Εβίβα παιδιά!
ΧPIΣTOΦOPOΣ MHΛIΩNHΣ
Φιλόλογος – συγγραφέας
ΑN KPINOYME από τα αρχαιολογικά ευρήματα (πίθοι, κρατήρες, αμφορείς, κύλικες), η χρήση του οίνου, του κρασιού, όταν αρχίζουν τα πρώτα ποιητικά κείμενα της ελληνικής γλώσσας, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια (8ος αι. π.Χ.), έχει πίσω της μια μακρότατη παράδοση. Οι χρήσεις του πρέπει να πούμε καλύτερα.
Στην τρίτη κιόλας ραψωδία της Ιλιάδας (Γ, 295), όταν πρόκειται να κριθεί ο τρωικός πόλεμος με τη μονομαχία Πάρη και Μενέλαου, το κρασί χρησιμοποιείται στην τελετουργία των όρκων - που σημαίνει ότι είχε κιόλας καθαγιαστεί:
«...Και για τον όρκο οι κράχτες έφεραν περνώντας απ' το κάστρο
τα δυο τ' αρνιά και το γλυκόπιοτο κρασί, της γης το δώρο
μες σε γιδίσιο ασκί και λιόφωτο κροντήρι από την άλλη
και κούπες κουβαλούσε ολόχρυσες ο Ιδαίος με βιάση, ο κράχτης...
...Κι απ' το κροντήρι τότε βάζοντας κρασί στις κούπες, κάτω
το ξέχυναν, και τους αθάνατους θεούς ανακαλιούνταν:
...πατέρα Δία, τρανέ κι ασύγκριτε, και σεις αθάνατοι άλλοι,
όποιοι από τους δυο μας τους αμάλαγους πατήσουν όρκους πρώτοι
σαν τούτο το κρασί κατάχαμα να τρέξουν τα μυαλά τους...»
Πιο κάτω, στην 7η ραψωδία (Ζ, 261), μαζί με την τελετουργική χρήση του γίνεται λόγος και γι' άλλες ιδιότητές του: Όταν ο Έκτορας επιστρέφει από τη μάχη στο κάστρο του Ιλίου, τον υποδέχεται η μητέρα του, η Εκάβη, και του λέει:
«... Μα για περίμενε γλυκόπιοτο κρασί για να σου φέρω
στον κύρη Δία και στους επίλοιπους θεούς να κάνεις πρώτα
σπονδή μετά κι ατός σου αν έπινες, πολύ θα το χαιρόσουν.
Πληθαίνει το κρασί τη δύναμη μαθές του κουρασμένου
και τώρα εσύ πού κουράστηκες, βοηθώντας τους δικούς σου...»
Κι ο Έκτορας:
«Όχι, κρασί γλυκό, μητέρα μου, μη με κεράσεις τώρα
μπορεί να μου κοπούν τα γόνατα και της αντρειάς ξεχάσω...
Με άπλυτα χέρια ακόμα σκιάζομαι στο Δία κρασί φλογάτο
να στάξω...»
Αλλά και δίχως ψωμί και κρασί ο πόλεμος δεν αντέχεται:
«Μα ο που ψωμί χορτάσει τρώγοντας και πιει κρασί, και πιάσει
ολημερίς μετά τον πόλεμο με των οχτρών τ' ασκέρια,
νιώθει αντριγιά τρανή στα στήθια του κι ακούραστα τα πόδια...»
Αυτά σ' έναν κόσμο πολεμιστών.
Στην Οδύσσεια ο κόσμος αυτός έχει αλλάξει, και μαζί η σημασία του κρασιού. Και τώρα βέβαια συνοδεύει το φαγητό, στο ιδιωτικό και, κυρίως, στο ομαδικό τραπέζωμα (το συμ-πόσιο, όπως χαρακτηριστικά θα ονομαστεί), αλλά οι ιδιότητές του είναι για να τονώσουν όχι την πολεμική ορμή, αλλά την ψυχική διάθεση (την ευ-θυμία). Oταν η Αθηνά πηγαίνει στο παλάτι του Οδυσσέα, στην Ιθάκη (α, 106), βρίσκει τους μνηστήρες της Πηνελόπης να κάθονται μπροστά στις εξώπορτες, πάνω σε δέρματα ζώων, και να παίζουν ζάρια:
«...κι οι παραγιοί κι οι κράχτες
άλλοι κρασί νερώνανε γι' αυτούς μες στα κροντήρια,
κι άλλοι, με τα πολύτρυπα σφουγγάρια τα τραπέζια
καθάριζαν και τα 'στρωναν, κι άλλοι έκοβαν το κρέας...»
Κι όταν ο Αλκίνοος κάνει τραπέζι προς τιμήν του Οδυσσέα και φέρνουν τον τραγουδιστή Δημόδοκο, ο υπηρέτης
«πανέρι του 'φερε έπειτα και του 'στρωσε τραπέζι
κι ένα ποτήρι με κρασί να πίνει όταν θελήσει...»
Και τον Οδυσσέα στο παλάτι της Κίρκης τον περιποιούνται τέσσερεις νεράιδες:
«η τρίτη το γλυκό κρασί κερνούσε σ' ασημένιο
κροντήρι και το μοίραζε μ' ολόχρυσα ποτήρια»
Και βέβαια να θυμίσουμε ότι στα συμπόσια το κρασί δεν το πίνανε σκέτο, αλλά πρώτα το ανακάτευαν με νερό (ένα νερό, δύο κρασί) στον κρατήρα (κροντήρι κατά τους μεταφραστές) και μετά το σερβίρανε με την κούπα (το δέπας)
Μετά την επική, ακολουθεί η λυρική ποίηση, που εκφράζει πια ατομικές καταστάσεις και αισθήματα. Το ποίημα από έμμετρη αφήγηση γίνεται τραγούδι, μέλος, που το συνοδεύει η κιθάρα ή ο αυλός. Και βέβαια στα αποσπάσματα που μας σώζονται συναντούμε συχνά το κρασί. Ο μισθοφόρος πολεμιστής το κουβαλάει μαζί του, μαζί με το ψωμί, τρώει και πίνει ακουμπισμένος στο δόρυ του, όπως ο Αρχίλοχος. Ο ποιητής Αλκαίος που δεινοπάθησε μες στους πολιτικούς κατατρεγμούς ζητάει κρασί για να μεθύσει από χαρά, όταν μαθαίνει πως πέθανε ο αντίπαλός του Μυρσίλος. Αλλά για τον Αλκαίο το κάθε τι είναι αφορμή για οινοποσία:
«Βρέχει ο θεός. Μεγάλη καταιγίδα χιμά απ' τον ουρανό
και τα νερά έχουν παγώσει. Δάμασε τη θύελλα, σώριασε ξύλα στη φωτιά,
ανάμιξε το γλυκό κρασί χωρίς τσιγκουνιά, βάζοντας ένα μαλακό μαξιλάρι
γύρω από τους κροτάφους σου»
«Ας πιούμε! Τι να καρτερούμε τα λυχνάρια;...»
Η αναφορά στην καλλιέργεια του αμπελιού και στη λατρεία του Διόνυσου, από την οποία προέκυψε ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος, το δράμα (τραγωδία και κωμωδία), θα μας έβγαζε έξω από τα όριά μας.
Στη βυζαντινή εποχή το κρασί αγιοποιείται στη θρησκευτική αντίληψη, αφού μετουσιώνεται στο αίμα του Χριστού, που οι πιστοί το μεταλαμβάνουν «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης». Ωστόσο οι γήινες χαρές βρίσκουν διέξοδο στη λεγόμενη Δημώδη Ποίηση. Ολόκληρο στιχούργημα με πάνω από 100 στίχους μας έχει διασωθεί, μάλλον του 12ου αι., Η φιλοσοφία του Κρασοπατέρος, που υμνεί την οινοποσία.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία η μανιέρα των «συμποτικών» επανέρχεται με τον κλασικισμό. Μαζί και ο όρος Ανακρεόντεια για τα ποιήματα του κρασιού και του έρωτα. Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847) είναι ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης:
«Να μη φθάσω, να μη ζήσω
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο κρασάκι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου...»
(Λυρικά, 1814)
Την αυθεντική όμως σχέση με το κρασί και την ταβέρνα (νέο μοτίβο, που θα το συνοδεύει) θα τη συναντήσουμε σε μερικούς νεότερους ποιητές, ως καταφυγή των μοναχικών ανθρώπων και των απόκληρων της κοινωνίας: λ.χ. στον Λάμπρο Πορφύρα (1879-1932):
Πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου
σε μι' άκρη, τώρα που άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια...
...με ανθρώπους που βασάνισεν η θάλασσα κι η φτώχεια...
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές
απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα
όλη η παρέα πίναμε ψες
εψές σαν όλα τα βραδάκια
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Κυρίως όμως αυτήν την αυθεντική σχέση θα την αποδώσει η πεζογραφία. Και πρώτα πρώτα ο γενάρχης των πεζογράφων μας, ο Παπαδιαμάντης, που ήταν κι ο ίδιος λάτρης του. Σαν εκείνον τον ήρωά του, τον βαρκάρη, που τον περισυνέλεξε ναυαγό ένα διερχόμενο πλοίο παρά την τερπνήν νήσον Τσουγκριάν κι οι ναύτες προθυμοποιήθηκαν να του προσφέρουν πουντς, για να τον συνεφέρουν.
«Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπαρμπα-Διόμας διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια.
- Oχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνή κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπαρμπα-Διόμας το ερρόφησεν απνευστί...».
Στον Παπαδιαμάντη οι πότες στις πιο πολλές περιπτώσεις είναι μοναχικοί άνθρωποι που οι ατομικές τύχες ή η κοινωνική τους θέση τους οδήγησαν στο κρασί και στην ταβέρνα. Σαν τον Ιάκωβο του διηγήματος Ο Χαραμάδος ή σαν τους αχθοφόρους του διηγήματος Ο Αμερικάνος, που συχνάζουν στο μαγαζί του Δημήτρη του Μπάρδα, ακόμα και την παραμονή των Χριστουγέννων:
«Ούτοι ήσαν οι αχθοφόροι της πόλεως, οι ίδιοι και διαλαληταί, τριμελής φαιδρά συντεχνία, περνώντας τον καιρόν των να πίνωσι το βράδυ παν ό,τι εκέρδιζον την ημέραν...
- Εβίβα παιδιά! Και συνέκρουον θορυβωδώς τα ποτήρια... Και ο πρώτος εξηκολούθησε να τραγουδή:
Βασίλω μ' τα κουμπούρια σου
με τι τα 'χεις γεμάτα;
βαριά π' ανάθεμά τα....»
Και βέβαια δεν λείπουν και οι οικογενειακές διασκεδάσεις, με την ευκαιρία χαρμόσυνων γεγονότων:
«Και ο μπαρμπα-Λάζος ο Μπόζος έπινεν γερά, και επλήθυναν τας ευχάς και τα συγχαρητήρια κι ετραγουδούσαν
«Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε... κτλ.»
συχαρίκια)
Καταφυγή
«Σ' ένα κρασοπουλειό σταματήσανε να πιούνε... Μέσα στο χαμηλό μαγαζί έπιναν και άλλοι, λυπημένοι αυτοί, προσπαθώντας να σβήσουνε ή να μετριάσουνε με το κρασί τη λύπη τους...» («Ζωή αρρωστεμένη»)
Στην ταβέρνα προσπαθούν να λύσουν και τα... υπαρξιακά τους προβλήματα. Η παρακάτω σκηνή είναι από το διήγημά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο Οι αλανιάρηδες:
«- Θα το κάψουμε! Βρυχήθηκε ο Λεώπης.
Ο Ρώγας χαμογελούσε κι έξυσε το σβέρκο του. Ο Αλίμπης έτρωγε χωρίς να μιλά και προσπαθούσε να μη σκέπτεται. Και αισθανόταν ζάλη πάλι στις σκέψεις του θανάτου, της αιωνίας σιωπής που χωρίς να θέλει περνούσαν από το νου του.
Άλλη μισή ήρθε. Και η νύχτα προχωρούσε. Ένα πρόσωπο παρουσιάστηκε στη μέση.
- Γεια σας!
- Ο Ψαθούλας!..
- Μα τι φως είναι αυτό! έκανε.
- Κάπηλας! Σήκωσε το φως!
Ο ταβερνιάρης σιγά, χωρίς να βιάζεται, ανέβηκε σ' ένα κάθισμα και το ύψωσε...
- Παρηγοριά! είπε ο Αλίμπης...
Κι αρχίσανε όλοι μεμιάς να τραγουδούνε κυκλωμένοι από το σύννεφο της ευδαιμονίας που ρίχνει το θείο κρασί...»
ΠΗΓΗ : Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 14 Μαρτίου 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου