους οβελίες
άρτους, δηλαδή μακρόστενα καρβέλια. Οι Αθηναίοι πολίτες έπαιρναν μέρος ως
ασκοφόροι και οι μέτοχοι ως σκαφηφόροι. Την πομπή ακολουθούσαν και οι χορηγοί
των αγώνων ντυμένοι με φανταχτερά ενδύματα. Ο Αλκιβιάδης, γράφει ο Αθήναιος,
όταν ήταν χορηγός, έπαιρνε μέρος στην πομπή ντυμένος στην πορφύρα και, καθώς
έμπαινε στο θέατρο, προκαλούσε με την εντυπωσιακή του εμφάνιση τον θαυμασμό όχι
μόνο των ανδρών αλλά και των γυναικών.
Η γιορτή
περιελάμβανε επίσης διθυραμβικούς και δραματικούς αγώνες, τις δαπάνες των
οποίων επωμίζονταν πλούσιοι Αθηναίοι πολίτες, σύμφωνα με το θεσμό της χορηγίας.
Οι διθυραμβικοί αγώνες διεξάγονταν πριν από τους δραματικούς, μεταξύ δέκα χορών
ανδρών και δέκα χορών παίδων που έστελναν οι δέκα φυλές. Ο διθύραμβος ήταν ένα
τραγούδι με μυθικό αφηγηματικό περιεχόμενο, που ψαλλόταν από ανδρικό χορό και η
σύνδεσή του με το Διόνυσο μαρτυρείται ήδη από τον 7ο αι. π. Χ. : «ως Διώνυσοι’ άνακτος καλόν εξάρξαι μέλος
οίδα διθύραμβον…» (Αρχίλοχος. Απόσπ. 77d) επινοημένο από τον Αρίωνα στην
Κόρινθο, καθιερώθηκε και αναμορφώθηκε στην Αθήνα στα χρόνια των Πεισιστρατιδών.
Για πρώτη φορά διθυραμβικοί αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια μαρτυρούνται το 509/508
π. Χ. Το ποιητικό αυτό είδος πέρασε από διάφορα στάδια. Την τάση των διθυραμβοποιών
της εποχής του να υποτάσσουν τον λόγο στη μουσική του αυλού σατίρισε ο
Αριστοφάνης ονομάζοντάς τους «ασματοκάμπτας»
Ο χορηγός
του οποίου ο χορός νικούσε, έπρεπε να αναθέσει στον θεό το έπαθλο που έπαιρνε από
την πολιτεία, δηλαδή έναν τρίποδα. Οι τρίποδες στηρίζονταν κατά κανόνα δεξιά
και αριστερά της ομώνυμης οδού των Τριπόδων. Μια ιδέα για την εικόνα που παρουσίαζε
αυτός ο δρόμος δίνει το μοναδικό ακόμη όρθιο στη θέση του χορηγικό μνημείο που
ανήγειρε επί άρχοντος Ευαινέτου (335/4 π. Χ.) ο Λυσικράτης, όταν νίκησε ως χορηγός
ενός χορού παίδων της Ακαμαντίδος φυλής.
Η γένεση του δράματος
Με
τα Διονύσια συνδέεται η πρώτη εμφάνιση των δραματικών αγώνων. Από τις 11 έως 14
του μήνα δίνονταν οι παραστάσεις. Διαγωνίζονταν τρεις τραγικοί ποιητές με μία
τετραλογία και πέντε κωμικοί με μία κωμωδία
ο
καθένας. Οι πέντε κωμωδίες παίζονταν κατά τη διάρκεια της πρώτης μέρας των
δραματικών αγώνων, ενώ οι τραγωδίες και τα σατυρικά δράματα κατά τις επόμενες
τρεις μέρες. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ο αριθμός των κωμωδιών
μειώθηκε από πέντε σε τρεις, γεγονός που είχε ως συνέπεια ανάλογη μείωση και
των ημερών των παραστάσεων, καθώς οι κωμωδίες παίζονταν από μια μετά το πέρας
των άλλων δραμάτων.
Η γένεση
και τα πρώτα βήματα στην εξέλιξη του δράματος αποτελούν προβλήματα που ζητούν
ακόμη την επίλυσή τους, καθώς υπάρχει ένα κενό στην πληροφόρησή μας για το
καίριο διάστημα ανάμεσα στην πρώτη επίσημη παράσταση δράματος με νικητή τον
Θέσπι, το 535/4 π. Χ., μετά στη διδασκαλία, το 472 π. Χ., των Περσών του Αισχύλου, του πρώτου ακέραια
σωζόμενου δράματος. Ενώ στον Αισχύλο υπήρχε θεματική ενότητα στα τέσσερα
δράματα μιας τετραλογίας, ο Σοφοκλής εισήγαγε την ανάπτυξη των ανεξάρτητων
θεματικά δραμάτων. Το τέταρτο έργο των τραγικών ποιητών ήταν ένα σατυρικό
δράμα, την εισαγωγή του οποίου στα Μεγάλα
Διονύσια αποδίδει η παράδοση στον Πρατίνα από την Φλειούντα την τελευταία
δεκαετία του 6ου αι. π. Χ. Το είδος αυτό χάριζε στη γιορτή κάτι από
την αλλοτινή της διονυσιακή ατμόσφαιρα: χάρη στην αφέλεια ή τον αχαλίνωτο
ερωτισμό των ακολούθων του Διονύσου σατύρων, που αποτελούσαν τον χορό του
δράματος, εξασφαλιζόταν ένα κλίμα κεφιού και χαράς που χαλάρωνε τους θεατές
μετά την παρακολούθηση των τριών τραγωδιών. Η κωμωδία, απότοκη των φαλλικών
γονιμικών ασμάτων κατά τον Αριστοτέλη, ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα των Μεγάλων
Διονυσίων το 486 π. Χ., με πρώτο νικητή τον ποιητή Χιονίδη.
Μετά τη
λήξη των παραστάσεων ακολουθούσε η ανάδειξη των νικητών με μια πολύπλοκη
διαδικασία, στην προσπάθεια των Αθηναίων να εξασφαλίσουν αντικειμενική κρίση.
Οι δέκα κριτές, που κληρώνονταν ένας από κάθε φυλή, έδιναν όρκο αμεροληψίας και
στο τέλος του αγώνα έγραφε ο καθένας τις προτιμήσεις του σε πινακίδιο. Τα δέκα
πινακίδια έμπαιναν σε υδρία, από την οποία ο άρχων ανέσυρε τα πέντε, και από τα
αναγραφόμενα ονόματα καθοριζόταν το αποτέλεσμα του αγώνα. Το όνομα του νικητή
ποιητή ανακοίνωνε στο θέατρο ο κήρυκας και ακολουθούσε η στεφάνωσή του από τον
άρχοντα.
Ο
εορτασμός ολοκληρωνόταν με συγκέντρωση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο. Σε
αυτήν γινόταν ο απολογισμός της γιορτής και οι πολίτες έκριναν την επιτυχία των
εκδηλώσεων και τη συμβολή των υπευθύνων σ’ αυτήν, κυρίως του επώνυμου άρχοντα.
Εκεί διατύπωναν τα παράπονά τους και τις «προσβολές»
δηλαδή τις καταγγελίες τους για έκτροπα ή παρατυπίες που έπεσαν στην αντίληψή
τους κατά τη διάρκεια της γιορτής. Η αναγνώριση της επιτυχίας της διοργάνωσης
συνοδευόταν με την απονομή στεφάνου προς τον άρχοντα.
Για μια
ακόμη χρονιά η μεγάλη γιορτή των Διονυσίων είχε φθάσει στο τέλος της. Οι
νικητές γιόρταζαν τη νίκη τους και οι θεατές ξαναγύριζαν στην καθημερινότητά
τους, φορτισμένοι από τις εικόνες και τα βιώματα δεκαεπτά δραμάτων. Η πλούσια
θεατρική εμπειρία που αποκόμισαν μέσα σε ελάχιστες ημέρες θα έτρεφε τις
συζητήσεις τους για αρκετό καιρό, μέχρι την επόμενη μεγάλη γιορτή.
Βιβλιογραφία
L. Deubner, «Attische Feste» (1932).
H. W. Parke, «Festivals of the Athenians» (1977).
E. Simon, «Festivals
of Attica. An Archaeological Commentary»
(1983).
A. Pickard-Cambridge, «The Dramatic Festivals of
Athens» (β’ έκδοση αναθ. από τους J. Gould και D. M. Lewis, 1968).
ΠΗΓΗ:
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες Κυριακή 4 Μαρτίου 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου