μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013


Κατά  μήνας Γαμηλιώνα και Ανθεστηριώνα…

Της ΜΑΡΩΣ Κ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Επικ. Καθηγ. Πανεπιστημίου Αθηνών


Στην αρχαία Αθήνα εορτάζονταν στις 27 του Γαμηλιώνος, προς τιμήν του Διός Τελείου και της Ήρας, τα Θεογάμια, τα οποία ο Deubner είχε ταυτοποιήσει με τα γαμήλια, απ’ όπου και το όνομα του μηνός. Θυσίαζαν επίσης στην Κουροτρόφο και τον Ποσειδώνα. Η εορτή ετελείτο «τετράδι φθίνοντος» (ή άλλως «τετράδι μετ’ εικάδας»). Η ημέρα αυτή δεν είναι η 24η του μηνός, αλλά η 27η, διότι μετά την εικοστή (εικάς) οι Αθηναίοι μετρούσαν τις ημέρες αντιστρόφως, αρχίζοντας δηλαδή από το τέλος του μηνός.


Ανθεστήρια

Ο έβδομος μήνας του αττικού ημερολογίου έλαβε το όνομά του από τα ανθεστήρια προς τιμήν του Διονύσου, τα οποία διαρκούσαν τρεις ημέρες, τις 11, 12, και 13 του μηνός. Κατά τον Αρποκρατίωνα «Ανθεστήρια μεν καλείσθαι κοινώς την όλην εορτήν Διονύσωι αγομένην, κατά μέρος δε Πιθοίγια, Χόας, Χύτρους».
Η πρώτη ημέρα της εορτής ονομαζόταν Πιθοίγια, διότι τότε άνοιγαν τους πίθους –οι αρχαίοι δεν χρησιμοποιούσαν βαρέλια- με το νέο οίνο, όπως μαρτυρεί ο Πλούταρχος: «του νέου οίνου Αθήνησι μεν ενδεκάτηι μηνός (Ανθεστηρίωνος) κατάρχονται, Πιθοίγια την ημέραν καλούντες». Δείγματα οίνων μεταφέρονταν στο ιερό του «εν Λίμναις» Διονύσου για την τέλεση των αρχαιοτέρων Διονυσίων κατά τη δεύτερη ημέρα της εορτής, τις Χόες, όπως αναφέρει ο Θουκιδίδης (Β 15.4): «το <του> εν Λίμναις Διονύσου [ιερόν], ωι τα αρχαιότερα Διονύσια [τηι δωδεκάτηι] ποιείται εν μηνί Ανθεστηριώνι, ώσπερ και οι απ’ Αθηναίων Ίωνες έτι και νυν νομίζουσιν». Το ιερό αυτό βρισκόταν σε ελώδη περιοχή μάλλον στη νότια πλευρά της ακροπόλεως, και άνοιγε μόνον μια φορά τον χρόνο, στις 12 του Ανθεστηριώνος.
Αφού παρέδιδαν τα δείγματα των οίνων στο ιερό για να αναμιχθούν με ύδωρ, προσέφεραν τον πρώτο «κεκραμένο οίνο», το πρώτο «κρασί», στον Διόνυσο, ο οποίος δίδαξε τους ανθρώπους τη σωστή «κράσιν οίνου». Κατόπιν προσέφεραν σπονδές, ευχόμενοι, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, «αβλαβή και σωτήριον αυτοίς του φαρμάκου την χρήσιν γενέσθαι» και άρχιζαν γενναία οινοποσία.
Η χρήση της λέξεως «φάρμακον» εν συνδυασμώ με τα επίθετα «αβλαβή» και «σωτήριον» αναφέρεται μεν στη μαγικοθρησκευτική φόρτιση του οίνου με θεία δύναμη για την ιερουργική μετάληψη των απαρχών του, επιδέχεται όμως και την επιστημονική ερμηνεία. Ως γνωστόν, οι οίνοι εχρησιμοποιούντο ευρέως στην αρχαία ιατρική λόγω των αντισηπτικών και θεραπευτικών ιδιοτήτων τους. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο φιλόσοφος Ξενοφάνης («ουδέ κεν εν κύλικι πρότερον κεράσειέ τις οίνον εγχέας, αλλ’ ύδωρ και καθύπερθε μέθυ» - ούτε στην κούπα πρώτα κρασί χύνοντας κανείς να ανακατεύει, αλλά νερό και στο νερό πάνω κρασί»), στα συμπόσια το σωστό ήταν να προστίθεται ο οίνος στο ύδωρ της κούπας και όχι το αντίστροφο, Επομένως, ο οίνος προστίθετο ως «φάρμακο» στο νερό για να το καταστήσει πόσιμο, δηλαδή αβλαβές για την υγεία, όπως επισημαίνει η Σ. Κουράκου – Δραγώνα (Κρατήρ μεστός ευφροσύνης, σ. 78-79). Υπό αυτή την έννοια εξηγείται επιστημονικά γιατί ο Διόνυσος καλείται «υγιάτης» και «ιατρός».


Χόες


Η δεύτερη μέρα των Ανθεστηρίων, οι Χόες, ήταν η επισημότερη του τριημέρου. Ονομάσθηκε έτσι από το «χους» (οινοχόη) –μέτρο χωρητικότητος υγρών ίσο με 12 «κοτύλες» (κύπελα)- με την οποία έπιναν τον οίνο. Αντίγραφά τους σε μικρό μέγεθος και με κατάλληλες για παιδιά παραστάσεις δωρίζονταν στα τρίχρονα παιδιά, που συμμετείχαν στην εορτή στεφανωμένα με άνθη, εν όψει της εγγραφής τους στους καταλόγους των φατριών κατά την εορτή των Απατουρίων το φθινόπωρο. Την ίδια ημέρα έδιναν και τον ετήσιο μισθό στους δασκάλους, συνοδεύοντας με δώρα.
Σε αγγειογραφίες εικονίζεται πομπή με τον Διόνυσο μέσα σε τροχοφόρο πλοίο, δηλωτικό ότι ο θεός φθάνει στην πόλη δια θαλάσσης. Πρόκειται πιθανότατα για παλαιά ιωνική παράδοση, αφού οι Ίωνες συνέδεαν τον Διόνυσο με τη θάλασσα και τη ναυτιλία. Κάποιος υποδυόταν τον Διόνυσο και άλλοι τους συνοδούς του σατύρους, που έπαιζαν «δίαυλο» (διπλόν αυλό). Στην πομπή συμμετείχαν οι νέες και οι νέοι με τα ζώα για τη θυσία. Μάλιστα, οι επωχούμενοι συνήθιζαν τις «εξ αμαξών λοιδορίες» προς όσους συναντούσαν καθ’ οδόν.
Ο άρχων-βασιλεύς όριζε δεκατέσσερις γυναίκες, συνήθως συζύγους διακεκριμένων πολιτών, οι οποίες ονομάζονταν «γεραραί» (σεβαστές) για βοηθήσουν τη «βασίλιννα», τη σύζυγό του, στην τέλεση των ιεροπραξιών μέσα στο ιερό, μπροστά στους ισάριθμους βωμούς του Διονύσου. Προηγουμένως οι γεραρές ορκίζονταν από τη βασιλίννα και τον Ιεροκήρυκα των Ελευσινίων Μυστηρίων επάνω στα κάνιστρα με τα ιερά αντικείμενα, ότι ζουν αγνά και είναι καθαρές από ανδρός συνουσίας, που σημαίνει ότι της εορτής προηγείτο μια περίοδος –άγνωστο πόσης διάρκειας- αποχής από σεξουαλικές πράξεις. Κατόπιν ξεκινούσε ένας κώμος, μια πομπή στο μέσον της οποίας ήταν ο Διόνυσος και η βασιλίννα, που τους οδηγούσε στο «Βουκολείον», κτίριο δίπλα στο Πρυτανείο στην Αγορά των Αθηνών, όπου είχε ετοιμασθεί η κλίνη για τον γάμο τους. Η «ιερογαμία» συνεπαγόταν σαρκική ένωση της βασιλίννας με τον υποδυόμενο τον θεό, ο οποίος σίγουρα ήταν ο σύζυγός της άρχων-βασιλιάς, που προΐστατο όλων των θρησκευτικών τελετών. Γι’ αυτό έπρεπε η βασιλίννα να είναι παρθένος προ του γάμου της με τον άρχοντα-βασιλέα.
Στα κατ’ οίκον συμπόσια, πολύ διαφορετικά από αυτά που γνωρίζουμε με τις διασκεδάσεις, ο οικοδεσπότης προσέφερε μόνον άνθη, αρώματα και επιδόρπια, ενώ οι καλεσμένοι έφεραν μαζί τους όχι μόνο την τροφή, αλλά και τον οίνο τους μαζί με την «χουν» τους για την πόση του. Το συμπόσιο κυλούσε «σιωπηλά» εκ μέρους όλων. Το τυπικό αυτό επέβαλε ο βασιλεύς των Αθηνών όταν ο Ορέστης κατέφυγε στην πόλη για να δικαστεί από τον Άρειο Πάγο, ώστε ούτε να παραβιασθούν τα ιερά έθιμα της φιλοξενίας ούτε να μιανθούν οι Αθηναίοι από το άγος του μητροκτόνου, πίνοντας και συνομιλώντας μαζί του. Σιωπηλό φαγοπότι δεν σήμαινε βεβαίως και μικρή κατανάλωση οίνου. Στους ιδιωτικούς αγώνες ταχυποσίας τα έπαθλα για όποιον έπινε ταχύτερα το περιεχόμενο της οινοχόης του – και μάλιστα επάνω σε φουσκωμένο ασκί αλειμμένο με λάδι, όπως στα ασκώλια- ήταν γλυκά και στεφάνι. Στον δημόσιο αγώνα που γινόταν στο Θεσμοθετείο, ο νικητής βραβευόταν με ένα ασκί κρασί από τον άρχοντα-βασιλέα. Μετά τη δύση του ηλίου, οπότε άρχιζε η Τρίτη ημέρα της εορτής, επέστρεφαν οι εορτάζοντες μεθυσμένοι στο ιερό του Διονύσου για να παραδώσουν τα στεφάνια του συμποσίου και τις χόες τους στην ιέρεια και να προσφέρουν σπονδές με το υπόλοιπο του κρασιού τους. Ο χορός των Βατράχων του Αριστοφάνους αποκαλεί «κρεπαλόκωμο» (περιφερόμενο σε κατάσταση μέθης) τον εορτάζοντα όχλο που περνά από το τέμενος του Διονύσου της ελώδους περιοχής τους, τις «Λίμνες», την αγία ημέρα των Χυτρών (217 κ.ε.): «Διόνυσον εν/ Λίμναισιν ιαχήσαμεν,/ πνίχ’ ο κρεπαλόκωμος / τοις ιεροίσι Χύτροισι / χωρεί κατ’ εμόν τέμενος λαών όχλος».
Στα έθιμα των Χοών συγκαταλέγεται και η Αιώρα, προς τιμήν της Ηριγόνης της κόρης του Ικάριου, που κρεμάστηκε όταν βρήκε τον πατέρα της σκοτωμένο από τους κατοίκους που νόμισαν ότι το κρασί του ήταν φαρμάκι. Καταράστηκε τα κορίτσια της Αττικής να έχουν την τύχη της, γι’ αυτό και αυτά κρεμιόνταν. Το κακό έπαψε όταν κατά το χρησμό του Μαντείου των Δελφών καθιερώθηκε η εορτή της Αιώρας: τα κορίτσια κουνούσαν κούκλες κρεμασμένες σε δένδρα, κουνιόνταν και οι ίδιες σε αιώρες, και τραγουδούσαν την «αλήτιδα», όνομα της περιπλανώμενης Ηριγόνης –πιθανότατα ανοιξιάτικης θεότητας, όπως μαρτυρεί το όνομά της- και της εορτής της.

Χύτροι

Η Τρίτη ημέρα της εορτής, οι Χύτροι, ήταν αφιερωμένη αποκλειστικά στους νεκρούς. Έβραζαν πανσπερμία μέσα σε μεγάλες πήλινες χύτρες –απ’ όπου και το όνομα της εορτής- για προσφορά στον χθόνιο Ερμή εκ μέρους των νεκρών. Με την ανάκληση των ψυχών στον επάνω κόσμο την ημέρα των Πιθοιγίων, τα πνεύματα ιδιαιτέρως τα κακά, οι Κήρες εισχωρούσαν παντού. Την ημέρα των Χοών γινόταν εκ μέρους της πολιτείας επίσημη προσφορά με σιτάλευρο, μέλι και νερό, τα οποία έχυναν στο χάσμα της γης κοντά στο Ολυμπείο υπέρ των ψυχών των θανόντων στον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος (Παυσαν., Ι, 18, 7 Σούδα, Υδροφόρια). Επειδή η ημέρα των Χυτρών θεωρείτο «μιαρά και αποφράς» όλοι ελάμβαναν τα κατάλληλα αποτροπαϊκά μέτρα: έχριαν τις εισόδους των κατοικιών τους με πίσσα και μασούσαν ράμνο. Όταν βράδιαζε, οπότε κατά την αρχαία παράδοση, άρχιζε η νέα ημέρα, έδιωχναν τις  ψυχές φωνάζοντάς τους «Θύραζε, κήρες, ουκετ΄ Ανθεστήρια», δηλαδή να φύγουν από τις πόρτες, τελείωσαν πιά τα Ανθεστήρια.
Η προσφορά πανσπερμίας προς τους αρχαίους νεκρούς και τον συνοδό τους, τον ψυχοπομπό χθόνιο Ερμή, βρίσκει τι νεοελληνικό παράλληλό της στα κόλλυβα των ψυχοσάββατών μας, αγιασμένη προσφορά υπέρ των ψυχών των θανόντων. Όμως η ανάκληση των πνευμάτων στον επάνω κόσμο και οι σχετικές προφυλάξεις των ζώντων, μαζί με τις εορταστικές εμφανίσεις των παιδιών και τη μισθοδοσία των δασκάλων, υποδηλώνουν έθιμα ευετηριακά καλοχρονιάτικα. Αρκεί να σκεφθούμε τα δικά μας αποτροπαϊκά έθιμα για τους καλλικατζάρους του Δωδεκαημέρου. Αν πράγματι πρόκειται για ευετηριακά δρώμενα, ίσως σε πολύ αρχαιότερη εποχή το αθηναϊκό έτος να άρχιζε περί την άνοιξη.


Μυστήρια εν Αγραις

Τα Μυστήρια «εν Αγραις», τελούμενα το μήνα Ανθεστηρίωνα, ονομάζονταν και Μικρά Μυστήρια, όπως συνάγεται από τον Πλούταρχο: «…αλλά τα μικρά του Ανθεστηρίωνος ετελούντο, τα δε μεγάλα του Βοηδρομιώνος». Η επισήμανση πολλών κοινώ στοιχείων της εορτής με τη λατρεία του Διός Μειλιχίου υποδηλώνει μια συσχέτιση των μυστηρίων εν Αγραις με τα Διάσια, την εορτή του Διός Μειλιχίου στις 23 Ανθεστηριώνος. Τα μικρά μυστήρια ίσως διαρκούσαν μερικές ημέρες, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσες και ποιες ακριβώς. Όμως η απουσία στοιχείων για σύγκλιση της εκκλησίας του δήμου ή της Βουλής στο διάστημα μεταξύ 20-26 Ανθεστηριώνος ενισχύει την άποψη ότι τα μυστήρια εν Αγραις τελούνταν μέσα σε αυτό το διάστημα.
Η μύηση και η συμμετοχή σε αυτά αποτελούσαν προϋπόθεση για τη μύηση και τη συμμετοχή στα Ελευσίνια Μυστήρια’ ίσχυε και γι’ αυτά ο ίδιος νόμος σιωπής. Κατά μια παράδοση η καθιδρυσή τους έγινε για να μπορέσει να μυηθεί ο Ηρακλής, ο οποίος ως ξένος δεν μπορούσε να γίνει δεκτός στην Ελευσίνα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Jon D. Mikalson. “The sacred and civil calendar of the Athenian year”, Princeton U. P., 1975.
H. W. Parke, “Festivals of the Athenians”, εκδ. Thames and Hudson, 1977
Π. Λεκατσά, «Διόνυσος», Εκδ. Σχολή Μωραΐτη, Ψυχικό 1971.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. Γ2, σς. 254-256.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα H KAΘHMEPINH ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, KYPIAKH 4 ΦEBPOYAPΙΟΥ 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου