μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012


ΕΝΑΣ  ΘΕΟΣ  ΑΛΑ  ΚΕΦΑ 

Του Νίκου Τσιφόρου από το βιβλίο του 
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»


ΠΑΛΙΟΖΩΗ, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία! Δουλειά, στεναχώριες, γραμμάτια, απαιτήσεις, αρρώστια., νεύρα, γκρίνια, γιατροί και φάρμακα, -- ξορκισμένα νάναι -- δικηγόροι και δικαστήρια. - φτύσε τον κόρφο σου - ισχυροί και καταπιέσεις και φόροι και στεναγμικές στιγμές, καμιά φορά ρίχνουμε πάνω λίγη σάλτσα από χαμόγελο να τα γλυκάνουμε, λέμε και κάνα αστείο, κάνα «δε βαριέσαι», αλλά η καρδούλα μας το ξέρει.
Κι όμως είναι όμορφα, ρε παιδιά. Τα σκουροπράσινα έλατα, η μεγάλη απλωμένη θάλασσα, τα κορίτσια, η γης που χρυσίζει το καλοκαίρι, το τραγούδι των τζιτζικιών που κορώνουνε στο λιοπύρι…
Και καμιά φορά κοιτάμε τα ηλιοβασιλέματα, τις απλωμένες καθρεφτικές λίμνες, είτε πάνω στην πείνα μας, μας σπάνε τη μύτη μυρωδιές από λαχταριστά μεζεκλίκια... λέμε «ωραία είναι η ζωή» κι άμα έρθει κανένας να μας δηλώσει ότι θα την αφήσουμε, μας πιάνει σύγκρυο...
Και το κρασάκι;
Κοντεύαμε να το ξεχάσουμε.
Χρυσό, κεχριμπαράτο, ζεστούλι για την ψυχή, παρηγoριά σε θολωμένα. κεφάλια... «¨Εδωσεν ο Κύριος τω Νώε την άμπελον» και τα ξέχασε κι ο Νώε και σούρωσε και πλάκωσε τον καρσιλαμά, «να πεθάνουνε όλες οι σιδερώτρες», μέχρι που κόντευε να γίνει ρεζίλης και τον σκέπασε ο γιός του μπαίνοντας πισόκωλα, «ίνα μη αντικρύσει την γυμνότητα του πατρός» -- πάνω στη σούρα του είχε μείνει φλούδα  τσίτσιδος ο πατριάρχης – και από τότες το πήρε η Ιουδαϊκή ανθρωπότητα και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», να κάτι ποτήρες ξεγυρισμένες.
Κι αφού κάνανε ύμνο και παραμύθια τούτοι δω, ο λαός «του αυστηρού θεού» των Εβραίων, πώς γίνεται να μην κάνανε ο λαός των εύθυμων Ελλήνων; Ο Διόνυσος γεννήθηκε.
Λίγο αργά. Είναι ο τελευταίος των θεών. Να πούμε καλύτερα ο νεώτερος. Άργησε να μπει στον Όλυμπο. Μπαίνοντας όμως κουβάλησε μαζί του μεγάλα δώρα. Την θρησκεία – τελετουργία — την τέχνη, την ποίηση. Κουβάλησε μαζί του το θέατρο, τον λόγο. Κουβάλησε μαζί το γιορτές και πανηγύρια και θρησκευτικά μυστήρια. Ο Διόνυσος είναι ένας θεός πανυγηριτζής, που έδωσε στον άνθρωπο μια δροσιά. Τη λένε «δημιουργία της ξενοιασιάς».
Κάπως δανεικός ο θεός.
Από την Αίγυπτο, ξεσήκωσε τον Σέραπι , μπορεί και τον Όσιρι. Από την Ιουδαία ξεσήκωσε μύθους και παραδόσεις. Από την Ασσυρία και την Βαβυλώνα ξεσήκωσε τις γιορτές του Άδωνι, καθαρά «οργιακές». Από την Ελλάδα κάτι βούτηξε του Απόλλωνα και του Πλούτωνα. Ένας θεός μασόνικα μυστήριος και όμως αγαπημένος.
Ας τον γνωρίσουμε. Μπορεί κάτι να μας πει μέσα στη σούρα του.

Ταυτότης.

Όνομα :Λυκόεργος ή Λυκόοργος.
(Οι θεοί, οι ηγεμόνες και οι κακοποιοί έχουν πολλά ονόματα). Λύκ είναι η ρίζα του φωτός, έργ είναι η ρίζα του εγκλείω, περιορίζω… Έκλεινε το φως. Φωτεινός. Ίσως νάναι και δανεικός από τον ήλιο. Ίσως νάναι ο ήλιος του καλοκαιριού κι ο ήλιος του χειμώνα.

Πατρίδα: μάλλον η Θράκη. Όλοι οι θεοί που ήρθανε από τα ξένα μέρη αποδίδονται σε πορεία από βορρά προς νότον. Θεωρίες. Φυλές Θρακικές κατεβήκανε από την Θεσσαλία, κουβαλώντας μαζί την βακχική λατρεία. Εγκατασταθήκανε στην κάτω Ελλάδα, Φωκίδα, Βοιωτία και διαδώσανε τον θεό στις Αιολικές φυλές. Άλλοι λένε : Ο θεός ήρθε από την Αίγυπτο μέσω Κρήτης. Την Φρυγία. Άλλοι ότι είναι ο Ινδικός θεός Σόμα. Μερικοί πιο φανατικοί, τον θέλουνε καθαρά ελληνικής κατασκευής. Κανένας δεν ξέρει κάτι το «θετικό».

Όνομα μητρός (ας την πάρουμε πρώτη) : Η Σεμέλη. Ούτε κι αυτηνής δεν ξέρουμε από πού της βγήκε τ’ όνομα. Λένε από το «Θεμέλη» που είναι η γη, θεμέλιο των πάντων. Λένε από το «σεινή», επίθετο και τούτο της Γης. Κάποιος (ο Μώργκ)  την θέλει από το Σελήνη…
'Όνομα. πατρός: ο Ζεύς… Ε, καλά… Και μάλιστα σαν τη Δανάη. Κάρπισε και η Σεμέλη – Γη με χρυσή βροχή.
Ή Σεμέλη έγινε μούσκεμα, αλλά τον άνδρα που την κατάβρεξε δεν τον είδε. Και την έπιασε και το περίεργο.
- Δηλαδή μας γκαστρώνουνε τώρα. Και δεν ξέρουμε και ποιός;
Καλέ πώς έγινε έτσι ο κόσμος!
Κι άντε καλά και σώνει να δει τον Δία και μάλιστα μ’ όλα του τα μεγαλεία για νάχει να λέει. Ο Δίας θύμωσε.
- Ορίστε. Δε φτάνει που της έκανα την τιμή, ζητάει κι αποπάνω.
Και θυμωμένος την έκαψε. Πριν πεθάνει πρόλαβε κι έβγαλε εφταμηνίτικο το παιδί, θα καιγότανε μάλιστα. Και το μικρό και δεν θάχαμε θεό, μεζέ μπεκρή θάχαμε, αλλά πρόλαβε η Γη και τον σκίασε και του φύτεψε από πάνω έναν κισσό. Ο κισσός έγινε το σύμβολό του.
Τον μπαμπά Δία τον έπιασε το πατρικό. Πήρε το μωρό και τόρραψε μέσα στον μηρό του να συμπληρωθεί η θητεία του σαν κυοφορούμενο, Έτσι και λέγεται ειραφιώτης από το ρήμα «έρραφθαι». Κι όταν συμπληρώθηκε τούτη η θητεία τον ξαναγέννησε πια ο μπαμπάς. Ο θεός είναι, λοιπόν, δυο φορές γεννημένος, Διμήτωρ ή Διθύραμβος.
Που γεννήθηκε; Α, εδώ λένε πολλά. Στην Ικαρία, στη Νάξο, στον Αλφειό, στην Αίγυπτο (να το προσέξουμε κι αυτό). Η Σεμέλη ήταν κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας. Όταν έκανε ότι έκανε με τον Δία, η Ήρα τάμαθε και θύμωσε. Αυτή της έδωσε συμβουλή να ζητήσει να δει τον γκόμενο εν τη μεγάλη στολή του. Κι έτσι κάηκε.
Είναι κι άλλος ένας μύθος τον Διόνυσο γιό του Δία και της Περσεφόνης, αλλά δεν στέκεται.
Στις Ινδίες ο ίδιος ο θεός, ο Διόνυσος, λέγεται Σόμα. Σόμα. Ακριβώς είναι το ζουμί ενός φυτού που το προσφέρανε σπονδή στη λατρεία των θεών. Η προσωποποίηση αυτού του υγρού έγινε θεός (δεν ξέρουμε αν είναι το αμπέλι). Ο θεός αυτός ήτανε αγαπητός στους ανθρώπους (φαίνεται νάναι μεθυστικός και ωραίος ο χυμός) και γι’ αυτό τον είπανε αγαπημένο. Βίνας είναι η λέξη «αγαπημένος» στα σανκριστικά. Από εκεί Βίνος, οίνος, βίνο στα λατινικά είναι το κρασί. Η λέξη γεννήθηκε μόνη της και πέρασε σε μας και στην Ευρώπη.
Ο σανκριστικός μύθος είναι ακριβώς είναι ίδιος με τον δικό μας. Ακριβώς κοπιαρισμένος. Και αυτόν τον Σόμα, ο Ίντρα τον έραψε στο μηρό του να συμπληρωθεί η κυοφορία του, κι αυτουνού η μάνα κεραυνοβολήθηκε και κάηκε κι αυτός γεννήθηκε δυο φορές και  λέγεται Δυϊζανμάν, δηλαδή  διπλογέννητος. Κι ο μύθος είναι συμβολικός. Ύστερα από το χειμώνα η Γη – Σεμέλη, συνέρχεται και με την ενέργεια του Ολύμπου (Δία, χρυσή βροχή) αρχίζει να συλλαμβάνει το σπέρμα της ζωής.  Οι χυμοί της μπαίνουν μέσα στα κλήματα που βλασταίνουνε. Ο θεός γίνεται έμβρυο. Αλλά ο Ήλιος (Δίας) καίει τη Γη (Σεμέλη) το καλοκαίρι. Το φυτό, πολύ ευπαθές, θα καταστρεφότανε αν δεν το προφύλαγε ένα άλλο φυτό, ο κισσός, που κατά φυσική επιταγή, φύεται στ’ αμπέλια κι από κει ξεκίνησε. Από τη στιγμή αυτή, ο ουρανός – Ζεύς, αρχίζει να προστατεύει το έμβρυο και τ’ αφήνει να καρποφορήσει, να συμπληρωθεί. Ο Διόνυσος γεννιέται…
Όταν γεννήθηκε το παιδί, το παραδώσανε πρώτα - πρώτα. Στην Ινώ, την αδελφή της Σεμέλης, να το μεγαλώσει. Η Ήρα όμως δεν της είχε περάσει ακόμα η λύσσα για την απιστία του άντρα της, κυνήγησε (τα είδαμε αυτά) την οικογένεια της Σεμέλης, τρέλανε τον άντρα της Ινώς, τον Αθάμαντα, που σκότωσε το παιδί του τον Λέαρχο παίρνοντάς τον για ελάφι, κι η Ινώ με τ’ άλλο της παιδί τον Μελικέρτη, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Τότε ο Δίας φώναξε τον Ερμή.
- Άμολύσου να μου γλυτώσεις τον Διόνυσο, τον πιτσιρίκο τον δικό μου.
'Έφυγε ο Ερμής τρεχάλα και έγινε ερίφι και τον γλύτωσε.
Γι’ αυτό ο Ερμής του Πραξιτέλη στην Ολυμπία, κρατάει αγκαλιά το μωρό Διόνυσο. Κι’ αυτό το μωρό τόφερε στη Νύσα.
Η  Νύσα δεν ξέρουμε ακριβώς πού είναι. Όμως όλα τα  μέρη
που καλλιεργούσανε τ’ αμπέλι φαίνεται να παίρνανε αυτό το όνομα. Ίσως νάναι κι ένα μέρος φανταστικό. Ο μικρός μεγάλωσε και φαίνεται να πήρε το μισό του όνομα από εκεί. Από το Δίας και Νύσα, Διόνυσος.
 Κει πέρα τον θρέψανε οι Νύμφες των υδάτων. Το νερό τρέφει την άμπελο. Νύμφες των Βροχών δηλαδή. Γιατί το αμπέλι είναι υγρή κατάσταση, καθαρά. Κατάσταση «ζωμού φυτικού».
Μερικοί  θέλουνε να τοποθετήσουνε τη Νύσα στη Νάξο γι' αυτό και τη  Νάξο τη λένε Διονυσιάδα.. Οι νύμφες που τον θρέψανε ήτανε η Φιλία, η Κορωνίδα και η Κλείδη.
Στη Νύσα, όπου και νάτανε, ο Διόνυσoς την άραξε σε μια δροσερή σπηλιά και πέρναγε καλά και τεμπέλικα. Μέσα. στη σπηλιά μεγάλωνε και ένα αγριόκλημα. Μια μέρα ο Διόνυσος δοκίμασε τον καρπό του αμπελιού  και «ευθύμησε και καταχάρηκε» και φώναξε και τις Νύμφες του που φάγανε κι αυτές.
Φαίνεται , ότι ο θεός σούρωσε, γιατί πήρε σβάρνα τα βουνά και τις χαραμάδες και φώναξε κι έκανε εύθυμες τρέλες. Ήτανε μεγάλος σαματατζής (Βρόµιος). Κι αν τον είπανε Βάκχο ίσως τ’ όνομα να προέρχεται από το σανσκριστικό Δάκχα, που τώχε ο επίσημος σαματατζής Άγκι - Σόμα.
Έτσι ανακαλύφθηκε το κρασί αλά ελληνικά. Ο Διόνυσος τόδινε σε φίλους που ευθυμούσανε και σε εχθρούς που χάνανε το μυαλό τους. Κι επειδή τα πρώτα αμπέλια φυτρώσανε πάνω στις πλαγιές των λόφων γι’ αυτό λένε ότι μεθυσμένος πήρε τα βουνά και τα ρουμάνια. Είναι ένας θεός εύθυμος, χαρούμενος, φασαριατζής κι έχει παρέα από Σατύρους και Σειληνούς (τους πρώτους κατοίκους της υπαίθρου που το πίνανε χωρίς μέτρο και κάνανε ... αταξίες) και Νύμφες που όλοι μαζί μέσα. στη σούρα τους, δεν κάνουνε και ... πολύ ηθικά πράματα.
Τραγουδάνε, χαίρονται, τη φύση και τη ζωή τους, κάνουνε αταξίες. Όλα όσα δίνει το κρασί και «τα φρικτά αυτού αποτελέσματα» που λένε οι ηθικολόγοι.
Οι άνθρωποι τον αγαπάνε ακριβώς γιατί αυτός τους έδωσε τ’ αμπέλι, το κρασί, το ξεφάντωμα...
Τούτο το αμπέλι φαίνεται να μεταφυτεύτηκε στην Ελλάδα, αλλά από πού ακριβώς δεν ξέρουμε. Λένε ένα σωρό μέρη. Την Ερυθρά θάλασσα, την Αίγυπτο, την Ινδική Νύσα, ακόμα και την Ολυμπία και την Τύρο. Δεν βγαίνει άκρη.

Μύθοι για τ’ αμπέλι διάφοροι. Αναφέρουμε μερικούς.

Ένας γιός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, ο Ορεσθεύς, είχε μια σκύλα που του γέννησε ένα. κομμάτι ξύλο. Αυτό το ξύλο τόθαψε και φύτρωσε ένα κλίμα φορτωμένο σταφύλια. Κι επειδή, λέει, έγινε αυτό, ο Ορεσθεύς είπε το γιό του Φύτιο, και ο γιός του Φυτίου ήτανε ο Οινεύς, το όνομα. «οίνη» , δηλαδή άμπελος.
Άλλος μύθος: Ένας βασιλιάς στην Αιτωλία. πού λεγότανε Οινεύς, είχε ένα τσοπάνη που τον λέγανε Στάφυλο. Ο Στάφυλος, λοιπόν, είδε ότι μια κατσίκα του έτρωγε ένα φυτό και πάχαινε. Ήτανε το σταφύλι που το δοκίμασε κι αποκεί από το Στάφυλο πήρε το όνομα σταφυλή.
Άλλος μύθος: Αυτόν τον Οινέα. τον εξετίμησε ο Διόνυσος ο ίδιος γιατί ο Οινεύς έκανε «τα στραβά μάτια» και άφησε τον Διόνυσο να ... κοιμηθεί με τη γυναίκα του την Αλθαία. Κι επειδή οι μεγάλοι ανταμείβουνε τους μικρούς εθελοντές κερατάδες, ο Διόνυσος έμαθε τον Οινέα να φτιάχνει κρασί καλλιεργώντας την άμπελο ... Ωραίος τρόπος ιδρύσεως εταιρίας βιομηχανίας οίνων και οινοπνευματωδών ποτών.
Στην Αττική το κρασί ήρθε από το μέρος που και σήμερα ακόμα το λέμε Διόνυσο. Έτσι διδάσκει ο μύθος.
Ήτανε, λοιπόν, στον Διόνυσο, ένας βασιλιάς, Ικάριο τον λέγανε, και η γυναίκα του, η κυρά Φανοθέα, δουλειά δεν είχε, έγραφε στίχους. Σήμερα, ορισμένες κυρίες που δεν έχουνε δουλειά τα κάνουνε κάτι τέτοια. Και δεν είναι ότι γράφουνε στίχους, σε φωνάζουνε και σου τους διαβάζουνε, τρομάρα τους. Όταν πέρασε, λοιπόν, από εκεί ο Διόνυσος, τον μουσαφιρέψανε, τον καταπεριποιηθήκανε και η Φανοθέα – κακόχρονη --  διάβασε το εξάμετρο --  τέτοια έγραφε.
Ο Διόνυσος ξεκαρδίστηκε.
- Μαντάμ, τί να σας πω, μ’ ανοίξατε την καρδιά.
- Αλήθεια, σας αρέσουνε ;
- Τρίχες μ’ αρέσουνε. Τί είμαι κριτικός εμβριθής να μ’ αρέσουνε οι σάχλες ; Αλλά την καρδιά. μου την περιβολιάσατε.
Σκέφτηκε και λιγάκι.
- Άντε να σας δώσω τ’ αμπέλι να έχετε να σπάτε κέφι.
Και τους έδωσε τ’ αμπέλι.
Πάνω που τους τόδωσε, το θυμήθηκε :
- Ρε συ Ικάριε, φώναξε τον βασιλιά. Το κρασί που θα βγάλεις να το κρύψεις.
- Γιατί ;
- Γιατί ο  λαός άμα, πιεί μεθάει. Κι  άμα, μεθάει χάνει την πειθαρχία του. Κι άμα χάσει την πειθαρχία του ο μεθυσμένος από κρασί ή ενθουσιασμό ή ακόμα και κατανόηση των πραγμάτων, ο λαός καταλαβαίνει, ότι δεν του χρειάζονται κάτι βασιλιάδες σαν και σένα και μπορεί να πάθεις μεγάλη ζημιά.
Έφυγε ο θεός, αλλά ο Ικάριος, λωλός και απερίσκεπτος, αντί να περιορίσει το κρασί, όπως έκανε η Αμερική και είδανε μια καλή μέρα, τα γκαγκστεράκια, βγήκε και κέρναγε τον κόσμο.
Όποιος έπινε ζήταγε.
- Δώσμου κι άλλο.
Δώσε, δώσε, σουρώσανε πολύ κι αρχίσανε :
- Γιατί αυτός ο ρουφιάνος νάχει τα παλάτια και τ’ αγαθά και τα κρασιά και τα πάντα κι εμείς να δουλεύουμε την τσάπα και να του πλερώνουμε φόρους και να τον προσκυνάμε ;
- Ναι, ρε. Άνθρωπος δεν είναι κι αυτός ; Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν κοιμάται ; Δεν πάει στον καμπινέ ;
- Τί μας χρειάζεται ;
- Κισλάραγα θα βάλουμε στην κεφάλα μας ;
Κι απάνω στο μεθύσι, τον πιάσανε τον Ικάριο.
- Αυτό μας τόδωσες για να μας δηλητηριάσεις..
-Έτσι, ρε, μας μεθάτε με μπούρδες για να μας κρατάτε σκλαβάκια σας.
-Όχι, ρε παιδιά. Εγώ το καλό σας θέλω ...
Mπα! Τον πιάσανε, τον σκοτώσανε τον Ικάριο.
Την άλλη μέρα. που συνήλθανε, τον θάψανε με ευχάς και πονοκέφαλο. Αλλά τον θάψανε κοντά σε μια πηγή που τη λέγανε Άνυγρο και η οικογένειά του δεν είχε πάρει χαμπάρι
Η κόρη του η  Ήριγόνη βγήκε λοιπόν να βρει τον πατέρα της.
Είχε μια σκύλα, τη Μαίρα, ωσμίστηκε η Μαίρα, ωσμίστηκε και την πήγε εκεί που είχανε καταχωνιάσει τον Ικάριο, κάτου από τις πέτρες. Μόλις τον είδε τέζα, τρελάθηκε η κοπέλα και κρεμάστηκε σ' ένα δέντρο. (Η τραγωδία του Σοφοκλή «Ηριγόνη» τα λέει αυτά όλα.
Ο Διόνυσος τους έκανε και τους τρεις αστερισμούς. Είναι ο αστερισμός του Κυνός, που λέμε μεις, και το Μαίρα είναι από τη ρίζα μαρ που σημαίνει λαμπερό (μαρ – μαίρω). Κι αυτός ο μύθος που είναι σαν κάθε μύθος συμβολικός, δημιουργήθηκε από το κρέμασμα της Ηριγόνης – τσαμπιού, την γιορτή της αιώρας (Ικαρία), από το «αιωρέω», κρέμομαι, δηλαδή, κι ακόμα κάτι αγαλματάκια που τα κρεμάγανε στο Λάτιο πάνω στα κλήματα για να τα προστατεύουνε από το κακό.
Ακόμα μια αττική γιορτή, τα Ασκώλια, γεννηθήκανε από τούτο το μύθο. Τον καιρό του τρύγου οι νέοι χωριάτες πηδάγανε με το ένα πόδι πάνω σ’ ένα ασκί γεμάτο μούστο και μάλιστα αλειμμένο με λάδι. Και κάνανε κέφι ποιος θα  πέσει. Επειδή, λέει, ο Ικάριος είδε μια μέρα έναν τράγο που του έτρωγε το αμπέλι, τον σκότωσε και πάνω στο τομάρι του, φουσκωμένο, άρχισε να χορεύει…
Άλλος βασιλιάς που την έπαθε πάλι από τον Διόνυσο, ήτανε κι ο Μίδας.
Μια μέρα ο Μίδας είδε ένα γέρο Σειληνό και τον έπιασε.
Ο Διόνυσος που έμαθε τι γίνηκε, πήγε και τον βρήκε.
- Είσθε απαγωγεύς, ήγουν κιντνάπερ. Πόσα θέλετε να μου τον επιστρέψετε;
- Μπορείς, λέει ο Μίδας, χαζός και φιλοχρήματος, να μου κάνεις μια χάρη; Ό,τι πιάνω να γίνεται χρυσάφι;
- Τόχεις.
Πήρε τον Σειληνό του κι έφυγε ο Διόνυσος και ο Μίδας χαρά χαρούμενος, άρχισε να μαζεύει χρυσάφια. Άγγιζε πέτρες, άγγιζε ντουβάρια, άγγιζε την πεθερά του, ό,τι άγγιζε χρυσός.
Καμιά φορά τον έκοψε η πείνα.
- Άντε, παιδιά, σήμερα το βγάλαμε το μεροκάματο, φέρτε να φάω
- Του φέρανε, πιάνει ο κόπανος ένα κοψίδι, χρυσός το κοψίδι. Πιάνει ψωμί, χρυσός το ψωμί.
Τρελάθηκε.
- Tώρα;
Τώρα σαν ποληώρα. Γιατί όσο χρυσάφι  νάχεις άμα δεν μπορείς να φας, βράστο… Έτσι λέει ο μύθος κι άσε κάτι μαζώχτρες να μαζεύουνε…
Η ιστορία του Διονύσου είναι μεγάλη και σημαντική για την Ελλάδα. Έχει τόσα μέσα σαν πεπραγμένα του, που ορισμένως θα μας απασχολήσει περισσότερο από κάθε άλλο θεό. Όμως είναι κάτι που «πρέπει» να ξέρουμε καλά, γιατί απ’ αυτόν γεννήθηκε η τέχνη και μάλιστα ο θεατρικός λόγος.
Α, ναι, ξέχασα. Προς τιμήν του, οι θεατρικοί κριτικοί δεν γεννηθήκανε απ’ αυτόν…
Ίσως, γιατί δεν έχουνε καμία σχέση με το θέατρο…


ΠΗΓΗ : 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου