μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013


Ο οίνος ως συστατικό στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού και προϋπόθεση ελευθερίας

Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Δεν υπάρχει, πλέον, καμία ιστορική αμφιβολία. Η Μεσόγειος, με επίκεντρο την Ελλάδα και την Ιωνία, υπήρξε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Και επειδή ο πολιτισμός αυτός είναι οικουμενικός, μπορούμε να πούμε ότι η Λεκάνη της Μεσογείου είναι η μήτρα του σημερινού κόσμου.
Στα παράλια της Μεσογείου, ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο Ιπποκράτης ο Κώος, ο Ευκλείδης της Αλεξανδρείας,ο Αρχιμήδης ο Συρακούσιος και ο Περικλής ο Αθηναίος οικοδόμησαν, κατά τρόπον εκπληκτικό, μία «μοναδική και αόρατη αυτοκρατορία, το μεγαλείο της οποίας διαρκεί ακόμα, χωρίς καμίαν απολύτως παρακμή, και φθάνει μέχρι όλους εμάς». Αυτά τονίζει ο γνωστός Γάλλος ιστορικός και φιλόσοφος, Μισέλ Σερ, προσθέτοντας ότι η Μεσόγειος - και μαζί της η Ελλάδα - έδωσαν ένα ιστορικό παρών εντόνως πολυεδρικό και εξαιρετικά ασύνηθες ως προς την υφή και την ποιότητά του.
Υπό τη σκιά των ελαιοδένδρων ή, ακόμα, μέσα στα κάτασπρα σπίτια των ελληνικών νησιών, της Σικελίας, των πόλεων της Αιγύπτου, αναπτύχθηκαν κορυφαία πνευματικά φαινόμενα και μυστικές πηγές χαρισματικών εμπνεύσεων. Μία από τις τελευταίες είναι συνυφασμένη με την ανάδυση του ελληνισμού, δηλαδή ενός σημαντικού πνευματικού γεγονότος το οποίο, τότε, έφερε τη σφραγίδα της δωρεάς, του ανεπανάληπτου.
Ο Ελληνισμός, στην Αττική του 5ου π. Χ. αιώνα, ανεδείχθη ως τρόπος ύπαρξης. Τούτο σημαίνει ότι περιέχει το πνεύμα. Περιέχει τις εκφάνσεις της βιοτικής ύπαρξης των ανθρώπων. Αλλά δεν περιέχεται σε αυτά. Τα υπερβαίνει. Υπερβαίνει και το πνεύμα και τη βιοτική ύπαρξη των ανθρώπων, ως μία ανώτερη ενότητα, η οποία συνδιαλέγεται αενάως και διαλεκτικώς με την ενότητα που συνιστά η εξατομικευμένη ανθρώπινη ύπαρξη. Ωστόσο, η ενότητα την οποία συνιστά ο ελληνισμός δεν είναι καθόλου αφηρημένη. Αντιθέτως, γίνεται άμεσα, αυτόματα αντιληπτή και δίνει έντονο και διαυγές παρών μέσα στο περιβάλλον της : το ελληνικό περιβάλλον.
Η υφή του περιβάλλοντος αυτού προκύπτει από στοιχεία περιγράψιμα, επιδεχόμενα ανάλυση, αλλά και από στοιχεία άρρητο, μη περιγράψιμα, αλλά εντόνως εναργή. Με τον Ελληνισμό, ο άνθρωπος, για πρώτη φορά στην ιστορία του, επεμβαίνει αποφασιστικά στον κόσμο διά του ορθού λόγου, ο οποίος παρατίθεται στο μύθο. Μέσα σε αυτό το κλίμα συντελείται, για πρώτη φορά, μία παρθενογένεση: ο λόγος αντιδιαστέλλει εαυτόν από το μύθο, αγωνιζόμενος το αυτό άθλημα: την ερμηνεία της φύσης - δηλαδή, την ερμηνεία του κόσμου και των μεταβολών του -ακολουθώντας, ωστόσο, δικούς του δρόμους, δικούς του νόμους και δική του δυναμική. Η βάση αυτής της δυναμικής ήταν η εξής: Αναζητείται μία «πρώτη αρχή», από την οποία απορρέουν αναγκαίως πλείστα γεγονότα και, εν τέλει, το σύνολο των φαινομένων της φύσης. Τούτο σημαίνει ότι εγκαθίσταται μια σχέση αιτίου και αποτελέσματος, μια αιτιοκρατική σχέση. Έτσι, ο κόσμος δεν ερμηνεύεται πλέον μυθολογικά, κατά τρόπον άτακτο και, ενίοτε, ανακόλουθο, αλλά επιβάλλεται στον κόσμο αυτόν μια τάξη η οποία απορρέει από τις λογικές σχέσεις αιτίου (πρωταρχής) και αποτελέσματος (φαινομένου).
Ο Έλληνας, λοιπόν, συλλαμβάνει μια λογική αρχή, υποτάσσεται σε αυτήν, ώστε, δι' αυτής, να υποτάξει - δηλαδή, να ταξιθετίσει - τον κόσμο. Φυσικά, η «πρώτη αρχή» δεν ήταν για όλους η ίδια. Διαφέρει. Για τον Θαλή ήταν το «ένζωον ύδωρ», για τον Αναξίμανδρο το «άπειρον», για τον Αναξιμένη ο «αέρας», κ.λπ. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται αυτή η σκέψη ήδη παρουσιάζει σταθερά χαρακτηριστικά: τη μη αποδοχή της μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου, την αποδοχή μιας φυσικής «πρώτης αρχής» ως ουσίας του κόσμου, την υιοθεσία της αρχής αιτίου-αιτιατού για την εκτύλιξη της σκέψης και τη διαρκή και συνεπή συμμόρφωση προς την αρχή αυτή.
    Άρα, ο Έλληνας υπόταξε το χάος με το να δώσει έλλογη εκδοχή για τον κόσμο και τα φαινόμενά του, δηλαδή περί της φύσεως. Μια εκδοχή η οποία να έχει εσωτερική τάξη και συνέπεια στη δομή της. Η λογική της καθαρότητας διαφορίζει πλέον θεμελιακά την ατμόσφαιρα αυτής της εποχής. Τη διαφορίζει και από την προηγηθείσα εποχή της ποιητικής μυθολογικής κοσμογονίας, καθώς και από το δεισιδαιμονικό κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν και αναπτύχθηκαν πολιτισμοί της εποχής εκείνης.
Ποια ήταν η ποιοτική διαφορά του ελληνικού τρόπου ύπαρξης σε σχέση με τους αντίστοιχους άλλους εκείνης της εποχής; Η διαφορά αυτή δεν προέκυψε από το πλάτος των συμβατικών γνώσεων που διέθεταν οι Έλληνες ούτε από το βαθμό δυνατότητας που είχε ο άνθρωπος να επηρεάσει ή να τιθασσεύσει τις δυνάμεις της φύσης. Αυτά τα διέθεταν και άλλοι λαοί εκείνης της περιόδου. Η κύρια ποιοτική διαφορά του Ελληνισμού από τους άλλους τρόπους ύπαρξης ήταν εκείνη η ιδιάζουσα πνευματική ηρεμία κατά τη θεώρηση του κόσμου - ο αδέσμευτος από κάθε δεισιδαιμονία νους, ο οποίος απλώθηκε με ελευθερία, κάποτε δε και με ελευθεριότητα.
Στο πλαίσιο αυτής της πορείας του ελληνισμού, το κρασί έπαιξε μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη του πνεύματος και του στοχασμού. Το ίδιο ισχύει και για τα συμπόσια. Στους Έλληνες των αρχαίων πόλεων δεν άρεσε να δειπνούν μόνοι. Άρχισαν έτσι να οργανώνονται συνεστιάσεις, που με το χρόνο έγιναν κοινωνικός θεσμός συvυφασμένος με την ελεύθερη ιδεολογική συζήτηση, άρα με την ελευθερία της σκέψης, Όπως επισημαίνει και η επιφανή ς οινολόγος Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα, τα συμπόσια αποτελούνταν από δύο αυτοτελή μέρη: το δείπνο, το οποίο συνήθως ήταν σύντομο και αρκετά λιτό, και το ποτό. Επίσης, είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η κοινωνική βάση του συμποσίου ήταν συντροφιά ίσων εταίρων. Η συναναστροφή δεν βασιζόταν σε συγγένεια αίματος ή σε κοινωνική εξάρτηση, αλλά σε ισότητα και φιλία.
Τα συμπόσια εξελίχθηκαν έτσι σε πραγματική απόλαυση του κρασιού και σε συντροφική διασκέδαση, ανάλογα με το πώς αντιλαμβανόταν τη διασκέδαση η κάθε κοινωνική ομάδα. Διότι, μπορεί ο Πλάτωνας να κατακρίνει στον Πρωταγόρα αυτούς που δεν ήσαν ικανοί να ευθυμήσουν τραγουδώντας οι ίδιοι ή συζητώντας, και μπορεί ο Πλούταρχος να θεωρεί ότι «πρώτον δε πάντων τέτακται το περί του φιλοσοφείν παρά ποτόν», όμως στις ελληνικές πόλεις είχε γίνει μόδα η συνήθεια που είχε εισαχθεί στα συμπόσια της Ιωνίας, ήδη από τον 7ο αιώνα, κατ' απομίμηση των συμποσίων των Λυδών, να μετακαλούνται και να μισθώνονται μίμοι, θαυματοποιοί, γελωτοποιοί, χορευτές, προς τέρψιν των συνδαιτυμόνων- διότι, στο κρασί και στη συντροφικότητα, οι άνθρωποι αναζητούσαν την ευφορία και την ευθυμία.
Ταυτοχρόνως, μέσα από το ποτό ζητούσαν και μία ψυχική απελευθέρωση, έναν ψυχικό αναβαπτισμό, που μόνον το κρασί χαρίζει αφειδώς. Όποιος πίνει κρασί τέρπεται, κυριεύεται από μία πληθωρική ικανότητα διάκρισης απίθανων αποχρώσεων, ειδικά εκεί που δεν υπάρχουν, λες και έχει προστεθεί ακόμα ένας φλοιό ς στον εγκέφαλό του. Ο πότης κρασιού, όταν γεύεται το αγαπητό του ποτό νοιώθει τη χαρμόσυνη αίσθηση του ανθρώπου που κάποια αόρατα χέρια τον ελευθέρωσαν, άγνωστο από ποια δεσμά. Τον καταλαμβάνει μια ισχυρή διάθεση για λεπτότητες και γενναιοδωρίες, ξένες στην κατάσταση αυτών που δεν πίνουν. Η τσιγγουνιά έχει ελάχιστους πιστούς στο χώρο των καταναλωτών κρασιού. Το κρασί ξαναδίνει στο δειλό την τόλμη, στο χαμένο την ελπίδα, αφαιρεί τις εγκοπές από τη λαλιά του τραυλού και κάνει τον αέρα αιωρούμενο χρυσάφι. Το παρόν επιβάλλεται κατά κράτος. Παρελθόν και μέλλον φιλοξενούνται στο τώρα.
Μέσα στον πότη κρασιού εκμαίνεται ο Βάρδος, που έχει πάντα μεγαλύτερη έξαρση από το τάλαντο. Έτσι, ο πότης κρασιού ανασκευάζει το παρελθόν κατά βούληση. Συλλαμβάνει μεγάλες ιδέες. Τα πάντα πρέπει να περάσουν από το αφύλακτο τελωνείο του στόματος. Οι επιθυμίες του μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι με κλωστή. Σ τον πότη κρασιού υπάρχει μια μεταδοτική λαχτάρα για ανεξέλεγκτη ελευθερία, αλλά και για πρωτόγνωρη δημιουργία.
Στα συμπόσια γεννήθηκε η λυρική ποίηση, ειδικότερα δε το είδος εκείνο που καλείται συμποσιακή. Στους οινότευκτους στίχους της, ο «λuροπαίγνων», οιστρομανής και διθυραμβογενής» Διόνυσος είχε εξέχουσα θέση, αφού ήταν κοινός τόπος ότι η αρχική έμπνευση ερχόταν θεόθεν. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, ο θεσμός του ποτού - που ήταν το κύριο μέρος του συμποσίου - είχε πάρει έναν χαρακτήρα πνευματικότητας και κοινωνικότητας. Ο Πλάτωνας τον είχε εισαγάγει στην Ακαδημία, διότι πίστευε ότι το συμπόσιο, όταν διεξάγεται ορθώς, είναι μεγάλο σχολείο για τον χαρακτήρα. Διδάσκει στον άνθρωπο το μέγα καθήκον του άριστου πολίτη: Άρχειν τε και άρχεσθαι μετά δίκης. Του διδάσκει την ελεύθερη, την άνευ εξαναγκασμού υποταγή στους νόμους και είναι, μαζί, δοκιμασία της αυτοκυριαρχίας της ψυχής και «γυμνασία αιδούς».
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Πλάτωνας τοποθέτησε τους φιλοσοφικούς διαλόγους του για τον έρωτα στο πλαίσιο ενός συμποσίου. Τα πρόσωπα που παίρνουν μέρος στο πλατωνικό Συμπόσιο δεν είναι ποιητικά δημιουργήματα, είναι άνθρωποι παρμένοι μέσα από τη ζωή. Το γεγονός ότι οι συμπότες ήταν υπαρκτοί, δίνει μια ιδιαίτερη γοητεία στους διαλόγους.
Και ακόμη, όλες αυτές οι αναφορές στα έθιμα του συμποσίου που εισάγει ο Πλάτωνας κατά τη διήγηση με συντομία και διακριτικότητα, ζωντανεύουν την αίθουσα του ποτού, τους φιλοξενούμενους και τον οικοδεσπότη, τις μορφές, τους χαρακτήρες τους και τις συνήθειές τους, έτσι που ο αναγνώστης νιώθει σαν να παρευρίσκεται ο ίδιος σε ένα αληθινό συμπόσιο, ανάμεσα σε Αθηναίους του 5ου αιώνα.
Ωστόσο, πέρα από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, το κρασί, μολονότι προκαλεί τη μέθη των ανθρώπων, κρατούσε προνομιούχο ρόλο τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια. Κατά τον Όμηρο, ο οίνος εκφράζει συντροφική εγκαρδιότητα, ευτυχία, φιλική διάθεση απέναντι στο ναυαγό ή τον ταξιδευτή και, ως σπουδή ακόμα, αποτελεί σιωπηλή επίκληση του θείου. Όπως μάς λέει ο Όμηρος, κρασί δέχεται ο Οδυσσέας στο νησί των Φαιάκων, στο νησί της Καλυψούς, στο ταπεινό καλύβι του Εύμαιου. Αντιθέτως, στους φοβερούς τόπους όπου τον στέλνει η μοίρα του, όπως η χώρα των Λαιστρυγόνων, που θεωρούν εχθρό κάθε ξενόφερτο, ο Βασιλιάς της Ιθάκης φθάνει και φεύγει άοινος. Μόνον μια φορά το κρασί δεν θα υπηρετήσει την φιλία, στην περίπτωση του Κύκλωπα: τότε χρησιμοποιήθηκε για να μεθύσει ο Πολύφημος και έτσι να μπορέσει ο Οδυσσέας να ξεφύγει από τα χέρια του.
Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο από τη μελέτη της Ιστορίας, ότι το κρασί αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού, ο οποίος είναι και η κατ' εξοχήν έκφραση της ελευθερίας. Διότι, όπως επισημαίνει και ο καθηγητής Τάκης Τζαμαλίκος στο θαυμαστό βιβλίο του Ελλnvισμός και Αλλοτροίωσn, μέσα στο περιβάλλον όπου αναπτύχθηκε το ελληνικό Πνεύμα η ελευθερία δεν αποτέλεσε απλώς τάση του πνεύματος. Στην Αρχαία Ελλάδα, και στην Αττική ειδικότερα, μετουσιώθηκε και σε πράξη, δηλαδή σε κοινωνική δυναμική. Σε αυτή τη διαύγεια του περιβάλλοντος, το ανθρώπινο πρόσωπο φωτίζεται και αποκτά δική του, εντελώς ιδιαίτερη ταυτότητα. Τούτο είναι επόμενον, περίπου, διότι ο Ελληνισμός, ως διανοίγων απειρία προοπτικών, μεγιστοποιεί την ευθύνη του προσώπου. Η δε ευθύνη αποτελεί μια από τις κορυφαίες υπαρξιακές καταστάσεις του από τις κορυφαίες υπαρξιακές καταστάσεις του ανθρώπου, διότι, δι' αυτής, κατακτά την μοναδικότητά του. Όμως, στους Έλληνες της εποχής εκείνης, η ευθύνη δεν είναι εναγώνια, διότι υπάρχει η πρωτοκαθεδρία του λόγου που εξασφαλίζει την πνευματική ηρεμία.
Έτσι, η αίσθηση της ελευθερίας ως υπαρξιακό «φόντο» του ελληνικού τρόπου ύπαρξης εκδηλώνεται σε όλες τις εκφάνσεις του ελληνικού βίου. Ιδιαιτέρως δε μέσα από την τέχνη, η οποία δεν επεχείρησε να απεικονίσει τα εγκόσμια ώστε να παρέχει αισθητική απόλαυση. Πήγε πολύ πιο ψηλά. Επεδίωξε να δώσει όχι μόνον το Ωραίο, αλλά και το Αιώνιο. Και, από την άποψη αυτή, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η ελληνική τέχνη συνδέθηκε με τον οίνο που ευφραίνει τις καρδιές και αποτελεί συστατικό στοιχείο του Ελληνισμού, ενώ ο τελευταίος είναι η προϋπόθεση της ελευθερίας.
Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου, πέρα από τις απόψεις του Καθηγητή Τάκn Τζαμαλίκου, χρnσιμοποιήσαμε και σκέψεις του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργn, παρμένες από το θαυμάσιο βιβλίο του "Περί Μέθnς».


ΠΗΓΗ : Μηνιαία εφημερίδα Το αμπελοτόπι, Τεύχος 66, Μάιος-Ιούνιος 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου