μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012



ΤΟ ΣΤΙΜΕΝΟ ΣΤΑΦΥΛΙ

Του Νίκου Τσιφόρου από το βιβλίο του
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»

ΚΙθΑΡΙΤΣΑ ! Κάπου στο Φόντο, πάνω σ’ ένα ξύλινο ικρίωμα,
σκαρφαλωμένα καμιά δεκαριά βαρέλια. Μερακλής ο ταβερνιάρης
 τους έδωσε κι ονόματα : «Πυθαγόρας», «Φώντας», «Μυστήριος».
 Στη γωνιά πουλάνε κάρβουνο και δαδί. Κισσός αγκαλιάζει από μέσα
 τη μάντρα. Τραπεζάκια σιδερένια, στρογγυλά εξευτελισμένα. Καρέκλες
της κλάψας.
Τοίχος με, κιμωλία γραμμένη: «Σουραύλης δρχ. 17,40….
Πιτσικόκος δρχ. 9,20», τέτοια πολλά.  Πλάϊ μια επιγραφή σε χαρτόνι,
ρεζίλω, αφού τη διαψεύουνε τα βερεσέδια «Πίστοσις δεν δίδετε».
Κι ο πάγκος και κάτι παλιοτήγανα που βρωμάνε τηγανισμένο τσικνιστό λάδι και κάνα δυο τσετζερέδες, τέτοια… Α, ναι ! Και τ’ αλουμίνια, καρτούτσα, μισόκιλα, κιλά ολόκληρα.
 Τούτη δω είναι μια εικόνα που σβήνει. Θαμπώνει και χάνεται μέσα στην καινούργια Αθήνα, λίγα τα ταβερνάκια τα τέτοια, παλιό στυλ, πολλά τα καινούργια που μυρίζουνε Ευρώπη κι Ανατολή χαρμανέ, με ασπροφορεμένα γκαρσόνια και «ντολμαντές αυγκολέμονο», με αηδία για τους τουρίστες.
 Στις παλιές λιγοστές μάντρες τραβάει η κιθαρίτσα την κλάψα της, μονόχορδη. Χοντροκοιλιάρικοι, χοντρόφωνοι, ξεπερασμένοι, που τα πίνουνε με μεζέ τίποτα, ένα σκουμπρί, αν το βρούνε, λίγο τυράκι, καμιά ελιά,, κρεμμύδι, ντομάτα… Η πολυτέλεια είναι Τζιεράκια με σάλτσα γιαχνί ή κάνα γαύρος πλακί. Το τραγουδάνε κιόλας στο σόττο βότσε.
«Κάτω στην έρημο, τον τάφο μου ε  τον τάφο μου έσκαψα» ...
Κι άλλοι λένε πολιτικά και που ανέβηκε ο τιμάριθμoς που δεν φτάνει το μερoκάματο... Kαημoί...
Μέσα  στα ποτήρια, χρυσίζει το κρασάκι...
- Άντε βίβα, κι αυτό είν’ όλο.
Άντε βίβα να καταπιούμε τον πόνο μας. Να τον κοιμίσουμε. Να ζαλιστεί ο ερίφης και να μας αφήσει ατσίγκλητους. Στο διάολο. 'Όλη μέρα εργασία, κούραση κι ορθοστασία και να τούτο, να τ’ άλλο… Μας λυπήθηκε κι ο Κύριος «Πάρτε ρε κερχελέδες το κρασάκι να τόχετε να ξεχνάτε. Πάρτε να δροσίζετε τα βραδάκια σας». Θα φωνάζει η κυρά Κατίνα τώρα που θα πας σπίτι» πάλι τάπιες… πάλι με παρέες, δεν αφήνεις δεκάρα!», Δε βαριέσαι. Σήκω το χέρι και τρεσάρισέ της πέντε φάσκελα. «Άσε με, μωρή λάμια». Κι άντε να ξεραθείς στο κρεβάτι σου. Με τη γυναίκα άλλος δρόμο δεν είναι. Ή δεν της δίνεις σημασία και λέει ή την πλακώνεις στη σφαλιάρα και πάλι λέει.
Εφ’ όσον κι υπάρχει ρετσίνα…
Πάντοτε υπάρχει ρετσίνα. Από τον καιρό των πατεράδων μας και των παππούδων μας και των αρχαίωνε. Μάλιστα. Ρίχνανε κι αυτοί ρετσίνα στο κρασάκι τους για να πικρονοστιμίσει. Να πιπερίσει η γλώσσα και να λαγάρει ο καταπιόνας Να το πίνεις και να κυλάει μέσα σου η δροσιά «ώωωχ».
Και να ζαλίζεται η κεφάλα. Τι έχει δηλαδή ο φτωχός; Τα παπόρια, τα νησιά ή τα μπερκέτια του; Ένα κρασί και τη θολούρα του. Αυτό έχει.
Ορίστε; Όλος ο  κόσμος, ρε. Από την πρώτη του μέρα το βλογήσανε οι πάντες. Κι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, κρασί έκανε εν Κανά της Γαλλιλαίας. Με το κρασάκι μας μεταλαβαίνει. Κι οι προφήτες Του. Κι οι παλιοί πριν Χριστού. Δικοί μας και ξένοι. Τόπανε καθαρά. «Ευλογημένο εστίν».
Το οποίον, γιατί ο Διόνυσος να μην είναι ο θεός του. Εδώ όλες οι ταβέρνες το γράφουνε «Βάκχος», «Διόνυσος»… Τρεις χιλιάδες χρόνια πούχει τούτος ο παλιός Θεός του κρασιού! Παραμύθι στο παραμύθι. Το τραβάει κι ο οργανισμός του. Άμα τα πιείς λες πολλά. Κι άμα λες πολλά μεθυσμένα, λες και ψέματα
 Ήτουνε μια φορά, λέει, ένας Λυκούργος τόνομα πάνου στη Θράκη. Τον πατέρα του τον λέγανε Δρύαντα, μυστήριο όνομα, και τούτος δω ο Λυκούργος ήτουνε, λέει, τζαναμπέτικο παλληκαράκι και τάβαζε με τους Θεούς και τους έκανε πετροπόλεμο...
Mια μέρα., το λοιπόν, είχε βγει ο Διόνυσος, παιδάκι ακόμα, πάνω
στο βουνό της Νύσας, με τις Νύμφες παρέα να κάνουνε τρελλίτσες
κομψές. Το μοβόρικο το Λυκουργί, βλεφαριάζει τις Νύμφες και τις βάζει στο κοντό.
- Θα σας πιάσω και αλίμονό σας, αλανιάρες... Που μούρθατε εδώ ξεστήθωτες να μου λανσάρετε καινούργιες μόδες να μου χαλάσετε τις γυναίκες...
Καθόσο ξεχάσαμε να το πούμε, ο Λυκούργος ήτανε βασιλιάς των Ηδωνών, κει πάνου κoντά στο Στρυμόνα.
Τα κορίτσια βαστάγανε κάτι Θύρσoυς, τους παρατήσανε και το βάλανε στα πόδια, διότι δεν τον γoυστάρανε τον Λυκούργο τον ασκημόμαγκα.
Φύγανε, το λοιπόν, κι ο Διόνυσος που τον είδε νάρχεται με την σφεντόνα, ένοιωσε ευκοίλια και από την τρομάρα του πήγε και έπεσε στη θάλασσα. Τον μάζεψε η Θέτις και τον σκούπισε γενικώς. 
Άμα και καθαρίστηκε ο Διόνυσος, τότε θύμωσε.
- Βρε τον παλιoαλανιάαρη να μου κάνει τέτοια λαχτάρα.
Και σαν θεός που ήτανε, πέταξε αόρατος κι έχωσε μέσα στην κεφάλα του Λυκούργου ίσαμε έντεκα καντάρια τρέλα.
Τρελλάθηκε, το λοιπόν, ο Λυκούργος και άρχισε να τα βλέπει όλα αλλιώτικα. Είδε τον γιό του Δρύαντα κι αυτόν σαν τον πατέρα του και τον πέρασε για κλήμα...
- Kλάδεμα. θέλει, είπε:
Και μάγκωσε ένα κλαδευτήρι και το κλάδεψε, πόδια, χέρια και πάει το παιδάκι.         \            .
Έτσι και σκότωσε τον πιτσιρή του συνήλθε αλλά η γη δεν έβγαζε πια τίποτα, τον είχε καταραστεί ο Διόνυσος. Τους υπηκόους του, τους Ηδωνούς, τους πλάκωσε η ψωμόλυσσα. 
- Τι τρώμε, Mεγαλειότατε;
- Θα ίδωμεν.
- Να ίδωμεν, αλλά και να φάγωμεν. Διότι άμα βλέπεις και δεν τρως είναι τρεισχειρότερα...
Πήγανε, λοιπόν, στο μαντείο κι είπε το μαντείο :
- Μόνο άμα. σκοτώσετε τον βασιλιά θα ξαναδείτε μάσα.
Ο λαός είναι ήμερο ζώο και βελάζει μαλακά κάτι «ζήτω» ξεγυρισμένα, όσο έχει και τρώει. Έτσι όμως και τον σφίξει η πείνα αγριεύει και γίνεται μανιασμένος λύκος. Είπανε λοιπόν, οι Ήδωνοί:
- Να τον καθαρίσουμε.
Πέσανε κάτι παλατιανοί, που τη γαζώνανε, κάτι μεγαλοβουτυράδες.
- Τον Μεγαλειότατό μας, ρε; Το καμάρι μας; Τον χοντρολαίμη μας;
Τα. άδεια στομάχια δε σηκώνουνε λόγια.
- Θα. μας δώσει να μασίσoυμε;
- Δεν έχει.
- Να πεθάνει.
Και τον πιάσανε και τον δέσανε χειροπόδαρα σε τέσσερα άλογα, εκεί στο βουνό το Παγγαίο και βαρέσανε τ’ άλογα. Φύγαν, λοιπόν, τ’ άλογα δεξιά - αριστερά, κομμάτια ο βασιλιάς και ησύχασε ο τόπος.
Τούτο το παραμύθι έχει και συνέχεια με τον αδελφό του Λυκούργου που τον λέγανε Βούτη κι ήτανε βασιλιάς στη Νάξο.
Ή Νάξος δεν είχε, λέει, γυναίκες κι ο Βούτης πήρε τα. παλληκάρια του και περάσανε απέναντι στη Θεσσαλία να φέρουνε γυναίκες. Κείνη την ημέρα που βγήκανε, οι Θεσσαλοί κάνανε γιορτές για  τον Διόνυσο. Είδανε, λοιπόν, οι Ναξιώτες γυναίκες μπόλικες, αλληθώρισε το μάτι τους.
- Αμάν, τι γυναικολίβαδο είναι τούτο,
Και κάνανε ντού και τις πήρανε τις γυναίκες.
Ο Διόνυσoς θύμωσε.
- Ήμέραν της ονομαστικής μου εορτής και να βουτώσιν γυναίκας;
-'Έ, τι να. κάνουνε; Να φάνε τα κεράκια της τούρτας;
Ανοίξανε
και τους φακέλους, βρήκανε ότι ο Βούτης είναι αδελφός του Λυκούργου, σου λέει να τιμωρηθεί.
Και τρελάθηκε ο Βούτης κι έπεσε σ’ ένα πηγάδι και πνίγηκε
Κι όχι τίποτα άλλο. Πάει και το πηγάδι μαγαρίστηκε.                            .
Ωραίες ιστορίες!!!
Στη Θήβα ήτανε ένας Πενθέας, γιός του Σπαρτού (από δαύτους που είχανε γεννηθεί από τα δόντια του δράκοντα) του Έχίονα και της Αγαύης. Τίμιος άνθρωπος, έμαθε ότι πάνω στον Κιθαιρώνα μαζεύονται η παρέα του Διονύσου και οι Μαινάδες και κάνουνε όργιο και θύμωσε.
- Τι τον περάσανε, ρε, τον τόπο μας; 'Έχουμε και κορίτσια!
Και κρύφτηκε σε κάτι κλαδιά
να δει τι γίνεται και να λάβει τα μέτρα του, ως οφείλουν να πράττουν οι κατά τόπους πανηθικώτατοι «Ηθικοί σύλλογοι».
Οι Μαινάδες όμως που ήτανε μαστούρες από τον ερωτισμό και το κρασί και δεν κρατιόντουσαν τον ανακαλύψανε.
- Μπανιστιριτζής, φωνάξανε.
- Προδότης και θα πάει στον εισαγγελέα.
Και μουντάρανε όλες μαζί, έξαλλες, και τον κάνανε κομμάτια
Μάλιστα, επικεφαλής των Μαινάδων, ήτανε η ίδια η μάνα του Πενθέα, η Αγαύη, κι αυτή τούκανε τη μεγάλη ζημιά.
Πάει αυτό.
Στον Ορχομενό τώρα.
Ήτανε ένας βασιλιάς, ο Μινύας, και είχε τρεις κόρες. Τις λέγανε Λευκίππη, Αρσίππη και η Αλακαθόη… (αυτό το τελευταίο δεν έχει σχέση με το Άλκα Σέλτζερ κι ας μοιάζει).
Κόμματοι ήτανε και οι τρεις, φρεγάτες, λέει ένας σάτυρος στο Διόνυσο :
Σιόρ Διονύσιε, δεν τις φέρνουμε κι αυτές στην παρέα μας να πονηρευτούνε λιγάκι ;
Λέει ένας άλλος σάτυρος:
Μπα! Είναι αγαθιάρες, δεν έρχονται.
Πάνω λοιπόν, στα «έρχονται», «δεν έρχονται», πείσμωσε ο Διόνυσος, λέει : 
Θα τις φέρω εγώ.
Και ξεκίνησε να τις ξελογιάσει.
Πήρε και πληροφορίες, δεν ήτανε καλές.
Αδύνατον, διότι πρόκειται περί κοριτσιών πρώτης τάξεως. Μάλιστα η Λευκίππη είναι και παντρεμένη και αγαπάει τον άντρα της.
Πολύ ντεμοντέ.
Πάντως δεν θα τα καταφέρετε.
Ο Διόνυσος έπιασε και μεταμφιέστηκε σε Διονυσούλα. Πήγε, λοιπόν, στα κορίτσια, τις Μαινάδες, σε μορφή κοπέλας.
Καλέ κοριτσάκια, έκανε ψιλόφωνα, γιατί καλέ δεν ερχούστε μαζί μας, πούχουμε και παληκαράκια και θα κάνουμε ένα πάρτυ να στενάξει το σκοτάδι ;
Όχι, δεν θέλουμε.
Καλέ, ελάτε, θα περάσουμε τρέλα.
Τίποτα τα κορίτσια.
Ο Διόνυσος άφησε το γυναικείο, πήγε κι έγινε λιοντάρι, ταύρος, πάνθηρας να τις καταφέρει, αυτές όχι.
Θύμωσε, λοιπόν, ο Διόνυσος.
Να! Τις φασκέλωσε. Με την τιμιότητα, μωρή, θα πάτε μπροστά ; Με την τιμιότητα, το πολύ – πολύ να παντρευτείτε κανάν αγροφύλακα…
Και τρελαθήκανε οι κοπέλες και η Λευκίππη σκότωσε το γιό της τον Ίππασο και καλά που τις λυπήθηκε ο Ερμής και έκανε πουλιά : κουκουβάγια, νυχτερίδα και αιγοθήλη (ένα πουλί που, κατά την παράδοση, βυζαίνει τα γίδια).
Πάνου – κάτου τα ίδια πάθανε και οι κόρες του βασιλιά Προίτου, στην Τίρυνθα η Λυσίππη και η Ιφιάνασσα. Και αυτές δεν πηγαίνανε μαζί του για το «πονηρόν» και τις τρέλλανε και τρέχανε ξεβράκωτες στα χωράφια και βελάζανε σαν γελάδες. Κι' ύστερα, λέει, όλες οι γυναίκες της Τίρυνθας κολλήσανε και  κάνανε τις ξεβράκωτες γελάδες και έδωσε το μισό του βασίλειο ο Προίτος σ' ένα κατεργάρη μάντη, τον Μελάμποδα να τις συνεφέρει.
Και δεν τις άφηνε γελάδες να έχει και εισόδημα.
Να τώρα, κι ένα, παραμύθι Ναξιώτικο. Το λέει ο Όμηρος και όχι εγώ,  και μη μας μπερδέψετε, με αδικείτε…
Το λοιπόν, οι Ναξιώτες, καλά και σώνει ότι ο Θεός είναι πατριώτης τους, τον βάλανε στη Νάξο να τον κουτουκιάζουνε τα μελτέμια. Καθόταν μια μέρα σ’ ένα βράχο ο Διόνυσος κι έβλεπε τα κύματα και τραγούδαγε «νάταν η θάλασσα κρασί και τα βουνά μεζέδες»… Κει δα πάνου, νάσου σκάει μύτη ένα πειρατικό από την Τυρηνία. Ο καπετάνιος κάνει έτσι, βλέπει τον Διόνυσο και ζαλίστηκε.
Πω ρε ένα παιδί !
Φαίνεται, ότι ο καπετάνιος ήτανε ατζέμης, να πούμε με «ναυτικές συνήθειες» και τ’ αρέσανε τα τέτοια… 
Αποφασίσανε, λοιπόν, οι πειρατές να το μαγκώσουνε το παιδί, να καλοπεράσει ο καπετάνιος και άλλοι τινές, του αυτού συλλόγου, και μετά να το μοσχοπουλήσουνε σκλαβάκι σε κανένα τορναδόρο της Αφρικής και να κονομήσουνε κιόλας.
Τη στήνουνε δεξιά, τη στήνουνε αριστερά, τόνε πιάνουνε και τόνε δένουνε τον Διόνυσο κι' άμα τον μπαρκάρανε ζούλα, ανοιχτήκανε να εξακολουθήσουνε.
Ο Διόνυσος, δεμένος, καθότανε στην πλώρη και τους κοίταζε και γέλαγε κιόλας.
Πάνου, λοιπόν, που το παίζανε μπαρμπούτι ποιος θα κάνει σεφτέ, πετάχτηκε ο πιλότος.
- Ρε θαλασσόμαγκες, τους λέει, το ξέρετε ότι την πατήσαμε ;
- Ποιά πατήσαμε ;
- Δεν είναι παιδί αυτός.
- Και τι είναι ;
- Θεός είναι.
Γέλασε ο καπετάνιος.
- 'Ό,τι θες λες, ρε ; Ή την φούντωσες και σ’ ανάψανε τα μυαλά ; Πρωί - πρωί τα άναψες τα τρομπόνια, σου ;
- Δεν φουμάρισα μήτε δοντιά έκανε ο πιλότος, αλλά. σας το λέω: είναι Θεός και θάχουμε τραβηχτικές.
- Βρε άει χάσoυ γιαλαντζή ντερβίση...
Άνοιξε τα πανιά ο καπετάνιος αλλά. Από κείνη τη στιγμή αρχίσανε να γίνονται μυστήρια πάνω στο καράβι. Και κατ’ αρχάς τα. κύματα. γίνανε κρασένια και περνάγανε και τους μεθάγανε τους ναύτες.  Ύστερα από το κατάρτι μαγκώθηκε ένα κλήμα, μεγάλωσε απότομα σαν νεόπλουτος κι' έβγαλε σταφύλια. Πλάϊ του κι' ένας κισσός.
Οι ναύτες μουρλαθήκανε.
-'Έξω γρήγορα, στη στεριά, καήκαμε.
Πάνω που τα λέγανε, ο Διόνυσος κάνει μια και μεταμορφώνεται αμέσως σε λιοντάρι. Κάνουνε πίσω το τσούρμο να. μη τους φάει το λιοντάρι, πίσω τους μια αρκουδάρα ίσαμε τέσσερα μέτρα...
-Αμάν !
Κει δα, λοιπόν, που μαζευτήκανε, σαλτάρει το λιοντάρι και μαγκώνει τον καπετάνιο... Κομμάτια ο καπετάνιος, πέσανε στη θάλασσα οι ρέστοι και γίνανε δελφίνια. Μόνο ο πιλότος γλύτωσε και του φανερώθηκε ο Διόνυσος και δεν ξέρουμε τι απόγινε ο πιλότος.
Mάλλoν αλκοολικός...
Στη Νάξο τέλειωσε και το ρομάντζο της Αριάδνης Το  κοριτσάκι βοήθησε τον Θησέα να σκοτώσει τον Μινώταυρο, την πήρε μαζί ο Θησέας και στη Νάξο την παράτησε χωρίς ναύλα και την κοπάνησε ο αχάριστος άντρας. Ξέμεινε, λοιπόν, στη Νάξο η Αριάδνη και τράβαγε τα μαλλιά της, διότι δεν είχε φράγκο να πάει στο κομμωτήριο.
Πάνω σ’ αυτά την βλέπει ο Διόνυσος και την ερωτεύθηκε. Κι' ως λέει το παραμύθι, την πήρε, την ανέβασε στο βουνό, το Δρίο, και την έκαμε σύζυγόν του – ή άλλο τι - και από τότε δεν ακούστηκε περί Αριάδνης τίποτες και ησυχάσαμε. Μάλιστα είχε κι' ένα. στεφάνι πολύτιμο η Αριάδνη κι' έγινε το στεφάνι αστερισμός... Άλλοι λένε, ότι την σκότωσε την Αριάδνη, αλλά δεν το ξέρουμε, διότι κατά εισαγγελικήν επιταγήν απηγορεύθη η αναγραφή ειδήσεων  επί του βλεδυρού αυτού εγκλήματoς.
Πολλά παραμύθια έχει ο Διόνυσος και δεν μας παίρνει ένας τόμος να τα πούμε όλα... Βλέπεις, όπου ήτανε Έλληνες τον λατρεύανε μετά μανίας καί... ποτηρίων, γιατί, μεταξύ μας, ήτανε γερά ποτήρια οι αρχαίοι ημών πρόγονοι... Όταν, λοιπόν, μεταναστεύανε , οπουδήποτε στην Ασία, στην Αφρική, στην Ευρώπη τη Δυτική, παίρνανε μαζί τους την Διονυσιακή λατρεία και φτιάνανε κι' άλλους μύθους, έτσι που να μη τελειώνουνε οι ερίφηδες...
Μέχρι την Ίντια έφτασε η χάρη του. Στο ποτάμι τον Ευφράτη απάνω είναι μια πόλη που τη λένε Ζεύγμα. Γιατί  κει πέρα έχει γίνει μια πολύ παλιά γέφυρα. που ζευγνύει τον ποταμό. Κι' αυτό το ζεύγμα, λένε, πρωτόγινε από βλαστάρια αμπελίσια κι' από κισ σό. Το σκοινί του, δηλαδή. Έτσι το αποδώσανε ότι τόφτιαξε Διόνυσος...
Τον Ευφράτη πάλι τον πέρασε ο Διόνυσος. Πήρε την παρέα του, Σατύρoυς, Μαινάδες κι' άλλα, καθάρματα, καβάλησε πάνω σ’ ένα λιοντάρι και τράβηξε να πάει στις Ινδίες.
Οι Ινδοί που τους είδανε όλους μαζί, απορρήσανε.
- Τι  είναι, ρε ; Γαϊτανάκι είναι ; Απόκριες έχουμε;
Και το πήρανε μπαταρέλα.
Η κακή διαγωγή όμως της Διονυσιακής ακολουθίας τους στενοχώρησε και μάλιστα τους σοκάρισε αφθόνως.
- Μάς χαλάνε τα χρηστά μας ήθη.
Συνήθως εκείνοι που λένε ότι έχουνε «χρηστά ήθη» κάνουνε στο κρυφό χειρότερα, από κείνους που έχουνε «άχρηστα». Αλλά εδώ δεν είναι τι είμαστε. Είναι τι «δείχνουμε ότι είμαστε»... Πιο πολύ για την ηθική σκίζονται οι ανήθικοι…
Στείλανε, λοιπόν, μια επιτροπή με μπαμ τιριλέ.
- Να φύγετε,
- Δεν πάμε πουθενά,
Κι' άναψε ένας πόλεμος πού βάσταε, λέει, πέντε χρόνια,
Αλλά. στον πόλεμο καταφέρανε τελικώς τούτα τα καθάρματα, του θεού και νικήσανε. Κατά κανόνα, πάντα τα καθάρματα νικάνε στους πολέμους και λένε «εδικαιώθηκαν τα δίκαιά μας». Τέτοια λένε και τα πιστεύουνε και σκίζονται περί «ελευθεριών»και τέτοια πολλά και πολύ γελαστικά.
('Όχι, δεν είναι «σημαδιακά» αυτά που λέμε. Μη τα πάρουνε προσωπικά παρακαλώ. Έτσι γίνεται απλώς).

Κατόπιν τούτου, οι νικηταί υπέβαλαν όρους οίτινες υπεγράφησαν αξιοπρεπώς και μάθανε οι Ινδοί , λένε, την καλλιέργεια και το κρασί, λένε, και γίνανε και έργα τέχνης για την ινδική νίκη του θεού και γράψανε διθύραμβους οι κριτικοί, γιατί οι κριτικοί γράφουνε πολύ επαινετικά άμα και φοβούνται κάποιον, θα τα πούμε αυτά εν καιρώ και θα ξαναγελάσουμε αφθόνως, και περάσαμε μεις καλά κι αυτοί καλύτερα…
Το στιμμένο το σταφύλι. Ρε ιστορίες πού κατασκευάζει... Ωραίο πράγμα το μεθύσι.
Και το ωραιότερο μεθύσι, είναι το μεθύσι που δίνει η κουταμάρα

ΠΗΓΗ : 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου