μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012


ΤΣΑΚΙΡ ΚΕΦΙΑ

Του Νίκου Τσιφόρου από το βιβλίο του
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ»


ΚΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ έδωκε τω Νώε την άμπελον.
Όλοι οι θεοί. Κι' ο θεός που λεγότανε Γιεχωβά, κι' ο θεός
που λεγότανε Διόνυσος και οι πυρωμένοι θεοί της Α
νατολής και οι παγωμένοι θεοί του Βορρά. Κάτου στην Αίγυπτο δεν υπήρχανε αμπέλια και οι θεοί δώσανε την παχιά μπύρα μουχλιασμένο ψωμί, που χάριζε στους αχθοφόρους του λιμανιού ένα ξινισμένο μεθύσι. Πιο κάτω, στην Αβυσινία, οι διψασμένοι νέγροι, πίνανε το μεθυσμένο υδρόμελι. Μακριά, στις αχάριστες γερμανικές πεδιάδες, φτιάχναν το κέφι τους με μηλόκρασο...
Οι άνθρωποι θέλουνε να μεθύσουνε. Τι είναι το μεθύσι; Φυγή.
Ανάπαυση. Λησμονιά. Ανακούφιση...
Ο Μωάμεθ απαγόρευσε το πιοτά. Δε σηκώνει οινόπνευμα η τηγανισμένη από τον ήλιο πετραία Αραβία. Όμως έπρεπε κάτι να τους δώσει. Τους άφησε το χασίσι. Οι κουρελιάρηδες ντερβίσηδες το φουμάρουνε - «ιερό ποτό» - και αφρίζoυνε χορεύοντας θρησκευτικούς χορούς. Τα νταούλια συνοδεύουν τη θρησκευτική τους χαρά.
Χαμογελαστή η Ελλάδα, σκάρωσε τον θεό της κεφάτον. Ο Διόνυσος είναι ένας κατέργαρος παιχνιδιάρης, παίζει κρυφτούλι μέσα στα κισωμένα φυλώματα με τις αλανιάρες Νύμφες, πίσω του τρέχουνε τέντυ – μπόυς χαρούμενοι και κεφάτοι Σειληνοί και οι τραγοπόδαροι Σάτυροι, στεφανώνουνε τις κερατοκεφαλές τους με φρέσκια πρασινάδα και χαίρουνται την ελεύθερη ζωούλα τους. Μέσα από τα κλαδιά των δέντρων φυσάνε αυλούς και πολύαυλους τ' αεράκια, τραγουδάνε σερέτικα τα διαµαντοκύλητα. ποταµάκια, γελάει μέσα στα φαράγγια η κοροϊδεύτρα Ηχώ, όλα μαζί είναι κρασί, κέφι, έρωτας, φύση, χαρά και πριν απ’ όλα ζωή, τούτη η  ζωή η παράξενη που κάνει ν’ ανασάνουνε τα κόκκινα πιπερομένα μαμούνια, που κάνει τις κάµπιες να ερωτεύονται σ’ ένα σιχαμένο πράσινο κορδόνι, τη µια πίσω από την άλλη, που δίνει ελατήρια στα κατσικάκια και πηδάνε τα βράχια , που κουβαλάει την κίτρινη γύρι από το ένα λουλούδι στο ξελιγωμένο του θηλυκό και γεμίζει τη γη ανθισμένα κεντήματα…
Ίσως για τούτο  είπανε τον Θεό  και Φαλλήνα. Η γονιμότητα είναι συμβολική . Ο χαροκόπος δεν κοιτάζει παρά την καλοπέρασή του...
Ο δικός µας ο Διόνυσος γέννησε, μαζί µε το κρασί, το τσακίρ κέφι, το τραγούδι, τον χορό και το θέατρο... Μια  μικρή προϊστορική υπόθεση, που ίσως να κλείνει μέσα της κάτι από Ελευσίνια Μυστήρια, Δημητριακά, Διονυσιακά, ανεξερεύνητα… Μια θεωρία του δόκτορα Φένλτερ που πρέπει να την δούμε, ίσως έχει πολλή αλήθεια.
Στην πρoϊστορική κοινωνία, ακόμη και στην προελληνική ο γάμος δεν είναι ακόμα θεσμός. Υπάρχει, έρωτας, αναπαραγωγή αλλά όχι γάμος. Το σερνικό κυνηγάει το θηλυκό, όπου το βρει έτοιμο να κορέσει την  επιθυμία του με τη θέλησή της ή με τη βία. Οι θεοί της Μυθολογίας συνεχώς κάνουνε τέτοια και οι θεοί «πάντα ενεργούνε κατά το μοντέλο των ανθρώπων», Κατ' εικόνα και ομοίωσή τους με τη διαφορά, ότι οι άνθρωποι θέλουνε να. λένε, ότι αυτοί πλαστήκανε κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού. Εδώ απάνω παίζεται το παιχνίδι της «θρησκευτικής απάτης».
Και λοιπόν, έτσι κάνανε οι προϊστορικοί άνθρωποι – παράδειγμα τα ζώα. σήμερα. – και ο έρωτας ο κυνηγάρης και βιαστής δεν ήτανε αμαρτία, ήτανε θεσμός. (Πάντα λέμε τη θεωρία του Γερμανού δόκτορα και δεν είναι απαίτηση να την κάνουμε και παραδεκτή). Έτσι, τ' αγόρια και τα κορίτσια που φτάνουνε στην ωριμότητα, στην ήβη, στην «δυνατότητα του έρωτα», που αρχίζανε να νιώθουνε την σαρκική επιθυμία, έπρεπε να. μυηθούνε στο μυστήριο που λέγεται έρωτας, αναπαραγωγή, διατήρηση του είδους. Ελεύθερα στη αρχή, ή με τη φυλετική τελετή αργότερα, αυτή η ίδια η τελετή αργότερα που είναι ο σπόρος των Ελευσινίων Μυστηρίων, αφηνόντουσαν μέσα στα δάση για να γνωρίσουνε μεταξύ τους τον έρωτα.
Τα κορίτσια τρέχανε ν' αποφύγουνε τον οξύ πόνο της πρώτης επαφής, τ' αγόρια τρέχανε να
. Τα βρούνε και να τα διδάξουνε. Κι' όταν τα πιάνανε, με τη θέλησή τους ή χωρίς αυτήν...
      'Όμως τα νέα παιδιά, κορεσμένα πια, δεν περιορίζανε την δράση τους σε μια κοπέλα. Πιάνανε σε λίγο μιαν άλλη... 'Όλο τούτο το παράξενο και «φυσικό» παιχνίδι  δημιούργησε τα παραμύθια των Νυμφών και των Σατύρων, αργότερα που η κοινωνία οργανώθηκε και χάρισε τον μονότονο γάμο σαν  θεσμό. Μέσα, δηλαδή, στο παραμύθι υπάρχει κάποια αλήθεια, πού μαζί με άλλες μυστικές τελετές καθαρά «αναπαραγωγικές» και με χαρμάνι κάποιες Αιγυπτιακές άγνωστες δοξασίες, δημιουργήσανε αργότερα τα Ελευσίνια. 
Αυτή είναι η θεωρία του δόκτορα. (Νομίζω ότι κι ο καθηγητής Τόμσον λέει περίπου κάτι τέτοιο).
'Έπρεπε, λοιπόν, ένας Θεός να επιβλέπει όλα αυτά. Στο πρωτόγονο μυαλό των ανθρώπων και σήμερα ακόμα - τίποτα δεν γίνεται χωρίς την επίβλεψη, την προστασία και την βούληση ενός Θεού ή Αγίου. Τούτη η χαρούμενη τελετή έπρεπε να ανατεθεί σ’ ένα χαρούμενο θεό. Ο Διόνυσος τη φορτώθηκε.
Από δω και πέρα πήρε απάνω του όλες τις χαρούμενες τελετές. Δουλεύουμε, μοχθούμε, πολεμάμε, ιδρώνουμε, πρέπει πάντα και να χαιρόμαστε.  Σιγά - σιγά, τα χωριά, μαζευόντουσαν το μήνα Ποσειδεώνα σ' ένα κέντρο για ένα ομαδικό πανηγύρι. Δεν είναι παράξενο. Και σήμερα ακόμη έχουνε σερί χωριάτικα πανηγύρια προς τιμήν κάποιου Αγίου. Και το πανηγύρι, είχε έξω από τη θρησκευτική τελετή, τη σημερινή λειτουργία,  και γλέντι, κρασί, χορό, αργότερα και αγώνες… Ί'α. πίνουνε γεμάτα, μερικοί για να μοιάζουνε με Σατύρους, βάζουνε μάσκες τραγίσιες, μεθυσμένοι, και με την  προστασία της μάσκας λέγανε του κόσμου τα αισχρά, ύστερα όλοι μαζί τραγουδάγανε μεθυσμένα με την τραγίσια μάσκα στη μούρη τους, η λέξη τράγου ωδή γέννησε την τραγωδία... Η πρώτη μορφή του θεάτρου άρχισε να φέγγει σε φόρμα επιθεώρησης και σάτυρας....
Με τον καιρό όλα οργανωθήκανε και τούτα τα πανηγύρια γίνανε στην Αττική τα περίφημα «Λήναια». Γιορτάζανε όταν πατάγανε τα καινούργια σταφύλια να βγει το νέο κρασί. Στις μουστιές οι Αθηναίοι σκαρώσανε κι' ένα Ιερό, το Ληναίο, και μαζευόντουσαν να γιορτάσουνε εκεί γύρω. Τρώγανε όλοι μαζί, πίνανε τα ποτήρια τους, σπάγανε κέφι κι' άμα φτάνανε στο μεθύσι δεν κρατιόντουσαν πια. Πειράζανε τον κόσμο, πειραζόντουσαν μεταξύ τους, καβαλάγανε άρματα και χαλάγανε τον κόσμο, λέγανε όλες τις βρωμιές που τους ερχόντουσαν στο μυαλό – από κει βγήκε και το «λέγω εξ αμάξης» - κανένας δεν θύμωνε. Και πάνω στο μεθύσι τους μεταμφιεζόντουσαν αποκριάτικα σε Σατύρους ή Πάνες, χτυπάγανε  κουδούνια (η έκφραση «θα στα βγάλω κουδούνια» είναι κι' αυτή κατάλοιπο από κει), ακόµα αργότερα γίνανε παρέες οργανωμένες που κάνανε πρόγραµµα τι θα πούνε, το ετoιµάζανε και το μαθαίνανε. Ή κωμωδία γεννήθηκε…
Σήμερα οι «ηθικoί άνθρωποι» τα μισούνε και τα κατακρίνουν όλα αυτά.. Τέλεια απερίσκεπτα, γιατί η μεταμφίεση και το ξεφάντωμα είναι καθαρά ανθρώπινη ανάγκη. Απόδειξη οι Απόκριες, που τις διατήρησε σαν ανάγκη η Βυζαντινή Εκκλησία, τα Καρναβάλια, που τα κράτησε η Δυτική. Τούτα μάλιστα τα Καρναβάλια ξεπερνάγανε σε υπερβολές τις Διονυσιακές τελετές. Μέσα στον αυστηρό μεσαιωνικό κανόνα, άφηναν ελεύθερα «τα πάντα». Φτιάχναν ακόμα κι' έναν «ψεύτικο Πάπα» για μια μέρα, που του δίνανε κάθε παντοδυναμία. - άσχετο αν μετά τον κάνανε κουρέλι.  Ο Ουγκώ στην «Παναγία των Παρισίων» περιγράφει θετικά τη γιορτή των Τρελλών με πάπα τον Κουασιμόδο. Τούτη δω η διατήρηση των «Διονυσιακών» σημαίνει ότι «δεν μπορούσανε να τα καταργήσoυνε  γιατί ήτανε καθαρά ανθρώπινη απαίτηση. Σήμερα μαλακώσανε, γιατί οι «άνθρωποι μπορούνε και γλεντάνε κάθε μέρα» αν θέλουνε. Η δυνατότητα να ξεφαντώσεις ό,τι στιγμή σου αρέσει, εμείωσε σ' ένταση την ακρότητα. Όμως, σ' ωρισμένα μέρη στο Ρίο ντε Τζανέϊρο, να. πούμε, που ο καθολικισμός βάζει γερά γκέμια για να κρατήσει το αχαλίνωτο των μιγάδων κατοίκων της Μπραζίλιας, τα Καρναβάλια εξακoλoυθoύν να έχουν oργιαστική μορφή.
Κοντά στα. Λήναια, γιορτή του Βάκχου, ήτανε και τ' Ανθεστήρια. Ανθεστήρια, θα πει πάνου - κάτου «Γιορτές ανθισμένες», και  γινόντουσαν κατά τις αρχές Μαρτίου, ή τέλος Φεβρουαρίου, όταν ξανάρχιζε ν’ ανθίζει η γη. (Σήμερα έχουμε σαν γιορτή τον Ευαγγελισμό και ίσως το Πάσχα). 'Όλοι οι 'Ίωνες, όλοι οι 'Έλληνες, λέει ο Zηνόβιος, γλεντούσανε τούτες τις τρεις μέρες των Ανθεστηρίων.
Η πρώτη μέρα ήτανε καθαρά ημέρα του Διονύσου τη λέγανε «Πιθοίγια», γιατί ανοίγανε τα βαρέλια με το νέο κρασί και γινόντουσαν αφέντες και δούλοι σταφίδα. Μάλιστα τούτη τη μέρα δεν υπήρχανε αφέντες και δούλοι , ήτανε όλοι το ένα τους. Για. τούτο έμεινε κι, η φράση άμα ο δούλος το παράκανε άλλες μέρες, να. Του λέει τ’ αφεντικό του «θύραζε Κάρες ουκετ Ανθεστήρια».
Η δεύτερη μέρα ήτανε ημέρα του χοός. Ό χους ήτανε ένα κύπελλο που το είχε μπροστά του κάθε συμπoσιαστής και με ένα σάλπισμα αρχίζανε όλοι διαγωνισμό κρασoκατάνυξης. Πίνανε, στεφανωνόντουσαν, πηγαίνανε μετά στο ιερό το Λήναιο κι αφήνανε εκεί τα στεφάνια τους αλλά δεν κάνανε ακρότητες... 'Ήτανε μια σεμνή ημέρα, περισσότερο θρησκευτική, είχε τις περίφημες δεκατέσσερις γυναίκες που λεγόντουσαν «γεραραί» και κάθε μια τους αντι προσώπευε έναν από τους δεκατέσσερις βωμούς του Διονύσου, κάνανε θυσίες και αρραβωνιάζανε συμβολικά τη γυναίκα του Άρχοντα με τον Θεό. Ένας συμβολισμός που είχε περισσότερο πολιτική σημασία σαν να ενωνόταν η πόλη με τον θεό. (Κάτι τέτοιο κάνανε κι' οι Δόγηδες της Βενετία.ς που  αρραβωνιαζόντουσαν τη θάλασσα). Το κορίτσι ήτανε ένα είδος εθνικού εισοδήματος.
Οι τελετές της τρίτης μέρας δεν είναι απόλυτα γνωστές. Πάντως βάζανε σπόρους σε δοχεία πήλινα και τα προσφέρανε στον Διόνυσο και στον Ερμή. Αναπαραγωγή; Εορτή ψυχών; Κανείς δεν το διαπίστωσε, την ίδια ακριβώς γιορτή στη Σικυώνα (το Κιάτο) την κάνανε μόνο γυναίκες μέσα σ’ ένα κτίριο που το λέγανε «Νυμφώνα». Όμως, μαζί με τον Διόνυσο γιορτάζανε και την Δήμητρα...
Όμως η αληθινή γιορτή του Διονύσου ήτανε τα «Μεγάλα Διονύσια». Ένα μήνα μετά τ’ Ανθεστήρια στην Αθήνα, τον καιρό της ακμής χάλαγε ο κόσμος με δαύτα. Σίγουρα ο Διόνυσος είναι ο θεός της χαράς.
'Όλοι οι σύμμαχοι των Αθηναίων μαζευόντουσαν στην μεγάλη πόλη που τους κηδεμόνευε.
Τον Διόνυσο τον λέγανε τότε Ελευθέριο (λευτερωτή από τα βάσανα;) ή Ελευθερέα (θεό των Ελευθερών). Και οι δυο έννοιες γίνανε μία. Ο θεός λευτέρωνε από τα χειμωνιάτικα. βάσανα, έδινε χαρά στις ψυχές, έφερνε την ανανεωμένη φύση μαζί του. Αυτή την ημέρα απελευθερώνανε όλους τους δούλoυς που θέλανε να τους
χαρίσουνε την ελευθερία και αφήνανε να κάνουνε ό,τι θέλουνε οι άλλοι δούλοι.
Είχανε, λοιπόν, ένα ομοίωμα. του 'Ελευθερίου Διονύσου και του κάνανε παράτα, μέσα στο κέντρο της πόλης. Πίσω του τρέχανε μασκαράδες Σειληνοί  και  Σάτυροι που χορεύανε και τραγουδάγανε, αλλά όχι ό,τι θέλανε πιά. Τα άσματα τα είχανε συνθέσει μεγάλοι
ποιητές. (Λένε τον Λάσο τον Ερμιόνιο, δάσκαλο του Πινδάρου, λένε τον Σιμωνίδη, λένε τον Βακχυλίδη από την Κώ) . Ή γιορτή ήτανε πολιτισμένη, μεγαλόπρεπη κι' ευγενικ
ιά, δεν είχε χυδαιότητες. Και το κυριώτερο: Στο Διονυσιακό θέατρο της Ακρόπολης γινόντουσαν τότε οι αγώνες της κωμωδίας και της τραγωδίας. Ο Διόνυσος ήτανε ο θεός που έδινε την έμπνευση και τη φαντασία, Ακόμα. και στη Βραυρώνα, κάθε πέντε χρόνια κάνανε γιορτές με αγώνες ραψωδίας κι’ οι Αθηναίοι στέλνανε δέκα. απεσταλμένους που τους λέγανε θεωρούς. Ή Αθήνα. γέννησε το θέατρο με τα μεγάλα Διονύσια, η Ελλάδα κράτησε τη λατρεία του σ’ όλα τα μέρη που είχε αμπέλια...
Ακόμα και αστρονομικές παρατηρήσεις δημιουργηθήκανε με τη λατρεία του χαρούμενου θεού.
            Να πούμε το παραμύθι του Ωρίωνα, όπως βγήκε από τη Χίο.
Οι Χιώτες αμπελουργοί, λοιπόν, παρατηρήσανε ότι τον καιρό του τρύγου ο αστερισμός του Ωρίωνα έλαμπε κατά τη νύχτα και  μεσουρανούσε το πρωί πρωί. Αργότερα όμως ο αστερισμός αυτός χανότανε τελείως. 'Έτσι, γεννήσανε τον μύθο. Πήγε λέει ο Ωρίων στο σπίτι του Οινοπίωνα –γιού το Διονύσου και της Αριάδνης- και τάπιε, μέθυσε κι’ ύστερα άντε και ντε να κοιμηθεί με τη γυναίκα του Οινοπίωνα (Πίνδαρος  : αλλόχω ποτέ θωραχθείς, έπεχ αλλοτρία Ωρίων)… Θύμωσε, λοιπόν ο σύζυγος «βρε άτιμε, εγώ σε φιλοξένησα και συ πας να με κερατώσεις», και τούβγαλε τα μάτια του Ωρίωνα.
Σηκώθηκε, τότε, ο Ωρίων, θεόστραβος, πάει προς τη Λήμνο, γιατί άκουγε το σιδηρουργείο «Ο Ήφαιστος» που δούλευε φέρτε, βρίσκει ένα. Παιδί από την ακολουθία του Ήφαιστου, το αρπάζει και του λέει να τον πάει προς το μέρος που ανατέλει ο Ήλιος. Ἐτσι κι’ αντίκρυσε τον Ήλιο, ξαναβρίσκει το φως του και γυρίζει πίσω να εκδικηθεί τον Οινοπίωνα… Τούτος δω πάλι κιότεψε κι’ έτρεξε στον Ποσειδώνα.
- Αμάν μπάρμπα, κρύψε με.
Τον έκρυψε ο Ποσειδώνας και ο Ωρίων δεν μπορούσε να τον βρει και την σκαπουλάρισε ο Οινοπίων, αλλά δεν ξέρουμε τι έγινε με την κυρά που έμεινε.
Συμβολισμός καθαρός και ωραίος. Ο Οινοπίων είναι ο τρυγητός. Ο Ωρίων στραβώνεται γιατί δεν φαίνεται πια το φως του στη δύση. Πάει, λοιπόν, στα στραβά και για τούτο μόνο τα μεσάνυχτα φαίνεται στον ουρανό. Προχωρεί προς ανατολάς, βρίσκει τον Ήλιο, ξαναλάμπει, δηλαδή βρίσκει το φως του. Τότε με τη ζέστη τ’ αμπέλι πάει να χαλάσει, αλλά ο Ποσειδώνας με την υγρασία χαρμανιάζει τη ζέστη και τ’ αμπέλι καρπίζει.
Ο μύθος του Διονύσου που πήγε στις Ινδίες και τις κατέκτησε –τάπαμε ήδη αυτά –αναποδογύρισε πολλούς μελετητές, που θέλουνε να μεταφέρουνε την πατρίδα του Διονύσου στις Ινδίες ή ειδικώτερα, στην Ανατολή. Η αλήθεια είναι ότι, όλες οι θρησκείες έχουνε ένα χαροκόπο θεό κι’ ότι μπορεί να επηρεάστηκε ο δικός μας Διόνυσος από γειτονικές δοξασίες και μύθους, αλλά στην πραγματικότητα τον Διόνυσο τον γεννήσαμε εμείς. Ο χαρακτήρας, οι αντιλήψεις του, τα πάντα του, είναι «καθαρά ελληνικού χαρακτήρα». Το σπέρμα του σε μορφή ακατέργαστης πρώτης ύλης, ίσως να το έφερε ο άνεμος από την Ανατολή. Όμως ο Διόνυσος είναι εκατό τοις εκατό» μαιηντ ι Γκρης» κι’ ας λένε ό,τι θέλουνε ο Ηρόδοτος, ο Μεγασθένης κι’ ο Σέλευκος Νικάνωρ…
Υπήρχε ένας Ινδικός Βάκχος, έχουμε κι’ όλας γράψει γι’ αυ τόν και πολλά ινδικά περάσανε στην Λυδία και τη Φρυγία κι’ από κει γεφυρώσανε στην Ελλάδα. Ακόμα ίσως τα Βακχικά όργια να έχουν ασιατική αφετηρία, γιατί στην Ελλάδα αυτό το μεγάλο σε ένταση μέγεθος των οργίων, δεν ήτανε πολύ συνηθισμένο. Αλλά όλα τ’ άλλα είναι καθαρώς ελληνικά. Οι Βάκχες του Ευριπίδη, που μαίνονται χωρίς χαλινό, είναι επηρεασμένες από Ασιατισμό, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δημιουργηθήκανε σε μια περίοδο που οι μύθοι «συγκοινωνούσανε πια μεταξύ τους». Ο Ευριπίδης επηρεάστηκε Ασιατικά και επειδή σ’ όλη τη Διονυσιακή λατρεία υπάρχει ένας παράξενος μυστικισμός, δεχτήκαμε σαν δεδομένο, βασιζόμενοι στο μεγάλο πνεύμα του ποιητή, την Ασιατική καταγωγή του Ελληνικού θεού. Πάνω σε τούτη τη βάση, θαυμαστές του Ευριπίδη, αλλάξανε την καταγωγή του Διονύσου. Ακόμα κι' οι Ρωμαίοι που δεν θέλανε ποτέ να παραδεχθούνε ότι κατακτηθήκανε πνευματικά από την υποδουλωμένη Ελλάδα, καλλιεργήσανε τούτη την θεωρία ενός Ασιατικού Διονύσου που την αντικρούει ο Στράβων ειλικρινέστατα... Ο Κόϊντος Κούρτιος, ισχυρίζεται ότι η
γέννηση του Θεού από τον μηρό του Διός, εξηγεί το Ινδικό βουνό Μερού, αλλά δεν είναι σωστό. Ο Λένορμαν που δ
ίνει τη λέξη «Βάκχος» στον Λυδικό θεό  «Βάσαρι», πάλι δεν έχει δίκιο, αφού ο Βάσαρις δεν είναι θεός της χαράς και του κρασιού.
Πρέπει, βέβαια, να παραδεχτούμε, αφού έχουμε σαν βάση την Άρια καταγωγή, ότι φέραμε μαζί μας από το Παμίρ πολλές πρώτες ύλες κατασκευής θεών. Δεχτήκαμε ακόμα και την Αιγυπτιακή ή την Προσωασιατική επιρροή για πολλές μας θεότητες. Έτσι, ο Διόνυσος μπορεί νάχει μέσα στη δημιουργία του μια «σκιά ανατολής», αλλά δεν είναι ανατολίτης θεός. Είναι καθαρά Ελληνικός κι' ας είπανε ακόμα και τον Μέγα Αλέξανδρο «Νέο Διόνυσο» οι Ασιάτες που τους κατέκτησε…
Τα πάθη που δημιουργεί η κρασοκατάνυξη και το μεθύσι, είναι κοινά σ’ όλους τους ανθρώπους αφού είναι πάθη ενστίκτων. Ο χορός, το τραγούδι, ο ερωτισμός, ένα σωρό επακόλουθα της οινοποσίας δεν διαφέρουν από λαό σε λαό. Επομένως, αν τα ίδια πάθη αποδίδονται σε συγγενικούς θεούς στην Ασία και την Αίγυπτο δεν αποδεικνύουνε την ξενική καταγωγή του Διονύσου. Η δική μας  μάλιστα δοξασία περί παθών, είναι καθαρά συμβολική και αντικατοπτρίζει τα βάσανα του κλήματος ώσπου να καρπίσει και να δώσει σταφύλια και κρασί. Ο χειμώνας που πεθαίνει το αμπέλι, η άνοιξη που το ξαναζωντανεύει, ένα σωρό τέτοια, παράλληλα με την
Κόρη των Μυστηρίων, έχουνε καθαρά ελληνική προέλευση.
Ό Ζαγραίος Διόνυσος των Ορφικών, είναι μια «αίρεση» κι' αιρέσεις υπάρχουνε σ' όλες τις θρησκείες. Τελείως αλλιώτικος ο μύθος της γεννήσεως του Zαγραίoυ Διονύσου, δεν τον θέλει ούτε καν Θηβαϊκό θεό, αλλά γιό της Δηούς, της Δήμητρας, δηλαδή της Γης. Και αγνοεί τη Σεμέλη.
Οι Ορφικοί, φιλοσοφούνε και θέλουνε να εξιλεώσουνε τον θεό, να τον κάνουνε μια παγκόσμια ψυχή που αποτινάσσει μέσα στο μεθύσι κάθε ανθρώπινη αδυναμία και δίνει εξιλέωση με αυτή την πράξη του μεθυσιού. Θεσπίζανε ακόμη και εορτές δικές τους, όπως η
«Ωμοφαγία» που κατά τη διάρκειά της τρώγανε το ωμό κρέας ενός ταύρου, για να θυμίσουν ότι  ο Zαγραίoς φαγώθηκε από τους Τιτάνες και ξαναγεννήθηκε. Όλα τούτα όμως είναι μια απλή αίρεση και όχι βάση.
Στη Θράκη - ίσως και από την Φρυγία. σε καταγωγή – ήτανε ένας θεός που λεγότανε Σαβάζιoς και που ταυτίζεται κάπως με τον Διόνυσο. Η λέξη Σαβάζιος προέρχεται από το σανσκριτικό Σαμπχάζ που γέννησε την ελληνική λέξη «σέβα.ς», «σεβασμός».  Αλλά ο Σαβάζιος ήτανε θεός του φεγγαριού (το άλλο του όνομα ήτανε Μεν) και όχι του κρασιού σαν τον δικό μας Διόνυσο. Καλα συνέπεια η σχέση του με τον Διόνυσο είναι ίσως μόνο το νυχτερινό γλεντοκόπι και τίποτα. παραπάνω.
'Όλα τούτα τα σοβαρά τα λέμε μόνο για ένα λόγο: Για να ισχυριστούμε ότι ο Διόνυσος, η λατρεία του, το θέατρο που προέκυψε από αυτήν, είναι καθαρά ελληνικά επινοήματα. Βέβαια δεχτήκαμε μια μακρυνή Ασιατική ή καλύτερα Ινδική σκιά, όπως άλλωστε
για όλους τους τζέντλεμαν του Πανθέου μας. 'Όμως τον Διόνυσο τον φτιάξαμε εμείς, σύμφωνα με τον σκωπτικό, τον ξένοιαστο, τον αληθινό ελληνικό χαρακτήρα και δεν μας τον δάνεισαν οι άλλοι.
Οι πρώτοι ναοί του θεού βρισκόντουσαν μέσα στα δέντρα, ήτανε ο Ένδενδρος Διόνυσος. Αργότερα, όταν αρχίσανε να στήνουνε πρωτόγονες κολώνες, τον είπανε Πρικόνιο και Στύλο... Τότε είχε ακόμα γένια και σύμβολό του τον.. φαλλό, όπως είπαμε στην αρχή του κεφαλαίου. Αργότερα. τον ξυρίσανε και τον ντύσανε με φρυγικό χιτώνα που λεγότανε «βασσάρα», ή με ένα ελληνικόν κορκωτόν και τον γεμίσανε με στολίδια και στεφάνια. Από άνδρας έγινε έφηβος, γεμάτοςε νεύρα και μεθυσμένη μελαγχολία… Εδώ είναι που του αποδώσανε τον Ασιατικό xαρακτήρα και αυτό είναι που γέλασε τους ισχυριζόμενους Ασιατική καταγωγή.
Ό,τι και να πούνε, ο θεός έφερε μαζί του κάτι το ανεκτίμητο. Το τακίρ κέφι. Είναι ένας θεός με χαμόγελο.  Και πίσω του τρέχουνε μεθυσμένα δαιμόνια κι’ άνθρωποι που τον παρακαλάνε να δώσει αυτό πού λείπει από τη ζωή μας. Λίγη χαρά...


ΠΗΓΗ :


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου