Ο
Τρυγητής Σεπτέμβρης
Της
ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΟΥ – ΚΑΜΗΛΑΚΗ
Διευθ. Του
Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
ΤΡΥΓΗΤΗΣ είναι η πιο γνωστή και διαδεδομένη
από τις ονομασίες του Σεπτεμβρίου στο λαϊκό καλαντάρι που συνδέεται βέβαια με
τον τρύγο, την κύρια αγροτική απασχόληση αυτό το μήνα. Στην εικονογραφία των
Μηνών ο Σεπτέμβριος παριστάνεται ως τρυγητής με το τρυγοκόφινο, να τρυγάει ο
ίδιος, ή να πατά σταφύλια στο πατητήρι, περιστοιχισμένος από άνδρες και
γυναίκες σε ευθυμία, που τρυγούν το μεθυστικό καρπό του αμπελιού.
Ο τρύγος (τρυγητής, τρύος, βεντέμα, καμπανολόημα) είναι μια εποχιακή εργασία
που, όπως και ο θερισμός, απαιτεί δια μιας πολλά χέρια. Διαδικασία συμμετοχική,
εκτός από τη χρησιμοποίηση εποχιακών εργατών ο τρύγος αξιοποιούσε στο παρελθόν
τον θεσμό της αλληλοβοήθειας. Ο νοικοκύρης έπρεπε να εξασφαλίσει εργάτριες,
κουβαλητάδες, καλάθια και αχθοφόρα ζώα, να ετοιμάσει τα εργαλεία (τρυγοκόφινα, τρυγολόγους), να φροντίσει
για φαΐ και για πιοτί, να καθαρίσει το πατητήρι, κ.ά.
Ανάλογα με την περιοχή ο τρύγος
αρχίζει από τον Αύγουστο (στη Ν. Α. Κρήτη αρχές Αυγούστου), κυρίως όμως τον
Σεπτέμβριο, σε λίγες περιοχές μπορεί και αρχές Οκτωβρίου.
Παλαιότερα η έναρξη του τρύγου καθοριζόταν
από την κοινότητα ή από τον έμπορο που αγόραζε τη σοδειά. Π. χ., στην Ανακού
της Καππαδοκίας, «Ο πατρίκος (κλητήρας) του χωριού, ανεβαίνοντας στο Καλέ,
ειδοποιούσε αποβραδίς για το μέρος που θα τρυγούσαν την επομένη… Έπρεπε να
τρυγήσουν όλοι την ίδια μέρα στο ίδιο μέρος, γιατί από την επιστροφή περίμενε ο
ενοικιαστής για το φόρο».1
Στις τοπικές αγροτικές κοινωνίες ο
τρύγος ήταν συνήθως αργία και για τα σχολεία και τα παιδιά συμμετείχαν με χαρές
και τραγούδια. Την καθολική και πυρετώδη συμμετοχή της κοινότητας αποδίδει η
παροιμιακή φράση «Θέρος, τρύγος, πόλεμος».
Η συμμετοχή όλων των κατοίκων του οικισμού αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη
εργασία, που συχνά έπαιρνε τον χαρακτήρα πανηγυριού. Στις Σαράντα Εκκλησιές,
π.χ., όπου άκμαζε παλαιότερα η αμπελουργία, «η πρώτη ημέρα του τρυγητού
χαιρετίζεται δια τυμπάνων και ασμάτων. Οι ληνοί συνοδεύονται δι’ ομάδων
αρχουμένων και αδόντων και κατά την απέλευσιν και κατά την άφιξιν. Την νύχτα
όμιλοι προσωπιδοφόρων εν τυμπάνοις και αλαλαγμοίς περιερχόμενοι τα αγυιάς μέχρι
βαθείας νυκτός επιδίδονται εις ποικίλας παιδιάς και διασκεδάσεις».2
Προλήψεις
και πρόνοιες
Επειδή κατά
τη λαϊκή αντίληψη η αρχή κάθε νέου εγχειρήματος προδιαγράφει και την εξέλιξή
του, καταβάλλεται ιδιαίτερη φροντίδα για την έναρξη και του τρυγητού με τους
καλύτερους οιωνούς. Στη Λευκάδα δεν άρχιζαν ποτέ τρύγο το Σάββατο, αλλά ούτε
και την Τρίτη, «γιατί έχει μια ώρα κακή και δεν ξετρυγάνε ποτέ». Στην Ικαρία
φρόντιζαν να αρχίσουν Τετάρτη. Στη Λέρο πρόσεχαν ποια μέρα έπεσε τ’ Αη Γιαννιού του Λιοτροπιού (24
Ιουνίου) και άρχιζαν την επομένη. Αν έπεσε Τετάρτη τότε αρχίζουν Πέμπτη». Αλλά
και στο τέλος μιας εργασίας λαμβάνεται πρόνοια να είναι προστατευμένο από κακές
επιδράσεις. Έτσι, στα Βούρβουρα της Κυνουρίας, «άμα αποτρυγάνε, αφήνουν ένα
κλήμα άτρυγο. Πηγαίνει ένας και φέρνει ένα κανάτι νερό αμίλητο και νίβονται
όλοι πάνω στο κλήμα».3 Στη Λευκάδα, «στο τέλος του τρύγου αφήνουν
ένα κλήμα άτρυγο, για να μην λιμάξουν τα πουλιά».
Στο
πατητήρι
Στον
ελληνικό χώρο καλλιεργήθηκαν από την αρχαιότητα διάφορα είδη σταφυλιών, που η
ονομασία τους καθορίζεται από το χρώμα, το σχήμα, τον χρόνο ωρίμανσης και τον
τόπο αρχικής παραγωγής: αβγουλάτο, αγγελομάχος (Νάξος), άννες (Κύθνος, Σίφνος),
αητονύχι, αποστολιάτικο, ασπρούδι, βοϊδομάτι,εφτακοίλι, καρδινάλι, κέρινο,
κλωσσαριά, κουμαριανό, κουντούρα, κρουστάλι, λιάτικο, μαντηλαριά, μαυρούδι,
μοσχοστάφυλο, μοσχάτο, ροζακί, ροδίτης, ρωμαίικο, σαββατιανό, σιδερίτης,
σιρίκι, τσαμπάτο, φωκιανό, φράουλα, κ.ά.
Η μεταφορά τους στο ληνό (πατητήρι, αργαστήρι, καρούτα, πατερό,
τραπεζονιά, σκαφόνι, κ.ά.) γίνεται με ζώα, με κάρα ή με μηχανικά μέσα,
σήμερα πια, στα πατητήρια. Το πατητήρι διαφέρει από περιοχή σε περιοχή ως προς
το σχήμα και τη χωρητικότητα. Αλλού είναι κλειστή παραλληλεπίπεδη δεξαμενή με
κλίση του δαπέδου προς την πλευρά απ’ όπου εξέρχεται ο μούστος, αλλού είναι
ένας μεγάλος ξύλινος ή πλεχτός φορητός κάδος, που τοποθετείται κατά το πάτημα
πάνω σε κτιστή δεξαμενή (υπολήνιο, αποδοχάρι, δοχειό, κ, ά.), μέσα στην οποία
ρέει ο μούστος. Το πάτημα των σταφυλιών γίνεται από τους «πατητάδες».
Το γλεύκος (μούστος, απόσταμα, βράσμα, λαγάρι, πρόσυρο, κ.ά.) μεταφέρεται
και αποθηκεύεται συνήθως σε μεγάλα ξύλινα βαρέλια, που έχουν πλυθεί με ειδικά
αρωματικά φυτά (σχοίνος, μυρτιά, δάφνη,, κ.ά.) και έχουν απολυμανθεί με θειάφι
ή έχουν ρετσινωθεί. Μέσα εκεί ο μούστος «βράζει», ζυμώνεται και γίνεται κρασί.
Για τη βελτίωση της ποιότητας του κρασιού και για τη συντήρησή του
χρησιμοποιούνται διάφορες ουσίες και εφαρμόζονται ποικίλες πρακτικές. Συνήθως
το βαρέλι με το κρασί, αφού ελέγχεται η πυκνότητα του (γραδάρισμα), μένει ανοιχτό και σφραγίζεται ύστερα από σαράντα
ημέρες. Η πρώτη δοκιμή του γίνεται τη μέρα του αγίου Δημητρίου, 26 Οκτωβρίου, ή
στις 3 Νοεμβρίου, του αγίου Γεωργίου του Μεθυστή.
Δώρο
θεού
Το κρασί,
κύριο προϊόν του σταφυλιού, χαρακτηρίζεται, ανάλογα με το είδος του σταφυλιού
από το οποίο προέρχεται, τον τρόπο παρασκευής και συντήρησης, τη χρήση κ.λ.π.:
αγίασμα, αδάμαστο, αδρύ, ανέρωτο, απόσταμα, βαμμένο, βερδέας, βισάντο, βραστός,
γυναικόκρασο, γλυκάρμεμα, ηλιασμένο-λιαστό, καδόκρασο, κουμανταρέα, κουτελίτης,
λάγγερο, μαγγανίτης, μαρουβάς, μοσχάτο, φράουλα αλλά και ξυδόκρασο, νερόκρασο,
ξιδιάς, κ.ά.
Είδος καθημερινής διατροφής βασικό
στον αγροτοποιμενικό πληθυσμό, το κρασί καταναλώνεται σε μικρές ή μεγάλες
ποσότητες, ανάλογα με την απασχόληση και τις περιστάσεις. Έτσι, οι αγρότες
καταναλώνουν περισσότερο κρασί, ενώ οι κτηνοτρόφοι λιγότερο,. Και βέβαια, σε
συμπόσια, γιορτές, γάμους, πανηγύρια και περίδειπνα καταναλώνονται περισσότερο
κρασί και ρακή.
Δώρο, σύμφωνα με αρχαιότατη ελληνική
παράδοση του Διονύσου, που θεωρείται «ευρέτης
και δοτήρας του οίνου», το κρασί θεωρείται –μαζί με το λάδι το νερό και
βεβαίως το ψωμί-«δώρο του θεού» στον
άνθρωπο. Η ιερότητά του ανιχνεύεται σε πλήθος δοξασιών και σχετικών συνηθειών
συνδεδεμένων με τον ετήσιο παραγωγικό κύκλο, στα έθιμα του κύκλου της ζωής
(γέννηση, γάμος, θάνατος). Αλλά και σε άλλα συμβολικά συστήματα, όπως είναι οι
μύθοι, οι όρκοι, οι κατάρες, ο ρόλος του κρασιού είναι επίσης πολυσήμαντος.
Απόσταγμα
ευθυμίας
Το
οινόπνευμα –το σπίρτο, τσίπουρο, ρακή,
τσικουδιά, αποράκι, βινάς, κλωσταριδιά, πρωτοστάλαμα, στροφλιά, σούμα,
κ.λ.π.- είναι υποπροϊόν του σταφυλιού, παραγόμενο από τα τσίπουρα (στέμφυλα, στράφυλα, κ.ά.) που απομένουν
μετά το πάτημα των σταφυλιών και την εξαγωγή του μούστου. Παρασκευάζεται επίσης
από μούρα (μουρνόρακη), κούμαρα, μήλα (μηλοράκι), κ.ά.
Η απόσταξη
γίνεται με ειδικά καζάνια, τα ρακοκάζανα,
αποστακτήρες που περιλαμβάνουν το καζάνι, τον ψυκτήρα (λεκάνη, κ.ά) και το ρακοκούρουπο για τη συλλογή του
οινοπνεύματος. Στη Νάξο, π.χ., «αφού πατήσουν τα σταφύλια, παίρνουν τη
στροφιλιά μέσα στους ντενεκέδες και τ’ αδειάζουν μέσα σε μεθύρες. Η μεθύρα δεν κάνει να ‘ναι σκεπασμένη,
γιατί σε λίγες μέρες αρχίζει να βράζει. Απάνω στη μεθύρα θα μείνουν οι
στροφιλιές κανένα μήνα, μέχρι που να τελειώσει το βράσιμο που κάνει. Ύστερα
είναι έτοιμες για τις βγάλουν και να βγάλουν τη ρακή. Για να μην εξατμίζεται η
ρακή, το καζάνι το χρίζουν με βουδιά.
Κατόπιν βάνουν το λαήνι από κάτω από το νουλά
και ανάβουν φωθιά και αρχίζει να βράζει. Όταν βράζει, γίνεται ατμός, που
ανεβαίνει και περνά μέσα από το νουλά. Εν τω μεταξύ, τη μπιρμπινίτσα την έχουν γεμίσει νερό. Μόλις περάσει ο ατμός κρυώνει
και γίνεται νερό, ρακί που τρέχει μέσα στο λαγήνι».4 Για να δοκιμάσουν το οινόπνευμα συνήθως
ρίχνουν κατά διαστήματα λίγο στη φωτιά και αν δεν ανάβει διακόπτουν την
απόσταξη. Για τη βελτίωση της γεύσης του οινοπνεύματος χρησιμοποιούν γλυκάνισο,
μάραθο, μαστίχα, κ.ά. Εκτός από ποτό, το οινόπνευμα χρησιμοποιείται και για
φαρμακευτικούς λόγους (εντριβές, κομπρέσες σε πονόδοντο, κρυολόγημα, κ.λ.π.)
Η
σταφίδα
Η σταφίδα,
μονοκαλλιέργεια κάποτε για ορισμένες περιοχές (Κορινθία, Ηλεία, Αχαΐα, Ανατ.
Κρήτη) παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς το τρύγημα, αλλά κυρίως ως προς το άπλωμά
της, στα αλώνια παλιότερα. Μετά την αποξήρανση ακολουθούσε ο καθαρισμός και το
λίχνισμα της σταφίδας, και η μεταφορά της στις αποθήκες.
Η σταφίδα υπήρξε για πολλά χρόνια το
γλύκισμα των παιδιών και το τονωτικό τους στα κρύα του χειμώνα. Μια χούφτα
σταφίδες μαύρες με κουκούτσι ήταν μια ευχή για την ημέρα του παιδιού στο
σχολείο. Αλλά και σε δύσκολες για τον επισιτισμό του λαού μας περιόδους η
σταφίδα υπήρξε μεγάλη παρηγοριά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.
Στεφ. Ημέλλου – Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη,
«Παραδοσιακός υλικός βίος του ελληνικού λαού – Ερωτηματολόγιο, Αθήνα 1983, σ.
134.
2.
Γ. Α. Μέγα, Ελληνικαί εορταί και έθιμα
λαϊκής λατρείας», σ. 248.
3.
3. Ό.π.
4.
Κέντρο Λαογραφίας, αρ.2342.
ΠΗΓΗ:
Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά ημέρες, Κυριακή, 02/09/2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου