μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2012

Ο στίχος και ο οίνο

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ


ΜIΑ ΦOPΑ κι έναν καιρό, ένα κατσίκι ξέκοψε από το κοπάδι του, το 'χουν αυτό το χούι τα κατσίκια, γιατί λιμπίστηκε κάποιους καρπούς γυαλιστερούς, πρωτόφαντους. Πολύ του άρεσαν, και με το δίκιο του, κι έτσι όλο έφευγε από το κοπάδι για να ευφρανθεί καταβροχθίζοντάς τους. Ώσπου το πήρε είδηση ο βοσκός ο Στάφυλος, το παρακολούθησε κι είδε κι αυτός τους νέους καρπούς· παραξενεύτηκε βέβαια αλλά, σαν από επιφοίτηση, σκέφτηκε να τους στείψει και να τους αναμείξει με νερό καλό του Αχελώου. Και εγένετο οίνος. Το όνομά του το νέο ποτό το πήρε από τον ιδιοκτήτη του κοπαδιού, τον Oινέα, βασιλιά της Kαλυδώνας στην Αιτωλία, πατέρα του Mελέαγρου και της Διηάνειρας. Τη μεθυστική άμπελο του την είχε προσφέρει αντίδωρο ο Διόνυσος, μιας και ο βασιλιάς έκανε πέτρα την καρδιά του και δάνεισε προσωρινά τη σύζυγό του την Αλθαία στον θεό, που την είχε σφόδρα επιθυμήσει.

Ερωτικός όπως ήταν ο Διόνυσος, κι επειδή κιόλας δεν ήθελε να περιοριστεί στην Αιτωλία το θείο δώρο του, τον ίδιο πάνω-κάτω καιρό (υπόθεση κάνουμε, τι δουλειά έχει ο χρόνος με τους θεούς) απέκτησε γιο από την Αριάδνη, που την είχε εγκαταλείψει στη Νάξο άσπλαχνος ο Θησέας. Έδωσε λοιπόν στον βλαστό του το σαφέστατο όνομα Οινοπίων και τον εγκατέστησε βασιλέα της Χίου, βοηθώντας τον να εισαγάγει στο νησί την τέχνη του κόκκινου κρασιού και τη χρήση του.

Ότι ο οίνος δένει με τον έρωτα το βεβαιώνει και η βλοσυρή Παλαιά Διαθήκη, και μάλιστα σε ένα εδάφιο της Γενέσεως ιδιαιτέρως βαρύ ως προς τα νοήματά του. O Λωτ είχε πάρει τα βουνά, όταν η θεϊκή οργή κατέστρεφε αμείλικτη τα Σόδομα και τα Γόμορρα, και ζούσε σ' ένα σπήλαιο με τις δύο θυγατέρες του. Κι είπε τότε η μεγάλη στη μικρή: «O πατήρ ημών πρεσβύτερος και ουδείς εστιν επί της γης, ος εισελεύσεται προς ημάς· δεύρο και ποτίσωμεν τον πατέρα ημών οίνον και κοιμηθώμεν μετ' αυτού και εξαναστήσωμεν εκ του πατρός ημών σπέρμα.» Kι έτσι έπραξαν· τον πότισαν με τη σειρά, τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του και «συνέλαβον αι δύο θυγατέρες Λωτ εκ του πατρός αυτών», ο οποίος «ουκ ήδει εν τω κοιμηθήναι αυτάς». Oταν βέβαια τις είδε να εγκυμονούν πάνω στα όρη, μακριά κι από τον ίσκιο ακόμη ανδρός, κάτι θα εννόησε, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που μόνο ικανότατοι ραβίνοι μπορούν να το διεξέλθουν.

Στα ίδια πάνω-κάτω μέρη, σε άλλους όμως καιρούς, ο Ιησούς «εποίησε την αρχήν των σημείων» (και προκατέβαλε την ταύτιση του με τη άμπελο, του δε αίματός του με το κρασί), εν Κανά της Γαλιλαίας: μετέτρεψε σε κρασί καλό το νερό που υπήρχε μέσα σε έξι λίθινες υδρίες και ευφράνθηκε όλο το συμπεθεριό.

Διά του λόγου εγένετο και ο κόσμος και ο οίνος. Με συνοδό τον οίνο ακμάζει ο λόγος, το κουβεντολόι - γι' αυτό και τον έπιναν κεκραμένο οι αρχαίοι, να μη μεθούν και χάνουν τον ειρμό τους. Υπήρχαν άλλωστε σοφά τελετουργικά και προαποφασισμένα μέτρα, ώστε ο πότος να μη ρίχνει στον ύπνο τον πόθο για συνομιλία, κάθε είδους συνομιλία. Ιδού, λόγου χάρη, ένας «κανόνας» που μάλλον δεν χρειάζεται μετάφραση:

Τρεις γαρ μόνον κρατήρας εγκερανύω
τοις ευ φρονούσι, τον μεν υγείας ένα,
ον πρώτον εκπίνουσι· τον δε δεύτερον
έρωτος, ηδονής τε· τον τρίτον δε ύπνου
ον εκπιόντες οι σοφοί κεκλημένοι
οίκαδε βαδίζουσι, ο δε τέταρτος ουκ έτι
ημέτερός εστι αλλ' ύβρεως, ο δε πέμπτος βοής.

Αλλά και υπέρ του οίνου εγένετο πολύς ο λόγος, και εγκωμιαστικός - κι ακόμα γίνεται, όπως σε τούτη την όμορφη μαντινάδα που άκουσα από τον Ψαραντώνη: «Παλιό κρασί η σκέψη μου, πάντα μ' αυτή γλεντίζω, / μα είναι φορές που με μεθά και δεν την νταγιαντίζω». Στην Παλατινή Ανθολογία, στο ενδέκατο Βιβλίο, σώζονται κάμποσες δεκάδες συμποτικά επιγράμματα «διαδόχων» του Ανακρέοντα και από αυτά μεταφράζω εδώ οχτώ, δίκην προπόσεως (τα υπ΄ αριθμ. 31, 34, 43, 45, 58, 60, 62, 63). Έπειτα από κάθε ποίημα ακολουθεί μικρό βιογραφικό του δημιουργού του. Στενός ο χώρος, δεν επιτρέπει τη δημοσίευση του αρχαίου κειμένου ή ειδικότερου σχολιασμού.

31.
Αντιπάτρου Θεσσαλονικέως

Δε με τρομάζει η δύση των Πλειάδων
ουδέ το κύμα
που ωρύεται σπώντας σε βράχους κοφτερούς
ούτε οι αστραπές του ουρανού
όσο ένας άνθρωπος κακόψυχος
κι οι νεροπότες,
που τα μεθυσμένα λόγια μας θυμούνται.

Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς: Επιγραμματοπιός της εποχής του Αυγούστου. H Παλατινή Ανθολογία περιέχει πάνω από εκατό επιγράμματά του (επιτύμβια, επιδεικτικά, συμποτικά, σκωπτικά, αναθηματικά).

 
34.
Φιλοδήμου

Α, όχι πάλι μενεξέδες, όχι της λύρας μουσικές,
όχι ξανά το χιώτικο κρασί,
και σμύρνα απ' τη Συρία,
και γλεντοκόπι.
Όχι. Ξανά δε θέλω πόρνη ακόρεστη
- ό,τι με σπρώχνει στη μανία το μισώ.
Αλλά ποθώ·
με τους ναρκίσσους στεφανώστε με, αυλοί
ας με τέρψουν,
τα μέλη μου με κρόκου αρώματα μυρώστε,
κρασί μυτιληνιό να με δροσίσει φέρτε
και με παρθένα κόρη ας γείρω να τρυγήσω.

Φιλόδημος: Φιλόσοφος και ποιητής του 2ου / 1 ου αι. π.X. από τα Γάδαρα. Αφησε πολλά δείγματα τολμηρής ερωτικής ποίησης που επηρέασαν τους Pωμαίους ποιητές. Φιλοσοφικά, υπεράσπισε την επικούρεια διδασκαλία έναντι των στωικών.

43.
Διοδώρου Zωνά

Δώσ' μου το κύπελλο το ηδύ,
πλασμένο από το χώμα
που με γέννησε,
το χώμα που πεθαίνοντας θα με σκεπάσει.

Διόδωρος ο Zωνάς: Ποιητής και ρητοροδιδάσκαλος του 1ου αι. π.X. από τις Σάρδεις.

45.
Oνέστου

Το πιο τερπνό, να πίνεις όταν θες.
O εξαναγκασμός
ντροπιάζει το κρασί κι εκείνον που το πίνει.
Κρυφά στο χώμα το κρασί πετιέται,
κάτω απ' το χώμα
ο πότης, πίνει της Λήθης το πικρό νερό.
Πολυμεθείς, χαρείτε.
Μέτρο θαρρώ της πάσας ευφροσύνης
ο πότος όταν ίσος με τον πόθο του.

Oνέστος: Ποιητής από την Κόρινθο ή το Βυζάντιο. Έζησε στα χρόνια περί τη γέννηση του Χριστού.

58.
Mακεδονίου Yπάτου

Τίποτε. Ούτε χρυσάφι ούτε της γης
τις μύριες πόλεις
ούτε τον πλούτο των Θηβών
που ιστορεί ο Όμηρος δε θέλω.
Το ποτηράκι μου μονάχα στρογγυλό
και ν' αναβλύζει μέσα του
κρασί, τα χείλη μου στο νάμα να δροσίζονται
το αέναο.
Παρέα μου να τραγουδάνε οι αγαπημένοι,
να πίνουν,
κι άντρες πολλοί στα αμπέλια να δουλεύουν.
Τέτοιος ο όλβος που ποθώ.
Κρατώντας το ποτήρι μου,
δυάρα δε δίνω για τους προύχοντες
και για τα πλούτη πό 'χουν.

Mακεδόνιος Yπατος: Ποιητής του 6ου αι. μ.X. από τη Θεσσαλονίκη. Σώζονται περί τα σαράντα επιγράμματά του.

60.
Παύλου Σιλεντιάριου

Eϊ κρασοπατέρες, σπονδές στον Bάκχο ας προσφέρουμε,
που μας ξυπνάει το γέλιο,
κι ας κατεβάσουμε με το κρασάκι μας
τις έγνοιες που μας φαρμακώνουν.
Ας το βαραίνει το στομάχι του
ταλαίπωρος ο αγρότης
μ' όσα η μητέρα της μελανόπεπλης
της Περσεφόνης δίνει.
Τα θλιβερά, τα ματωμένα κρέατα των ταύρων που θυσιάζουμε,
στ' αγρίμια ας τ' αφήσουμε,
στα ωμοφάγα όρνια.
T' αγκαθωμένα ψάρια
που ξεσκίζουνε τα χείλη μας,
σ' όσους τον Άδη κρίνουν φίλο τους
παρά τον ήλιο.
Για μας, α τι χαρά, βρώσις και πόσις
το κρασάκι μας.
Με αμβροσία ας βολευτεί όποιος τ' αντέχει.

Παύλος Σιλεντιάριος: Ποιητής του 6ου αι. μ.X., ανώτερος υπάλληλος στην Kωνσταντινούπολη. Σώζονται περίπου 80 επιγράμματά του, πολλά από τα οποία έχουν τολμηρό ερωτικό περιεχόμενο.



62.
Παλλαδά

Το θάνατο χρωστούν όλοι οι θνητοί,
και κανείς τους
αν αύριο θα ζει δεν το γνωρίζει.
Καλά στο νου σου να το βάλεις, άνθρωπέ μου,
και να ευφραίνεσαι· δώρο του Διόνυσου η λήθη τού θανάτου.
Tέρπου, στο βίο τον εφήμερο η Αφροδίτη ας σ' οδηγήσει.
Και τ' άλλα όλα, άσε να τα ρυθμίσει η Tύχη.

Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς: Σπουδαίος επιγραμματοποιός και δεινός σκώπτης του 4ου αι. μ.X., «ο τελευταίος Eλληνας ποιητής». Σώζονται πάνω από 150 επιγράμματά κάθε είδους.


63.
Mακεδονίου Yπάτου

E σεις, που νοιάζεστε για τις γιορτές
του ελεήμονος Bάκχου,
στον νέο τρύγο ελπίζοντας,
τη φτώχεια προσπεράστε,
Λοιπόν, κανάτι αντί ποτήρι θέλω,
και πατητήρι
αντί πιθάρι· σ' αυτά η άκρα ευφροσύνη
κατοικεί.
Eνα κανάτι απ' το κρασάκι μας αν πιω,
ώς και τους Kαναστραίους πολεμώ,
τους γίγαντες, αν θες,
Kαι με το θάρρος του Bρομίου στην καρδιά,
δεν τρέμω μήτε κεραυνούς
μήτε τη θάλασσα αμείλικτη.



Π


ΗΓΗ : Εφημερίδα H KAΘHMEPINH, Επτά Ημέρες, Κυριακή  29 Αυγούστου 1999




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου