μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012


Η ΤΡΕΛΛΟΠΑΡΕΑ

Του Νίκου Τσιφόρου 
από το βιβλίο «Ελληνική Μυθολογία  


ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι’ ένα καιρό, τα παιδιά κάνανε αταξίες. Βαράγανε τα κουδούνια. Πειράζανε τα κορίτσια στο δρόμο. Πουλάγανε τα βιβλία τους και παίζανε «μπάτσικα». Κλέβανε συκοστάφυλα. Ένα σωρό από κείνα που κάνουν τα παιδιά, και σεις κι’ εγώ και όλοι μας, οι κανονικοί γόνοι των αστών. Τότε, λοιπόν, μας λέγανε «τσόγλανους» και «αλανιάρηδες» και «παλιόπαιδα», μας τραβάγανε τ’ αυτιά, μας τραβάγανε κανά σοπάκι, μας τραβάγανε καμιά μήνυση κι’ αυτό ήταν όλο.
Ήτανε και οι μόρτες. Μια Αθήνα που σε ορισμένες γειτονιές «εμαγκοκρατείτο». Οι βαρείς μάγκες, με τις διμούτσουνες στο ζωνάρι, φόνους στην Ομόνοια, με αβάντες στα παλιόσπιτα και στις γκανιότες των παχνιδιών, με χασίσια, μεθύσια και εκμετάλλευση της πορνείας , με κλέφτες, με απατεώνες, με τα όλα. Έτσι γίνεται σ’ όλες τις πολιτείες, από τη Νέα Υόρκη μέχρι τα Τρίκαλα, ένθα σε δυο στενά σκοτώσανε το Κατσαφλιά… Καλός κόσμος που τα κονομάει από συμβάσεις με μεγάλες εταιρίες και τέτοια «τίμια» και θαυμαστά, μέτριος κόσμος που του βγαίνει το λάδι   να τα φέρει βόλτα και που στέκεται μ’ ανοιχτό το στόμα μπροστά στο πρόβλημα που λέγεται «καινούργια παπούτσια», άλλος αστικός που παίζει τον «ανώτερο» και τα κονομάει από χαρτοπαίγνια κρυφά ή άδηλους πόρους της κυρίας και των δεσποινίδων, (αυτοί σκίζονται πολύ περί τιμιότητος), φουκαραδόκοσμος που κάνει το σταυρό του, πιστεύει στον Κύριο και σε μια «καλυτέραν αύριον» που θα στείλει ο  Κύριος, αλλά ρωτάει μ’ αγωνία αν αυξήθηκε μια δεκάρα το λεωφορείο, μεροκαματιάρηδες τίμιοι, «το ψωμί ψωμάκι», ιδρωμένοι και ταλαιπωρημένοι μέσα στην αφάνειά τους, αστοί που τους χαμογελάει η τύχη, τα κονομάνε ξαφνικά, δεν το περιμένανε και οι ίδιοι και τρελαίνονται και προσπαθούνε ν' αποδείξουνε την «αριστοκρατικήν προέλευσιν και καταγωγήν», και μετά υπόκοσμος, φουκαράς και άτιμος υπόκοσμος, γεμάτος λέπια αμαρτίας, γεμάτος ασυνειδησία, αμορφωσιά, στραβές κατευθύνσεις, πονηριά που γεννήθηκε από σπέρμα τη φτώχια, παραχωρήσεις, εκβιασμό και λύπηση… Έτσι είναι ο κόσμος, έτσι είναι, έτσι θα είναι. Και λέμε εμείς οι έξυπνοι :
- Κύριος από μεγάλη φαμίλια. Καλημέρα αφέντη μου. (Πήγατε στην Επτάνησο με τους ξεπεσμένους αφέντες;).
- Καλημέρα σας εξοχώτατε… (Αυτός άμα θέλει κάνει συμβάσεις, διορίζει, έχει και τίποτις παράσημα).
- Καλημέρα κύριε Δημητράκη μου. (Πολλά λεφτά ο κύριος Δημητράκης).
- Καλημέρα σας. (Καλή θέση, καλό μισθό).
- Τα σέβη μου. (Πόστο από το οποίο πολλά εξαρτώνται).
- Καλημέρα Μήτσο. (Καλός ο Μήτσος, δουλεύει εξαίρετα).
- Γεια σου Θανάση. (Ε παλεύει ο φουκαράς).
- Τιιιιί γίνεται Θόδωρε; (Δύσκολα φέρνει τη μια βόλτα με την άλλη).
- Γεια σου κυρ’ Ζαφείρη… (Ο φουκαράς… άστονε).
- Τι είναι, ρε; (Υπόκοσμος, υπόληψη μηδέν, βρωμιάρης).
 - Κάνε ότι δεν τόνε βλέπεις. (Λέραααα!).
Όμως, μ’ όλα τούτα που γίνανε τα ίδια, εμείς μπήκαμε στο μοντέρνο. Ήρθε από την Αγγλία ένα σκιστό σακάκι που δεν θυμάμαι ποιος τράγος δούκας τώχε παραγγείλει στο ράφτη του και τον δούκα χαϊδευτικά «τέντυ». Και λοιπόν, το πήρανε μυρωδιάόλα τα τσογλάνια, τα βρωμόπαιδα, τ’ αλάνια της Λόντρας, και παραγγείλανε από δαύτα το ίδιο σχέδιο σακάκι κι’ επειδή ήτανε όλα τα τέτοια που το φοράγανε για κρεμάλα, τα ονομάσανε «τέντυ – μπόϋς»… Κι’ εμείς, μεγάλοι μιμητές, πιάσαμε και κάναμε νόμο «Ελληνικό» που τον ονοματίσαμε «περί τεντυμποϋσμού» ίνα σωθεί η κοινωνία.
Τρίχες.
Κανονικά έπρεπε αυτά τα παιδιά που κάνουνε ενοχλητικές για το σύνολο ζωηράδες, να τα στέλνουνε έξη μήνες να σπάνε πέτρα στην οδοποιία. Και σε υποτροπή, ένα χρόνο. Να δεις βάζουνε ή δεν βάζουνε μυαλό. Άλλο λόγω που στα πιο πολλά από δαύτα έχουνε μπαμπά με στύλους, δεν το κάναμε. Και λέμε «τέντυ» τους ζωηρους τσόγλανους, Αμ τι φταίνε τα παιδιά; Πάνε στο σινεμά βλέπουνε τα συνoμήλικά τους Αμερικανάκια κι' Εγγλεζάκια. που κάνουνε τέτοια και χειρότερα κι' αντιγράφουνε. Και η περίφημη λογοκρισία επιτρέπει τη «Ζούγκλα του μαυροπίνακα» και το «Μερικοί το προτιμούν καφτό» και τα «κάου - μπόγια.» που θερίζουνε με το περίστροφο, κι' από την άλλη μεριά απαγορεύει την Ελληνική ταινία το φιλί και το μαγιό ως ανήθικα.. Α, ναι! Σκεπάζουνε και τις καραμπιστόλες και τα γυμνά στήθια μ’ ένα χαρτονάκι έξω από το σινεμά και μέσα τ’ αφήνουνε να δουλέψουνε. Όπερ, δηλαδή άμα κι’ έχεις λεφτά να μπεις, μπορείς να διαφθαρείς, άμα είσαι απένταρος γλυτώνεις και εσύ και η ψυχή σου και τα ρέστα σου όργανα…
Θα με ρωτήσετε τώρα, τί δουλειά έχουνε όλα αυτά με την Ελληνική Μυθολογία και τα αγνά και αδιάφθορα ελληνικά έθιμα». Διότι τα κρυφά δεν πιάνονται. Έτσι; Απ’ έξω να πετάξεις ένα «ντούκο» αγνότητας κι’ από μέσα ας ζέχνεις... Εδώ είναι το  μεγάλο μυστικό.
Η Μυθολογία. δεν έχει «ντούκο» τα λέει σταράτα, όπως είναι, τίμια και γαλάζια, κάτου από τον τίμιο και γαλάζιον Ελληνικό ουρανό. Κι’ ας μας πούνε «Εθνικούς» οι Χριστιανικώτατοι... Καλύτερα Εθνικοί και ντόμπροι. Η Ελληνική Μυθολογία δεν κρύβει το «Άσμα Ασμάτων» όπου τα στήθη ήτανε «σκύμνοι δορκάδος», πίσω από θρησκευτικές δήθεν προθέσεις. Όταν οι θεοί της Μυθολογίας κάνανε βρωμιές και ζωηράδες, το ομολογεί ανοιχτά.
- Ο Τάδε κύριος έκανε τέτοια βρώμικα.
Και το γελάει.
Το λοιπόν, ο θεός Διόνυσος, πρέπει να. του τα πούμε γεμάτα, αμάν μια σκατοπαρέα που είχε! Χειρότερη φάρα μπεκρήδων, ντολτσεβιτατζήδων και έκφυλων δεν γινότανε και καιρός να σας τους παρουσιάσουμε έναν – έναν… Να. τους γνωρίσουνε, να. τους σιχαθούνε οι «εντιμότατοι» και να χασκογελάσουνε οι «φιλοπαίγμονες», να κλείσουνε τα μάτια μέσα σ’ έναν θολό, αρρωστημένο ερωτισμό, οι λάγνοι, να φτύσουνε «στο διάβολο καθάρματα», οι αξιοπρεπείς, και άλλα ευτράπελα και τρομερά.
Μια παρενθεσούλα. Τούτος ο λαός, που κείνη την εποχή ζούσε πιο κοντά στη φύση, είναι ένας λαός ζεστός, μεσογειακός, ερωτιάρης. Φταίει ο ήλιος, τ’ αεράκι η καθαρότητα της ατμόσφαιρας. Και είναι γνωστό, όσο πιο θερμός κι’ ερωτικά έκδοτος είναι ένας λαός, τόσο μεγαλύτερους περιορισμούς βάζει στην ηθική του (ας πούμε «ηθική» το  σεξουαλικό στοιχείο). Παράδειγμα: Οι Μεσογειακοί όλοι (Ισπανοί, Νότιοι Γάλλοι, Ιταλοί, εμείς, οι Τούρκοι, όλη η γειτνιάζουσα με τη Μεσόγειο Ασία και Αφρική), περιορίζουνε και κυνηγάνε τον έρωτα. με νόμο και θρησκευτικές απαγορεύσεις. Αντίθετα., οι Βόρειοι  που δεν είναι ερωτικοί και θερμοί (Σουηδία, Αγγλία, Γερμανία, Δανία κλπ.) δεν έχουνε παρά ελευθερία ερωτική. Δεν τον φοβούνται σαν εκδήλωση και συνέπεια και δεν τον λογαριάζουνε. Μ’ αυτό τον τρόπο οι Μεσογειακοί πάσχουνε όλοι από σεξουαλική δίψα κι’ έτσι βλέπεις να κάνουνε ακρότητες (πειράγματα, βρωμιές, ακόμα κι' εγκλήματα) που δεν γίνονται στο Βορρά παρά μόνο από μερικούς άρρωστους (Δράκοι π.χ) και τίποτ’ άλλο. (Όσοι πήγανε στην Ισπανία ή την Ιταλία θάχουνε δει τη «λύσσα» του σερνικού. Κι' όσοι πήγανε στη Γερμανία θα  είδανε ότι «ποτέ άντρας δεν πειράζει γυναίκα.»).
Έτσι, λοιπόν, φτιαγμένος ο δικός μας λαός, κατασκεύασε τον θεό του τον Διόνυσο και τον φόρτωσε σαν γλεντοκόπο με μια μεγάλη αμαρτωλή παρέα... Μόνος του πώς να γλεντήσει ένας, έστω και θεός; Κι' υποκλιθείτε να σας γνωρίσουμε τα τέντυ - μπόυς και τέντυ - γκέρλς του.
Οι κοπέλες λεγόντουσαν Μαινάδες. Αν θέλετε κι' αλλιώς Βάκχες. Ήτανε Νύμφες. Επειδή και τον αναθρέψανε, του κoλλήσανε μόλις ήρθε στα πράματα.
Τούτες δω οι Μαινάδες φοράγανε τη νεβρίδα, ένα ελαφρό ρουχαλάκι που τ’ άφηνε όλα έξω - τύφλα νάχει το «τόπλες» - βάζανε στεφάνια από αμπελόφυλλα ή κισσό, χοροπηδάγανε σαν ζαρκάδια και σαλτάρανε σαν τους ψύλλους. Το χειρότερο, φωνάζανε, λέει, και χτυπάγανε και κύμβαλα... Πίσω τους τρέχανε κατσίκες, ελάφια, πάνθηρες, λιοντάρια... Αλλά κάνανε τόσο σαματά και τέτοια τρέλα τις έδερνε, που ο κόσμος σιγά - σιγά άρχισε να τις αντιπαθεί. Χορεύανε άγρια, κάνανε όργια και σκίζανε τα ζώα να φάνε τις σάρκες τους ωμές. Έτσι φάγανε και τον Ορφέα.
Αρσενικιά παρέα τους ήτανε οι Σάτυρoι και οι Σειληνοί. Φαίνεται ότι πρώτη πατρίδα τους ήτανε η Αρκαδία και ότι γεννηθήκανε στα δάση και τις σπηλιές των βουνών.
Τούτη η χώρα, ορεινή και κτηνοτροφική, είχε ένα σωρό βοσκούς που γεννήσανε μέσα στην τρομαγμένη φαντασία τους τούτα τα δαιμόνια. Για τούτο και είναι ίδιοι με τράγους. Τριχωτοί με πονηρή τραγίσια μούρη και μυτερή μύτη και τραγίσια τριγωνικά αυτιά, με κέρατα και ουρά και τραγοπάδαρα, με ακράτητο τραγίσιο ερωτισμό… Κατά που λέει ο Ηρόδοτος είναι πονηροί, τεμπέληδες, δειλοί, κάνουνε φιάσκα. στους φοβισμένους ανθρώπους, τρέχουνε σαν τα κατσίκια, κι’ όλο κυνηγάνε τις Νύμφες δια το πονηρόν ... Όμως παίζουνε αυλούς και σύριγγες (είναι το σφύριγμα. του ανέμου στα φύλλα).
Τούτοι δω οι Σάτυροι, τα πονηρά πνεύματα του δάσους όχι μόνο διατηρηθήκανε όλη την προχριστιανική εποχή, αλλά μπήκανε και μέσα στον Χριστιανισμό... Ο Άγιος Ιερώνυμος (Έπιστ Α Βιβλ. ΠΙ) γράφει ότι ο Άγιος Αντώνιος συνήντησε στην έρημο ένα σωρό τέτοια πνεύματα (Ιπποκένταυρο, μετά ένα Σάτυρο κλπ.).
Οι Σάτυροι μπήκανε μέσα στην Αττική κωμωδία ακριβώς λόγω κατασκευής και χαρακτήρος και αναιδέστατης διαγωγής. Στο «περί λεκτικού» του Δημητρίου, αναφέρεται ότι οι Σάτυροι που αρχικά αποτελούσανε τον χορό της κωμωδίας, φτάσανε να ανθρωποποιηθούνε και να γίνουνε οι έξυπνοι του έργου... Και σιγά -  σιγά η μορφή τους έγινε ανθρωπινότερη, γιατί ανάποδα από τις Μαινάδες, καταντήσανε συμπαθητικά όντα. Έτσι πια η σάτιρα είναι κάτι που σου φέρνει χαμόγελο, κέφι, και δεν σε ξενίζει...
Κοντά στους Σάτυρoυς, σχεδόν ίδιοι, με ελάχιστες παραλλαγές, ήτανε οι Σειληνοί. Οι Σειληνοί όμως δεν είναι Έλληνες, αλλά ξένοι, πρόσφυγες από τη Μικρή Ασία και μάλιστα από την Φρυγία (είπαμε ότι μεταγενέστερα ο Διόνυσoς πήρε ένα Ασιατικό λούστρο τόσο που να τον συγχαίoυνε με Ασιάτη θεό). Ήτανε περισσότερο πνεύματα της πηγής και  του ποταμού, αλλά καταφέρανε και γίνανε μια συμμορία με τους Σατύρους. Ο Μαρσύας που πήγε να βουλώσει τον Απόλλωνα στην κιθάρα ήτανε Σειληνός και όταν έχασε ο Απόλλων τον έγδαρε και κρέμασε το τομάρι του σε μια σπηλιά στις Κελαινές. Το ποτάμι που έβγαινε από τούτη τη σπηλιά. το λέγανε Μαρσύα.
'Ίσως το κελάϊδημα του ποταμού να έδωσε στον Μαρσύα τη μουσική του υπόσταση… Γύριζε, λέει, μ’  ένα γαϊδούρι που στην Ασία τόχουνε για « ευγενές ζώον», ήτανε μελαγχολικός και σκεπτικιστής. Κάποτε που τον ρώτησε ο βασιλιάς Μίδας «τι είναι το καλύτερο για τον άνθρωπο», απάντησε ξερά «να μην έχει γεννηθεί, κι' άμα γεννηθεί να πεθάνει συντομώτερο».
Τούτος ο φουκαράς ο Μίδας την πλήρωσε την φιλία του με τον Μαρσύα. Όταν έγινε ο  διαγωνισμός με τον Απόλλωνα και κέρδισε ο Απόλλων, επειδή ο Μίδας ήτανε με το μέρος του Μαρσύα, τον έπιασε και του έκανε τα αυτιά γαϊδουρινά. Ο Μίδας έβαλε ένα Φρυγικό σκούφο και έκρυψε την ντροπή του. Μόνο ο δούλος που τον κούρευε ήξερε το μυστικό του. Αλλά ο δούλος δεν μπορούσε να κρατήσει τη γλώσσα του. Για να μη το πει λοιπόν, σε κανένα και χάσει το κεφάλι, έσκαψε μια τρύπα στη γη και φώναξε μέσα : «Ο βασιλιάς Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου». Ύστερα βούλωσε την τρύπα και έφυγε ευχαριστημένος
Μέσα από την τρύπα, όμως, φύτρωσε μια καλαμιά κι' η καλαμιά άρχισε να σφυρίζει : «Ο βασιλιάς Μίδας έχει αυτιά γαϊδάρου». 'Έτσι, τόμαθε όλος ο κόσμος και έτσι συμπεραίνεται ότι μυστικό που το λες ακόμα, και στη γη φανερώνεται...
Μαζί με τον Μίδα, έγινε γελοίος και ο Σειληνός Μαρσύας... Στην Ελλάδα, τους είχανε πάρει και τους δυο στο μεζέ και μόνο οι Πλατωνικοί δεν θεωρούσανε τον Μαρσύα γελοίο. (Συμπόσιο Πλατ., στ. 215, 216 ). Τον είχανε ένα, είδος μουσουργού ποιότητος, και λέγανε ότι η φάτσα του Σωκράτη έμοιαζε με τη φάτσα του Μαρσύα.
'Όλοι οι Σειληνοί είναι κοντόχοντροι, κοιλαράδες, φαλακροί, τριχωτοί και συνεχώς μεθυσμένοι... Καβαλάνε γαϊδούρια και κάνουνε βρωμιές τραγουδώντας... Και μοιάζουνε λιγάκι με τις γελοιογραφίες των κρασοπατεράδων, στα σημερινά σκίτσα...
Μαζί με τον Διόνυσο έτρεχε παρέα του κι' ένας άλλος θεός,
ο Πρίαπος. Τούτος δω δεν είναι και πoλύ γνωστό στην πολύ αρχαία Ελλάδα και φαίνεται ότι μάλλον κουβαλήθηκε από τον Ελλήσποντο, από την πόλη Πρίαπον (κoντινή στη Λάμψακο, την Κύζικο και το Πάριον). Φαίνεται νάναι γιός του Διονύσου και κάποιας Νύμφης, γιατί έτσι που ήτανε η τρελλοπαρέα δεν βγάζεις άκρη.
Ο Πρίαπος συμβολίζει την παραγωγική δύναμη της φύσης, αλλά και τον ελεύθερο –εμείς θα τον λέγαμε «κτηνώδη»- έρωτα. Δεν αφήνει τίποτα «άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος», που λέμε. Είναι, φυσικά, 'Ιθυφαλλικός. Βρίσκεται μέσα στα υγρά δάση, είναι άσεμνος που δεν σηκώνει άλλο, μεταμορφώνεται συνεχώς και βάρδα μην του πέσει θηλυκό στην πλώρη...
Στην παλιοπαρέα είναι κι' ένα, σωρό άλλοι τέντυ - μπόυς. Ο
Άμπελος, ωραίο αγόρι, που... φαίνεται να τον ευνοεί πολύ ο  Διόνυσος, ο Ηδύοινος (το γλυκό κρασί), ο Οίνος, ο Άκρατος, η Μέθη, ο Μόλπος (το τραγούδι] , ο Ηδυμελής (γλυκοτράγουδο), ο Κώμος, η Κώμωδία ο Διθύραμβος, η Τελετή, ένα σωρό παιδιά, κακομαθημένα και συμπαθέστατα...
Καιρός να γνωρίσουμε και τον Πάνα...
Προομηρικά κι’ αυτός άγνωστος. Ο Όμηρος τον αναφέρει πρώτος. (Ομηρ. Υμν. 19. «Πάνα, δε μιν καλέεσκον, ότι φρένα πάσιν έτερψε»). Γιος του Ερμή και της Νύμφης Δρυόπης ή του Διός και της Καλλιστώς ή του Ερμή και της Πηνελόπης (απάνω σ’  αυτό το τελευταίο βασίζουνε τη μεταγενέστερη είσοδό του στο Ελληνικό Πάνθεον.  Γεννήθηκε, λέει, στο βουνό Κυλήνη κι’ η μάνα του η Δρυόπη τόσο πολύ τρόμαξε μόλις τον είδε να χοροπηδάει τριχωτόν και με κέρατα, που τον εγκατέλειψε και τόβαλε στα πόδια. Τ’ όνομά του προέρχεται από το ρήμα «πάομαι» που σημαίνει «βόσκω, είμαι ποιμήν». Ο Μύλλερ τον θέλει με σανσκριτική πρoέλευση από την σανσκριτική λέξη «παβάνα» που σημαίνει «ο άνεμος που καθαρίζει» (Λατινικά «παβόνιους»). Ο μύθος με τη Νύμφη Πίτυ δικαιολογεί περισσότερο τον Μύλλερ. Ήτανε, λέει, ο Παν και ο Βορέας (ο βοριάς) και την κυνηγούσανε την Πίτυ. Τότε ο Βορέας θύμωσε και τον έσπρωξε από ένα ψήλωμα και η Πίτυ έπεσε. Τότε η Γη λυπήθηκε και τον έκανε δέντρο, το πεύκο. Που στεφανώνει τον Πάνα με τις βελόνες της και βογκάει άμα φυσάει βοριάς...
Ο Παν είναι φίλος της Ηχώς, της Νύμφης. Ίσως επειδή παίζει μουσική (σαν αεράκι που είναι) να του την κολλήσανε. Μια άλλη νύμφη, η Σύριγξ, πήγε και γκρεμίστηκε στο ποτάμι τον Λάδωνα για να μη την τσακώσει ο Πάνας και έγινε καλάμι κι' απ’ αυτήν βγήκανε τα σουραύλια. Ο Πάνας δεν ήτανε ακριβώς θεός. 'Ήτανε κάτι ενδιάμεσο και πέθανε, λέει, επί Τιβερίου... (Πλούταρχος). Όμως ήτανε μια μορφή που ενέπνευσε πολύ τους καλλιτέχνες, ένα πρόσωπο συμπαθητικό και παιχνιδιάρικο, που φόβισε ακόμα και τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνος, κι' από κει βγήκε η λέξη «πανικός»... Αν πέθανε, θεός συχωρέστον...
Δυο πρόσωπα ακόμα: Ο Αριστεύς και ο Δάφνης. Ο Αριστεύς, γιός του Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης, είναι ένας μελαγχολικός θεός των δασών, ήσυχος, ίδιος η κόρη του  Κάδμου, απόχτησε ένα γιό τον Ακταίωνα… Έμαθε στους ανθρώπους τις αγροτικές δουλειές, την Ιατρική, την προφητική, ερωτεύτηκε την Ευριδίκη που για να του ξεφύγει πέθανε από φίδι (η Ευριδίκη είναι η Αυγή), προστάτευσε τα κοπάδια, το κυνήγι, τη μελισσοκομία, την καλλιέργεια, και μια μέρα χάθηκε μέσα στο βουνό Αίμος, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων. Ο Αριστεύς είναι Άριστος, γιός του Απόλλωνα.
Ο Δάφνις, γιός του Ερμή, τραγουδούσε στα δάση της Σικελίας κι’ ήτανε ο ωραιότερος βοσκός της Σικελίας. Πως αγάπησε τη Λύκη (τη Φωτεινή] , και πως της απίστησε και τον τύφλωσε και γκρεμίστηκε από ένα βράχο, κι’ έγινε φυτό, τ’ έχουμε ξαναπεί.
Αυτοί είναι πάνω - κάτω όλη η τρελλοπαρέα του Διόνυσου. Ξεφαντώνει, πίνει, ερωτεύεται και βιάζει τα θηλυκά, δεν έχει κανένα φραγμό, είναι τα «ένστικτα της ράτσας» που τ’ αφήνεις ελεύθερα να ξεσπάσουν.
'Ίσως ζωηρά τσογλάνια, ασυγκράτητα και κακομαθημένα Ίσως. Αλλά που δώσανε στην Ελλάδα και στον κόσμο μεγάλα δώρα. Τη σάτιρα, την κωμωδία, την τραγωδία, το θέατρο... Το πνεύμα
που γεννάει. Βλέπεις, το πνεύμα δεν μπορεί να δημιουργήσει σε περιορισμούς, σε στενοκεφαλιά, σε κανόνες σχολαστικούς, σε αντιρρήσεις γελοίες… Είναι ελεύθερο και πετάει πάνω στα βουνά, στα δάση, στις θάλασσες, κάνει ό,τι θέλει, δε σηκώνει κανενός είδους περιορισμό... Μερικοί θέλουν να. το υποτάξουν σε υποκλίσεις, σε στενά εγωιστικά όρια σε συμφεροντολογικές και κουτές διατάξεις… Σηκώνουνε ψηλά τη μύτη, ψευτοδιαβάζουνε και λένε. Άστους να λένε…
Κάποτε, ίσως ποτέ, το πνεύµα, των ανθρώπων θα πετάξει ψηλά. Κι’ άμα φτάσει σε «ικανό ύψος» θ’ ατενίσει όλους αυτούς τους «ανώτερους», τους «σνόμπ», τους «υποταγμένους στη μετριότητά τους», τους «φανατικούς», τους… τους… τους… και θα τους κατουρήσει.


ΠΗΓΗ :



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου