Αλήθειες
και … πίκρες για τους οίνους Ονομασίας Προελεύσεως
Της Σταυρούλας Κουράκου -Δραγώνα
Ας αρχίσουμε από
τα αυτονόητα: ένας οίνος Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) δεν είναι κατ' ανάγκη ένας
οίνος της μόδας για όλες τις χρονικές περιόδους και όλες τις αγορές. Τα «γούστα»
αλλάζουν και διαφοροποιούνται. Ένας οίνος ΠΟΠ οφείλει να είναι πιστός στον
εαυτό του. Ανήκει σε μια ποικιλιακή οικογένεια (ασύρτικο, αγιωργίτικο, μοσχάτο
κ.ά.), οι οίνοι της οποίας παραλλάσσουν ποιοτικά ανάλογα με τις εδαφοκλιματικές
συνθήκες της αμπελουργικής εκμετάλλευσης εντός της οριοθετημένης ζώνης, καθώς
και από τις επιλογές του ανθρώπινου παράγοντα (αμπελουργού και οινοποιού).
Έτσι, όταν ο καταναλωτής επιθυμεί
ένα καλοκαιρινό βράδυ να συνοδεύσει το ψάρι του με έναν οίνο ποιότητας, δεν θα
διαλέξει, βέβαια, έναν οίνο ΠΟΠ Νεμέα, όσο και εάν εκτιμάει τα κρασιά της περιοχής
αυτής. Και κάποια βράδια δίπλα στο παραγώνι δεν θα ανοίξει μια φιάλη δροσερό μοσχοφίλερο
ΠΟΠ Μαντινεία.
Αυτό το μειονέκτημα δεν το έχουν οι
εκμεταλλεύσεις που τα κρασιά τους ανήκουν στην κατηγορία ΠΓΕ (Προστατευόμενη
Γεωγραφική Ένδειξη): δεν είναι οίνοι υποχρεωμένοι να υπάγονται σε μία ποικιλιακή
οικογένεια και να είναι «τυπικοί» του οικοσυστήματος. Κάτω από την ίδια γεωγραφική
ένδειξη, ο καταναλωτής μπορεί να βρει οίνους διαφόρων χρωμάτων, οσμών και
γεύσεων από πληθώρα γηγενών και ξένων ποικιλιών.
Ως εκ τούτου, οι αμπελουργικές
εκμεταλλεύσεις είναι ελεύθερες να επιλέξουν σε ποια κατηγορία θέλουν να ενταχθούν.
Επί παραδείγματι, αυτές που έχουν εγκατασταθεί στη ζώνη παραγωγής ΠΟΠ Νεμέα και
θέλουν να παράγουν οίνους με αυτό το τοπωνύμιο, οφείλουν να καλλιεργήσουν το
αγιωργίτικο, ποικιλία που βεβαιωμένα - από τα απογραφικά κατάστιχα της πρώτης
οθωμανικής κατάκτησης - καλλιεργείται συνεχώς στην περιοχή από τον 16ο αιώνα.
Και προφανώς από τους Βυζαντινούς χρόνους, γιατί δεν «ξεφύτρωσε» όταν οι
Τούρκοι κυρίεψαν την περιοχή, προϋπήρχε.
Όταν όμως τα οινοποιεία που βρίσκονται εντός της
οροθετημένης αυτής
ζώνης θέλουν να παράγουν και λευκούς οίνους από διάφορες ποικιλίες
αµπέλου
(ροδίτη, µαλαγουζιά, σαρντονέ κ.ά.), είναι ελεύθερα να το
πράξουν, αλλά δεν
μπορούν να τους εμπορευθούν µε το τοπωνύμιο Νεμέα,
περιοχή που είναι από
αιώνες γνωστή στην αγορά για την παραγωγή μονοποικιλιακών
ερυθρών οίνων.
Εξάλλου οι οίνοι αυτοί δεν θα είναι «τυπικοί» ενός οικοσυστήματος,
αφού κάθε
εκμετάλλευση θα καλλιεργήσει όποιες λευκές ποικιλίες
κρίνει ότι «τραβάει» η
αγορά. Οι οίνοι αυτοί ανήκουν στην κατηγορία ΠΓΕ Κόρινθος. Διαφορετικά θα
γίνει καπήλευση του τοπωνυμίου Νεμέα. Λυπάμαι βαθύτατα γιατί η πρόταση
έγινε από το συνεταιρισμό της περιοχής «ΑΜΠΕΛΟΤΟΠΙ», #74, σελ. 10).
γίνει καπήλευση του τοπωνυμίου Νεμέα. Λυπάμαι βαθύτατα γιατί η πρόταση
έγινε από το συνεταιρισμό της περιοχής «ΑΜΠΕΛΟΤΟΠΙ», #74, σελ. 10).
Ο αυθεντικός ΠΟΠ Σαντορίνη
Το ίδιο ισχύει για την ερυθρά ποικιλία μαυροτράγανο, για
τους οίνους της οποίας γίνεται εδώ και μερικούς μήνες δημοσιογραφικός θόρυβος,
ώστε να προλειανθεί το έδαφος εν όψει υποβολής αιτήματος παρείσφρησής του στην ΠΟΠ
Σαντορίνη, περιοχή όπου παράγονται
οι εκλεκτότεροι λευκοί οίνοι ΠΟΠ της Χώρας µας.
Στη Σαντορίνη, όπου ο αμπελώνας είναι μικρός και η
τουριστική ανάπτυξη τον καθιστά ολοένα και μικρότερο, κάθε σπιθαμή
αμπελουργικής γης πρέπει να διατεθεί στο ασύρτικο, την εκλεκτότερη λευκή
ποικιλία του μεσογειακού αμπελώνα, και πάντως όχι σε ερυθρές ξενικές ποικιλίες
που ήδη καλλιεργήθηκαν παράνομα από αμπελουργική εκμετάλλευση του νησιού,
προφανώς για να χρησιμεύσουν ως «δεκανίκι» στο μαυροτράγανο, που από µόνο του
δεν μπορεί να δώσει ερυθρούς οίνους αρεστούς στη σημερινή αγορά.
Και µια που ο λόγος για τον οίνο ΠΟΠ Σαντορίνη, η αρχική
νομοθετική διάταξη προέβλεπε την παραγωγή από τις ποικιλίες ασύρτικο, αθήρι και
αηδάνι, Μετά σαράντα χρόνια, αποδείχτηκε ότι η κυρίαρχη εκλεκτή ποικιλία είναι
το ασύρτικο και ότι ο λευκός ξηρός οίνος ΠΟΠ Σαντορίνη είναι μονοποικιλιακός.
Καιρός είναι να διαγραφούν οι δύο άλλες ποικιλίες, εκ των οποίων μάλιστα το
αθήρι δεν καλλιεργείται παρά σποραδικά στο νησί. Μπορούν όμως να μείνουν, εάν
δεν συντρέχουν λόγοι νομοθετικής ρύθμισης , για τους γλυκούς οίνους που, όπως
το Vinsanto, είναι ουσιαστικά πολυποικιλιακοί.
Αρχές αναγνώρισης
των ΠΟΠ
Πριν 40 χρόνια, για την αναγνώριση των πρώτων Ονομασιών
Προελεύσεως ίσχυαν τρεις βασικές αρχές:
1. Έπρεπε να υπάρχουν στην περιοχή αμπελουργικές
οικογένειες, ώστε να εξασφαλίζεται η διαιώνιση της γεωγραφικής καταγωγής ενός
οίνου Ονομασίας Προελεύσεως. Μια μεμονωμένη αμπελουργική εκμετάλλευση, όσο καλό
κρασί και εάν παράγει, δεν δικαιούται Ονομασίας Προέλευσης.
2. Η περιοχή έπρεπε να έχει συνεχή αμπελουργική παράδοση που να τεκμηριώνεται
από γραπτές πηγές και να έχει ιστορία και πολιτισμικό παρελθόν. Μια
αμπελουργική εκμετάλλευση που στήνεται σε µια περιοχή της επιλογής του
ιδιοκτήτη της, ο οποίος φυτεύει ποικιλίες αμπέλου της αρεσκείας του, επίσης
δεν δικαιούται Ονομασίας Προέλευσης.
3. Στην περιοχή έπρεπε να καλλιεργούνται µία- δυο γηγενείς ποικιλίες υψηλής ποιότητας και ο
οίνος να είναι εύφημα γνωστός στις τότε αγορές, έστω και εάν παραγόταν κατά
παραδοσιακό τρόπο. Το Ινστιτούτο Οίνου ήλεγχε, µε πειραματικές οινοποιήσεις ,
εάν οι ποικιλίες είχαν υψηλό ποιοτικό οινικό δυναμικό και εάν ο οίνος ήταν
εξελίξιμος µε εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογικών μεθόδων.
Μία µόνο Ονομασία Προελεύσεως αναγνωρίστηκε το 1981, εάν
δεν µε απατά η μνήμη µου, χωρίς να πληροί απολύτως καμία από αυτές τις αρχές: η
«Πλαγιές του Μελίτωνα». Η ευθύνη της εισήγησης µε βαραίνει απόλυτα και ήταν
επηρεασμένη από δύο παράγοντες:
1. Την προσφορά του Ομίλου Γιάννη Καρρά στην έρευνα. Με τα περιορισμένα
οικονομικά µας μέσα, ούτε ο αείμνηστος Βασίλης Λογοθέτης, Καθηγητής
Αμπελουργίας του ΑΠΘ, ούτε το Ινστιτούτο Οίνου, θα είχαμε ποτέ μπορέσει να
δημιουργήσουμε έναν αποδεικτικό αμπελώνα αυτού του μεγέθους, στο οποίον
καλλιεργήσαμε για πρώτη φορά έξω από τον περιορισμένο χώρο των νησιών τους, ποικιλίες όπως το ασύρτικο της
Σαντορίνης, το αθήρι της Ρόδου κ.ά. Και τότε έγιναν οι πρώτες εισαγωγές ξενικών
ποικιλιών στην Ελλάδα προς διερεύνηση της δυνατότητας καλλιέργειάς τους στη
Χώρα µας.
2. Στον ενθουσιασμό µας, λόγω της ποιότητας των
πειραματικών οίνων,
για πρώτη φορά πίναμε π.χ. µη οξειδωμένο ασύρτικο και
γενικά λευκούς οίνους
βορειοευρωπαϊκού τύπου. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τότε η διέξοδος των
Τοπικών
Οίνων. Εάν υπήρχε, η επωνυμία «Πλαγιές του Μελίτωνα» θα είχε προταθεί για
Τοπικός Οίνος, γιατί αποτελούσε αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας σημερινής
ΠΓΕ, στην οποία και πρέπει να καταταγεί διαγραφόμενη από τις ΠΟΠ. Εάν αυτή η
διόρθωση, του πριν 30 χρόνια λάθους δεν επέλθει, τότε όλες
σχεδόν οι ΠΓΕ
έχουν το δικαίωμα
να ζητήσουν την κατάταξή τους στις ΠΟΠ.
Ξενικές ποικιλίες στις ΠΟΠ
Οι θέσεις μου για τις ξενικές ποικιλίες –τις
«βελτιωτικές»- είναι γνωστές
επανειλημμένα δημοσιευμένες.
Προτάθηκε η καλλιέργειά τους σε περιοχές παρασκευής
«επιτραπέζιων»
οίνων κοινής κατανάλωσης προς εμπλουτισμό του
αμπελουργικού
δυναμικού τους για τη βελτίωση οίνων από ποικιλίες
αποδεδειγμένα δεύτερης
οινικής ποιότητας.Αλλά για τις ΠΟΠ; Και μόνον η ανάγκη
καλλιέργειας σε μια
ζώνη «βελτιωτικής» ποικιλίας, υποβαθμίζει τη γηγενή
ποικιλία από την οποία
παράγεται ο οίνος ΠΟΠ. Οι φωνές ξένων εμπειρογνωμόνων που μας
προτρέπουν να βασισθούμε στις γηγενείς ποικιλίες, συνεχώς
πληθαίνουν.
Αλλά και το κλίμα έχει αλλάξει. Ο παραγωγικός κόσμος
στρέφεται ολοένα
και περισσότερο στις ελληνικές ποικιλίες και μάλιστα
αναζητάει σπάνιες,
ξεχασμένες ποικιλίες, προς αναβίωση της οινικής παράδοσης
τοπικών κοινωνιών.
Και ξαφνικά ήρθε το Στρατηγικό Σχέδιο να µας εκπλήξει
ευχάριστα: τέσσερις «τοποποικιλίες» πρεσβευτές των «Νέων Οίνων της Ελλάδος» ή
µάλλον της «ελληνικής οινική ς αναγέννησης», γιατί µόνο νέοι δεν είναι οι
επιλεγέντες οίνοι, έχουν όλοι τους πολλών αιώνων ιστορικό και πολιτισμικό
υπόβαθρο, μόνον ότι «αναγεννήθηκαν χάρη στη σύγχρονη τεχνολογία. Κάτω από το
επίθετο «Νέοι» χάνεται η μακρόχρονη οινική παράδοση τικ; χώρας µας.
Αλλά ας είναι, άλλο θέμα µας ενδιαφέρει εν προκειμένω. Μια από
αυτές τις τοποποικιλίες είναι το δίδυμο ξινόμαυρο Νάουσα / Αµύνταιο. Φαντάζεται
εύκολα κανείς πόσο µε ξάφνιασε η πρόταση καλλιέργειας ξενικών ποικιλιών για να
«αρθεί ο στυφός χαρακτήρας του ΠΟΠ
Νάουσα! Ένας «πρεσβευτής» µε δεκανίκι, ένας ανάπηρος Νάουσα από ξινόμαυρο!
Από τις γηγενείς
ερυθρές ποικιλίες, η πιο αξιοπρόσεκτη, αυτή που έχει τους πιο αξιόλογους
οινικούς χαρακτήρες, είναι το ξινόµαυρο. Είναι όμως ποικιλία απαιτητική και
δύστροπη. Εάν δεν είσαι διατεθειμένος να της προσφέρεις αυτά που απαιτεί, σε
«φτύνει» ως ανάξιο να την έχεις. Έχουμε παράγει στο Ινστιτούτο Οίνου αξιόλογους
οίνους ΠΟΠ Νάουσα από αµπελοτεµάχια, στα οποία είχαν γίνει επεμβάσεις από τη
Χαρούλα Σπινθηροπούλου µε τη συγκατάθεση του κάθε αμπελουργού. Οι πειραματικοί
οίνοι παρουσιάστηκαν σε οργανοληπτική δοκιμασία στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο
Οινολογίας (Αθήνα, 10-12 Ιανουαρίου 1992), στα Πρακτικά του οποίου
δημοσιεύονται οι ερευνητικές εργασίες που έγιναν για τη Νάουσα στο πλαίσιο
τριετούς προγράμματος, καθώς και τα σχόλια για τους οίνους της οργονολπτικής
δοκιμασίας (σ. 137 - 181), όπως διατυπώθηκαν από συναδέλφους της μαχόμενης
οινολογίας.
Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει για τα «κρασιά» της ΠΟΠ Νάουσα, θα πρέπει να διαβάσει αυτές τις σελίδες.
Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει για τα «κρασιά» της ΠΟΠ Νάουσα, θα πρέπει να διαβάσει αυτές τις σελίδες.
Εγώ θα αρκεστώ να
παραθέσω τον αυθόρμητο σχολιασμό του Βαγγέλη Γεροβασιλείου για το τελευταίο
δείγμα: «Είναι τέλειο, είναι το αποκορύφωμα της
σημερινής δοκιμασίας κρασιών και των εκπλήξεων που µας επιφύλαξε αυτή
οργανοληπτική δοκιμασία. Δεν μπορώ να φανταστώ ανώτερο, είναι n Νάουσα
στην τελειότητά της και στο αποκορύφωμα
της ποιότητάς της από πλευράς οινοποίησης, παλαίωσης και στιγμής δοκιμασίας. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο· το αφήνω στη γεύση σας, νομίζω ότι
είναι το τελειότερο κρασί».
Όμως στη ζώνη δεν είναι όλα ρόδινα. Το μεγαλύτερο μέρος
των αμπελώνων έχουν εδάφη κατάλληλα για την καλλιέργεια της ποικιλίας
ξινόμαυρο. Σε αυτούς, όταν ο αριθμός των πρέμνων ανά στρέμμα κυμαίνεται περί τα
350 και η στρεμματική απόδοση περιορίζεται στα νομοθετημένα όρια, η ποιότητα
του οίνου Νάουσα είναι εξαίρετη και αντιπροσωπευτική της ΠΟΠ, εάν βέβαια η σταφυλική παραγωγή
οινοποιηθεί σωστά. Όμως το 7% των εδαφών της ζώνης είναι όξινα, τελείως
ακατάλληλα για την καλλιέργεια όξινων ποικιλιών όπως είναι το ξινόμαυρο, που
απαιτεί εδάφη ασβεστούχα και καλιούχο λίπανση για να ρυθμίζεται η έντονη
οξύτητά του. Όταν το ξινόμαυρο καλλιεργείται σε όξινα εδάφη δίνει οίνους
ξινούς, αυξημένης στιφάδας και «γυμνούς». Έχουν
οι Ναουσαίοι το κουράγιο να βγάλουν από τη ζώνη τα αμπελοτεμάχια που βρίσκονται
σε όξινα εδάφη, να ξεριζώσουν το ξινόμαυρο και να καλλιεργήσουν σε αυτά το
σιρά, που αγαπάει τα όξινα εδάφη; Εάν ναι, θα µας χαρίσουν μια θαυμάσια ΠΓΕ
Ημαθία. Εάν όχι, ορισμένοι ΠΟΠ Νάουσα θα έχουν μεγάλα προβλήματα ποιότητας, που
δεν θα τα αμβλύνει το μικρό ποσοστό συγκαλλιέργειας μιας κάποιας ξενόφερτης
ποικιλίας.
Είναι γνωστό, εξάλλου ότι στη ζώνη αυτή υπάρχουν
αμπελοτεμάχια με μικρό αριθμό πρέμνων ανά στρέμμα. Μπορεί μάλιστα να
υποστηριχθεί ότι οι περισσότεροι αμπελουργοί επέλεξαν την αραιή πυκνότητα
φύτευσης κυρίως για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν για το όργωμα τα ίδια μηχανήματα που
χρησιμοποιούν στους οπωρώνες τους. Αυτό έχει ως συνέχεια, ακόμη και όταν
τηρείται η νομοθετημένη μεγίστη στρεμματική απόδοση, το φορτίο ανά πρέμνο είναι
μεγάλο, με αποτέλεσμα τα φυτά να μην μπορούν να εφοδιάσουν τα σταφύλια με τα
απαιτούμενα στοιχεία ποιότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οίνους ποιότητας δεν
δίνουν ούτε οι ξενικές ποικιλίες που προτείνεται να συγκαλλιεργηθούν.
Αντίθετα, είναι παρήγορο το γεγονός ότι η Νάουσα είναι η
μόνη ζώνη, στην οποία έχει γίνει κλωνική επιλογή και ότι παράγονται ήδη εξαιρετικής
ποιότητας οίνοι ΠΟΠ Νάουσα από απλό επιλεγμένο κλώνο ξινόμαυρου. Σκοπεύουν οι Ναουσαίοι να προτείνουν να
νομοθετηθεί στη ζώνη τους αριθμός πρέμνων ανά στρέµµα; Να ελέγξουν το φορτίο
ανά πρέμνο και όχι µόνο τη στρεμματική απόδοση και τον ελάχιστο αλκοολικό
τίτλο; Να καλλιεργήσουν σε κατάλληλα εδάφη - και πάντως όχι όξινα -
επιλεγμένους κλώνους και υγιή φυτά; Εάν ναι, δεν χρειάζονται «δεκανίκι». Εάν
όχι, είναι ντροπή µια περιοχή που χρειάζεται ξενική ποικιλία για να βελτιώσει
τους οίνους της, να αποτελεί µία από τις τέσσερις τοποποικιλίες, και να ανήκει
στους «πρεσβαυτές» των New Wines of Greece.
Εάν το αίτημα των Ναουσαίων γίνει δεκτό, ανοίγει ο ασκός
του Αιόλου. Η περίπτωση της Νάουσας
αποτελεί τον Δούρειο Ίππο για την άλωση των ΠΟΠ από ξενικές ποικιλίες. Όποια
ΠΟΠ δεν μπορεί να είναι αυτοδύναμη ας γίνει ΠΓΕ· για τον έλληνα καταναλωτή
μικρή σημασία έχουν αυτές οι ενδείξεις. Οι ΠΓΕ έχουν μεγαλύτερη εμπορική
ευελιξία. Το μεγάλο πλεονέκτημα των ΠΟΠ είναι µόνο η δύναμη του τοπωνυμίου
τους. Όσες δεν έχουν ισχυρό εμπορικό τοπωνύμιο, το γεγονός ότι ανήκουν στις ΠΟΠ
δεν τους προσφέρει ουσιαστικώς κύρος. Γι' αυτό σπεύδουν να τρυπώσουν στα ισχυρά
τοπωνύμια, ακόμη και όσοι δεν τα δικαιούνται, χωρίς να τους ενδιαφέρει ότι μαζί
µε τα ξηρά θα καούν, σε βάθος χρόνου, και τα Χλωρά.
Μια ακόμη ιστορική ΠΟΠ
Σχετικά µε αυτό το θέμα θα χρειαστεί να κάνω µια σύντομη
εισαγωγή: στη νότια Ιταλία, στην περιοχή της Καµπανίας (Campania), στα
ηφαιστιογενή εδάφη του όρους Βεζούβιος, η αµπελοκαλλιέργεια έχει ιστορία 2.500
χρόνων, την οποία οι ντόπιοι αμπελουργοί και οινοποιοί ανάγουν στους πρώτους
αποίκους που πήγαν εκεί από τη δική µας Θεσσαλία. Στην περιοχή καλλιεργούνται
γηγενείς ποικιλίες και μεταξύ αυτών δύο ελληνικές όπως μαρτυρείται από το όνομά
τους:
- η λευκή γκρέκο, η πιο διάσηµη και αρχαιότερη ποικιλία
της Καμπανίας.
- η ερυθρή αλιάνικο (παραφθορά της λέξης ελληνικό). Ως
προς την καταγωγή της η επικρατέστερη άποψη θεωρεί την Εύβοια.
Όλα αυτά
επιστρατεύονται για την προβολή των οίνων διεθνώς.
Στην Ελλάδα έχουμε πολλές ποικιλίες με
μακρόχρονη ιστορία που δίνουν οίνους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία
διαφέρουν από εκείνα των οίνων που είναι σήμερα της μόδας, γι’ αυτό δεν
επιδιώκεται η επέκταση της καλλιέργειάς τους. Άλλο όμως η επέκταση και άλλο η
τιμητική τους διάκριση ως ιδιαίτερου προϊόντος μιας χώρας με μακροχρονη
ιστορία. Μια από αυτές τις ποικιλίες είναι το λημνιό, η «Λημνία άμπελος» της
αρχαιότητας, μια από τις 29 σταφυλές που αναφέρει ο Πολυδεύκτης στο
«Ονομαστικό» και τραγουδάει ο Τρυγαίος στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.
Δεδομένου ότι η νήσος Λήμνος,
από την οποία καταγόταν η «Λημνία άμπελος», ήταν μετόχι της Μεγίστης Λαύρας, η
ποικιλία καλλιεργήθηκε στο Άγιο Όρος με το όνομα λημνιό απ’ όπου διαδόθηκε και
στις γύρω περιοχές. Τα
ονομαστότερα για την ποιότητά τους κρασιά του Αγίου Όρους, όπως ο
«Μονοξυλίτης», οίνος από τον ομώνυμο αμπελώνα της Μονής Διονυσίου, παραγόταν
από λημνιό. Και από την ίδια ποικιλία παράγονταν και τα περίφημα κρασιά της Σκοπέλου, που ύμνησαν οι Δημητριείς και ο ποιητής Καισάριος Δαπόντες. Όπως όμως
οι ξενικές ποικιλίες της μόδας έδιωξαν (σχεδόν) το λημνιό από το Περιβόλι της Παναγιάς, έτσι το έδιωξε και από τη Λήμνο το Μοσχάτο Αλεξανδρείας ή καλύτερα,
περιόρισε την καλλιέργειά του σε μια ξερή και βραχώδη περιοχή, από την οποία
μετονομάστηκε Καλαμπάκι, αφού Καλαμπάκι σημαίνει βράχος.
Από αυτή την ποικιλία παράγεται ένας
ερυθρός οίνος που δεν πρόκειται βέβαια να βραβευθεί στο «διεθνή» (;) Διαγωνισμό
Θεσσαλονίκης, ο οποίος όμως έχει ιδιαίτερους χαρακτήρες οφειλόμενους τόσο στο
γεγονός ότι προέρχεται από αρχέγονη ποικιλία της οποίας δεν έχουν -δυστυχώς-
επιλεγεί κλώνοι, όσο και λόγω του υφαιστειογενούς εδάφους του νησιού που
έκλεινε στα έγκατά του το εργαστήρι του Ηφαίστου, του θεού της φωτιάς. Πόση
ιστορία! Πόσα στοιχεία προβολής ενός ιδιαίτερου οίνου που παράγεται σε μικρή
ποσότητα σε ένα ακριτικό νησί, από γηγενή ποικιλία του νησιού, όπου
καλλιεργείται τουλάχιστον εδώ και 3.000 χρόνια. Ω! και να είχαν αυτή την
περίπτωση οι Ιταλοί ή οι Γάλλοι.
Ας μου επιτραπεί να συνηγορήσω υπέρ
της αναγνώρισης του ΠΟΠ Λήμνος, ερυθρός ξηρός από την ποικιλία λημνιό, που
μπορεί να γράφεται στην ετικέτα με το συνώνυμο καλαμπάκι, Και προς αποφυγή
παρανοήοεων, δεν αναφέρομαι σε όλες τις περιπτώσεις της ποικιλίας λημνιό, αλλά
μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση της Λήμνου. Και εάν κανείς αποφασίσει στο
μέλλον να παρασκευάσει λιαστό κρασί από λημνιό με ένα 10% μοσχάτο λιαστό, τότε
να είμαστε βέβαιοι ότι θα ξαναγεννηθεί ο «Μελιηδής» Ομηρικός οίνος, ένας ακόμη
γλυκός οίνος στη σειρά των ιστορικών ΠΟΠ Vinsanto και Malvazia.
Και με την πρόταση αυτή, που κρύβει
όλη την εμπιστοσύνη μου στις δυνατότητες της αμπελοοινικής Ελλάδας, κρίνω
σκόπιμο να βάλω τελεία σ' αυτό το de profundis πικρό μου κείμενο.
ΠΗΓΗ : Μηνιαία εφημερίδα για την αμπελουργία, την
οινοποίηση και την εμπορία του κρασιού, Το Αμπελοτόπι, τεύχος 75 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου