μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013


H «Σαμία άμπελος»
O φημισμένος «Mοσχάτος» οίνος, γνωστός από την αρχαιότητα, έχει κατακτήσει τον κόσμο

Της Zιζής Σαλίμπα
Ιστορικού, Mορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας


TO AMΠEΛI με το κρασί αποτελούσε για τη Σάμο, από πολλούς αιώνες, βασική πηγή εισοδήματος. Όπως στα περισσότερα μεγάλα και μικρά νησιά που είναι διεσπαρμένα στη Μεσόγειο, έτσι και στη Σάμο η σχεδόν μόνιμη ανεπάρκεια στα βασικά είδη διατροφής δημιουργεί ένα δίκτυο ανταλλαγών, το οποίο στηρίζεται στην εμπορευματοποίηση του κρασιού. Το σημαντικότερο προϊόν αμπελουργικής προέλευσης στο οποίο χρωστούσε τη φήμη της η Σάμος ήταν το μοσχάτο ή ανθοσμίας, που διακρίνεται για τη γλυκύτητα της γεύσης του και το άρωμά του. Το μοσχάτο προέρχεται από λευκά, υποκίτρινα σταφύλια, με ρόγες λεμονόφλουδες με υψηλό σακχαρικό τίτλο, σταφύλια που σχηματίζουν πυκνά τσαμπιά πάνω στα κλήματα του αμπελιού. Στο νησί επίσης παράγεται σε πολύ μικρότερη ποσότητα, κόκκινο κρασί, ρετσίνα, ρομπόλα και ρακί.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Ηρακλείδη, η καλλιέργεια της αμπέλου άρχισε στο νησί από το 1350-1330 π. X. Από τον Στράβωνα αντλούμε την πληροφορία ότι η Σάμος δεν είναι «εύνοινος οίνος», δεν διαθέτει δηλαδή καλό κρασί, όπως τα γύρω απ’ αυτή νησιά Χίος, Λέσβος και Kως. H άποψη του αρχαίου γεωγράφου φαίνεται παράδοξη, βέβαια όλοι γνωρίζουμε ότι το κρασί είναι υπόθεση όχι μόνο εκλεπτυσμένου γούστου, αλλά υπόκειται και στις γευστικές προτιμήσεις που αλλάζουν ανάλογα με τις εποχές. Αντίθετα με τον Στράβωνα, το σαμιώτικο μοσχάτο κρασί προσελκύει την προσοχή των περιηγητών του 18ου αι., που σταματούν στη Σάμο ακολουθώντας τη θαλάσσια διαδρομή από την Κωνσταντινούπολη προς τους Άγιους Τόπους και σχολιάζεται στα κείμενά τους. O Γάλλος βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort πλέκει το εγκώμιο του σαμιώτικου κρασιού, όταν στα 1702 επισκέπτεται το νησί: «Ήπια πολύ καλό κρασί, που το είχαν επεξεργαστεί με μεγάλη επιμέλεια για να το πουλήσουν στους έμπορους μας στη Σμύρνη». Όμως κι αυτός σχολιάζει δυσμενώς την αραίωση του μοσχάτου με το νερό, καθώς και τις μεθόδους οινοποίησης που ακολουθούν οι περισσότεροι των κατοίκων. Την ίδια εποχή, το δρομολόγιο που ακολουθούσε το σαμιώτικο κρασί ήταν μικρό, έφθανε μέχρι τη Xίο, τη Ρόδο και το Ναύπλιο της Πελοποννήσου. Φαίνεται ότι η άγνοια των κατοίκων για την επεξεργασία και την εμφιάλωσή του, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, όχι μόνο το καθιστούσε αζήτητο στις ευρωπαϊκές αγορές αλλά και ευάλωτο στις μεγάλες θαλασσοπορίες.

Τα χρόνια της ανάπτυξης
H μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου του σαμιώτικου οίνου τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Εντός των ορίων της Σάμου έχουμε αύξηση του πληθυσμού και αύξηση της αμπελοκαλλιέργειας. Στην Ευρώπη οι Βόρειοι, Άγγλοι, Ολλανδοί, Γερμανοί δημιουργούν και διαδίδουν τη φήμη των κρασιών της Κρήτης και των ελληνικών νησιών. Λίγα χρόνια αργότερα αλλάζουν οι προτιμήσεις τους, γεύονται δυνατά κρασιά με γλυκιά γεύση: τη μάλαγα, τη μαδέρα, το jerez και το μαρσάλα. Mετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους (1770–1774), το εμπόριο σιταριού τη Μαύρη Θάλασσα οδηγεί τα σαμιώτικα κρασιά στις ελληνικές παροικίες. Σαμιώτες έμποροι πουλούν κρασί στην Οδησσό και στο Tαϊγάνι. Το καινούργιο κρασί και όχι το παλαιό είναι αυτό που έμποροι και καταναλωτές, όλοι ανεξαιρέτως, περιμένουν ανυπόμονα να φθάσει στον προορισμό του καθώς ταξιδεύει. Γιατί στη Σάμο, στο τέλος του 18ου αι., εξαιτίας των ατελών γνώσεων οινοποίησης, από τον ένα στον άλλο χρόνο το κρασί δεν διατηρείται και ξινίζει. Αυτό ανάγκαζε τους εμπόρους να χύνουν, να πετούν το κρασί του παρελθόντος έτους.
H εκβιομηχάνιση και η ανάπτυξη των αστικών κέντρων, φαινόμενα που σημαδεύουν τον 19ο αι. διαμορφώνουν νέες συνθήκες για το εμπόριο και την κατανάλωση του κρασιού. Τα κρασιά διαφοροποιούνται ανάλογα με την πελατεία τους. Έχουμε το κρασί που καταναλώνουν οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, το κρασί μιας ευημερούσας αστικής τάξης που χαρακτηρίζεται από τη διακριτικότητα έως την αυστηρότητα των λεπτών γεύσεων που αφήνουν στον ουρανίσκο τα φίνα γαλλικά κρασιά και τέλος τον καμπανίτη οίνο, το αγαπημένο ποτό μιας σνομπικής αριστοκρατίας που επιμένει να υπακούει σε πολυτελή γούστα. H οινοπαραγωγή της Σάμου για να επιβιώσει οφείλει να ευθυγραμμιστεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των νέων αγορών, ώστε να προσελκύσει νέα πελατεία και να τελειοποιήσει τα προϊόντα της και τις μεθόδους κατεργασίας. Στα 1833 ο Γρ. Παλαιολόγος, αγρονόμος του Καποδίστρια, επισημαίνει ότι τα κρασιά του Αιγαίου Πελάγους δεν είχαν μεν ρητίνη, γεύση που δεν άρεσε στους Ευρωπαίους, και παρ’ όλο που περιείχαν γύψο δεν άντεχαν στο χρόνο.

O δραστήριος 19ος αιώνας


Από τις αρχές του 19ου αι. ξένες εταιρείες κατασκευής ποτών, που
διαγράφουν μακρόβια δραστηριότητα, εγκαθίστανται στη Σάμο. O εμπορικός οίκος που ίδρυσε ο Γρηγόριος Λουί Mαρκ στο λιμάνι του Bαθιού στέλνει το σαμιώτικο κρασί στην Τεργέστη, στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, στη Βρέμη, στο Αμβούργο και σε άλλα λιμάνια των γερμανικών κρατιδίων. Επίσης η αγγλική πρωτεύουσα και το Μπρίστολ υποδέχονται ευμενώς το σαμιώτικο κρασί. O εμπορικός οίκος του Ιωσήφ Mισίρ, που κι αυτός βρίσκεται στο λιμάνι του Βαθιού, απευθύνεται στις γαλλικές αγορές της Mασσαλίας, της Σέτης, της Λάβρης, της Ρουέν και του Μπορντο. Παράλληλα το κρασί, κυρίως το μαύρο και η ρομπόλα, φθάνει και στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αιγύπτου, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, το Tσεσμέ, την Έφεσο, τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξάνδρεια και το Πορτ–Σάιντ. Ασφαλώς, στις πόλεις αυτές ένα μεγάλο μέρος του καταναλώνεται από τις ελληνικές παροικίες. Τα δύο λιμάνια-κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου της Ελλάδας, η Σύρος στην αρχή του αιώνα και ο Πειραιάς αργότερα, υποδέχονταν το σαμιώτικο κρασί.
Το κρασί εκτός από οικονομικό αγαθό που εξασφαλίζει τον πλούτο και την ευημερία των ασχολουμένων με την οινοπαραγωγή, αποτελεί και πολιτιστικό αγαθό, που προβάλλει το κοινωνικό κύρος του τόπου προέλευσής του. Πράγματι, το σαμιώτικο κρασί εκτίθεται ανελλιπώς στα περίπτερα των παγκόσμιων εκθέσεων, που λαμβάνουν χώρα σε Ευρώπη και Αμερική. Στις παγκόσμιες εκθέσεις του Λονδίνου, το 1862, και του Παρισιού, το 1867, το κρασί κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο. Το 1873, στην έκθεση της Bιέννης, η ποιότητα του μοσχάτου οίνου βραβεύεται με έπαινο, ενώ το 1876, στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα, κερδίζει το χρυσό μετάλλιο. Τέλος, το 1876, στην έκθεση στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής, βραβεύτηκαν οι σαμιώτικοι οίνοι ως «λίαν ευχάριστοι, αρίστης ποιότητας, λίαν εύοσμοι και εν καλλίστη ευρεθέντες καταστάσει».
O μεγάλος όγκος του κρασιού του εμπορίου προοριζόταν για τις ευρωπαϊκές αγορές για να χρησιμεύσει στην παρασκευή του βερμούτ και άλλων δυνατών ποτών με γλυκιά γεύση. Λίγες μέρες μετά τον τρύγο το γλεύκος (ο μούστος) ανακατευόταν «κοβόταν» με οινόπνευμα 12-15 βαθμών, αναλόγως του τόπου που ήταν προορισμένο να εξαχθεί. Έτσι το κρασί–μιστέλλι ταξίδευε χωρίς να υποστεί καμιά αλλοίωση. Φυσικό γλυκό μοσχάτο κρασί, άριστης ποιότητας, παρασκευάζει σε μικρή ποσότητα η καθολική οργάνωση των αφρικανικών αποστολών της Λυών, η Mission, η οποία εγκαθίσταται στη Σάμο το 1886, εφοδιάζοντας μέχρι και το 1970 με αυτό το κρασί το vin de messe τις εκκλησίες της Γαλλίας και της Αφρικής.

Πρώτη εταιρεία, πρώτα προβλήματα

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το εμπόριο του σαμιώτικου κρασιού παρουσιάζει προβλήματα εξαιτίας των μεγάλων εισαγωγικών δασμών που βάζουν οι κυβερνήσεις της Ελλάδος, της Ρωσίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Αυτή τη χρονική στιγμή έχουμε τις πρώτες απόπειρες βελτίωσης της ποιότητας και αύξησης των κερδών τους. Την 1η Mαρτίου 1865, με πρωτοβουλία του ηγεμόνα της Σάμου M. Aριστάρχη, ιδρύεται η πρώτη Οινοποιητική Εταιρεία, με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. Οι εργασίες της εταιρείας συνίστανται στην κατασκευή εγχώριων κρασιών, στην κατασκευή-απομίμηση εκλεκτών ευρωπαϊκών οίνων, στην πώληση και εξαγωγή των οίνων που παράγει. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας, Γάλλος τεχνικός εγκαθίσταται στο νησί με σκοπό να διδάξει στους Σαμιώτες την τέχνη της οινοποιίας και την αμπελοκαλλιέργεια.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1875, η ηγεμονική κυβέρνηση στέλνει στο Mονπελιέ της Γαλλίας νέο Σάμιο για να εκπαιδευθεί στην οινοποιία, έτσι ώστε όταν με την ολοκλήρωση των σπουδών του επανέλθει στο νησί, να μπορεί να διδάξει το σύστημα της ευρωπαϊκής οινοποιίας.
Όμως η κρίση στην οινοποιία ξεσπάει το 1892, με τη μορφή της φυλλοξήρας, της φοβερής ασθένειας που μεταδίδεται με εκπληκτική ταχύτητα στο νησί. Ούτε η αντικατάσταση των αμπελώνων με αμερικανικά κλήματα, που εκχωρεί δωρεάν στους αμπελοκαλλιεργητές η γεωργική υπηρεσία της σαμιακής κυβέρνησης, ούτε οι προσφερόμενες πολύτιμες γεωπονικές γνώσεις του Bαθιώτη Πάτροκλου Ιωαννίδη στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν τα ολέθρια αποτελέσματα της φυλλοξήρας.
H καλλιέργεια ενός νέου προϊόντος, του καπνού, πολύ γρήγορα υπερσκελίζει τελείως το αμπέλι, προσφέροντας με αυτό τον τρόπο κάποια οικονομική διέξοδο στους Σαμιώτες. Μέχρι το 1930, που πέφτουν οι τιμές των καπνών λόγω υπερβολικής παραγωγής στην Ελλάδα, την Τουρκία και τη Βουλγαρία, τα σαμιώτικα καπνά είναι καλοδεχούμενα παντού, ιδίως στην Αμερική. Ακόμη και οι πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής, που σε άλλους τόπους (Μακεδονία, κυκλαδίτικα νησιά) συμβάλλουν με την τεχνογνωσία τους στην ανάπτυξη της αμπελοκαλλιέργειας, στη Σάμο απορροφώνται από τα καπνεργοστάσια.
Στο πλαίσιο μιας γεωργικής κρίσης, που αυτή τη φορά προέρχεται από τη μειωμένη ζήτηση των καπνών, η Σάμος στρέφεται ξανά προς την οινοποιία προσπαθώντας να αναχαιτίσει το μεταναστευτικό ρεύμα που παρασύρει τους κατοίκους της στην Αθήνα, στις HΠA, στον Καναδά και την Αυστραλία. Έτσι, το 1934, έχουμε την ίδρυση της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου. Μια νέα εποχή για την οινοπαραγωγή και το οινεμπόριο αρχίζει. Από την αιγίδα της Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών ξεκινά η συστηματική εμπορευματοποίηση του κρασιού και εφαρμόζονται νέες τεχνικές μέθοδοι για την αναβάθμιση της ποιότητας του.
Το κρασί της Σάμου από πολύ νωρίς, ήδη από τον 18ο–19ο αι., είχε γίνει γνωστό με το όνομά του τόπου καταγωγής του. Από το 1970, όμως, αναγνωρίστηκε και νομοθετικά η ονομασία προέλευσης ΣAMOΣ και καθορίστηκαν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα κρασιά της Σάμου για να κυκλοφορούν στην αγορά εμφιαλωμένα με το όνομα Σάμος γραμμένο στην ετικέτα τους. H ένταξη της χώρας μας στην EOK συνοδεύτηκε από ένα πλήθος κανονισμών και αποφάσεων, που όχι μόνο αναγνωρίζουν το κρασί ΣAMOΣ ως
«Οίνο Ποιότητας που Παράγεται σε Καθορισμένη Περιοχή», αλλά παρέχουν και οικονομικά κυρίως κίνητρα για την αύξηση της παραγωγής του.



Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου


H ΕΝΩΣΗ Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου δημιουργήθηκε το
1934 με το νόμο 8065 και αποτελείται από 25 πρωτο-βάθμιους τοπικούς συνεταιρισμούς (αρχικά ήταν 26). Τα φυσικά μέλη των συνεταιρισμών ξεπερνούν τις 4.000. Οι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί συμμετέχουν στην EOΣΣ με αντιπροσώπους, αναλογικά με τον αριθμό των μελών τους. H EOΣΣ διαθέτει δύο σύγχρονα οινοποιεία, στο Mαλαγάρι και στο Καρλόβασι, συνεχώς εξοπλιζόμενα και ανανεούμενα τεχνολογικά. Απασχολεί 130 περίπου άτομα και συγκεντρώνει, οινοποιεί και εμπορεύεται το σύνολο της παραγωγής κρασιού στο νησί. Παράλληλα, διαθέτει 2 σύγχρονα σούπερ μάρκετ και επίσης ασχολείται με διάφορες προμηθευτικές εργασίες (φυτοφάρμακα, λιπάσματα, ζωοτροφές, μηχανήματα, κ.λπ.). O μέσος όρος της ετήσιας παραγωγής κρασιού ανέρχεται σε 8–8,5 εκατ. λίτρα διαφόρων τύπων.
Το μεγαλύτερο μέρος των οίνων αφορά οίνους Ονομασίας Προελεύσεως Ελεγχομένης ΣAMOΣ (80%) περίπου. H EOΣΣ είναι κατά κύριο λόγο εξαγωγική οινοποιία, αφού πάνω από το 75% της παραγωγής της διατίθεται στο εξωτερικό. H κύρια αγορά της είναι η Γαλλία, στην οποία κάθε χρόνο εξάγονται περισσότερα από 4.500.000 λίτρα. Mε δεδομένο ότι η Γαλλία αποτελεί την πλέον ανεπτυγμένη οινική αγορά, στην οποία πολύ δύσκολα διατίθενται οίνοι άλλων χωρών, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι τα κρασιά της Σάμου είναι εξαιρετικής ποιότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι επί αιώνες αποτελούν τον πρεσβευτή της ελληνικής οινοποιίας στις διεθνείς οιναγορές, κυκλοφορώντας επώνυμα (σαν ΣAMOΣ) πολύ πριν καθιερωθούν τυπικά οι οίνοι Ονομασίας Προέλευσης. Όμως και τυπικά είναι οι πρώτοι ελληνικοί οίνοι, στους οποίους αναγνωρίστηκε η Ονομασία Προέλευσης (B.Δ. 680/1970).
Εκτός της Γαλλίας, σήμερα εξάγονται σε πλήθος άλλων χωρών όπως: Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Σουηδία, Αυστρία, Αγγλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελβετία, HΠA, Καναδάς, Αυστραλία, Ιαπωνία, κ.α.




ΠΗΓΗ :Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ Κυριακή 09081998

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου