μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ ένας πρωτοπόρος οινοποιός το έτος 1859.

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Ο «άγνωστος» Έλληνας οινοποιός της ΟΙΝΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

ΕΝ ΠΑΤΡΑΙΣ

Την 01 Ιανουαρίου1858 η εφημερίδα ΜΙΝΩΣ ανήγγειλε την ίδρυση ανωνύμου εταιρίας, στην Πάτρα, με την επωνυμία ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΝΟΠΟΙΙΑΣ. Αντικείμενο της οποίας θα ήταν η οινοποίηση του σταφιδόκαρπου.

Πρωτεργάτες ήταν ντόπιοι κτηματίες. Γρήγορα η προσπάθεια αγκαλιάστηκε από την  τοπική κοινωνία, την ελληνική Κυβέρνηση, τον Δήμαρχο Πατρέων, το Νομάρχη Αχαιοηλίδος, τους εμπορικούς οίκους Fels και Barf, τον Επίσκοπο Αιτωλίας και Ακαρνανίας.

Με την σύσταση της εταιρίας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπισθεί το σταφιδικό ζήτημα. Οι αυξομειώσεις της παραγωγής είχαν δημιουργήσει αναταραχή και προβληματισμό για την τύχη της σταφίδας και την απεξάρτησή από τις ξένες αγορές.

Από νωρίς άρχισαν διαφωνίες μεταξύ των μετόχων για το ποιοι είχαν δικαίωμα ψήφου για την εκλογή του διευθυντού, οι οποίες κατέληξαν στα δικαστήρια και η εκλογή του πρώτου διευθυντού επικυρώθηκε με απόφαση του Εμποροδικείου Σύρου.

Η Εταιρία της Ελληνικής Οινοποιίας άρχισε να λειτουργεί στο τέλος του 1860 και διέκοψε τη λειτουργία της το 1875.

Η εταιρία προσέλαβε τρεις οινοποιούς,   έναν Έλληνα  « που σπούδασε με επιτυχία στην Ευρώπη την τέχνη της οινοποίησης», όπως έγραψε στην έκθεσή του προς τους προϊσταμένους του ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα (29 Σεπτεμβρίου 1861), και δύο Γάλλους, από τη Βουργουνδία και το Μπορντώ, τον Anatole Joly και τον Louis Perrier, που ήταν οινοποιοί και ταυτόχρονα οινοπνευματοποιοί, όπως μας πληροφορούν οι πηγές – κυρίως η Προξενική Αλληλογραφία του Γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών.  

 Το Σεπτέμβριο του 1861 η εταιρία παρήγαγε τα πρώτα κρασιά σε τέσσερες διαφορετικούς τύπους (αφρώδες, μαύρο, λευκό και κόκκινο σταφιδίτη).

Δεν ξέρουμε τι ποικιλίες χρησιμοποίησαν οι οινοποιοί Anatole Joly, Louis Perrier και ο ανώνυμος Έλληνας συνάδελφός τους.

Την ιστορία της Ελληνικής Οινοποιίας εν Πάτραις την διάβασα στο βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη, Το κρασί του Γουσταύου, Εκδόσεις Καστανιώτη, και τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. Τα περισσότερα στοιχεία που αναφέρω πιο πάνω είναι από αυτό το βιβλίο καθώς και από το βιβλίο του Χρήστου Μούλια, Το λιμάνι της σταφίδας, Εκδόσεις Περί Τεχνών. 

Άρχισα να ψάχνω περισσότερα στοιχεία στις εφημερίδες της εποχής και στάθηκα τυχερός. Στην εφημερίδα ΜΙΝΩΣ, με ημερομηνία 12/02/1860, βρήκα την εξής είδηση :

Αι εργασίαι της Εταιρίας της Ελληνικής Οινοποιίας προβαίνουσι κατ’ ευχήν χάρις εις την συνετήν και αξιέπαινον ενέργειαν της διευθύνσεως. Διευθυντής του τεχνικού μέρους προσελήφθη  ο γνωστός ήδη οινοποιός κ. Α. Γεωργιάδης εκ Τριπόλεως, όστις και απήλθεν εις Γαλλίαν όπως προμηθευθεί διαφόρους αναγκαία εις την οινοπνευματοποιίαν μηχανάς.

Πιθανολογώ ότι είναι ο άγνωστος Έλληνας οινοποιός που αναφέρει πιο πάνω ο Ν. Μπακουνάκης.

Νομίζω ότι έχουμε μπροστά μας έναν από τους πρωτοπόρους, στον ελληνικό χώρο, στην τέχνη της οινοποιίας. Αναζήτησα, και θα συνεχίσω  να αναζητώ, στοιχεία με τα οποία θα εμπλουτίζω το παρόν άρθρο (εργασία). 

Μια πρώτη αναφορά, στον Ανδρέα Γεωργιάδη, υπάρχει σε εισήγηση της κας Χριστίνας Αγριαντώνη με τίτλο : Η ελληνική οινοβιομηχανία το 19ο αιώνα : από την αναζήτηση της ποιότητας στο σταφιδίτη.

«……..Είκοσι χρόνια αργότερα, η κρατική παρέμβαση θα πάρει πιο συστηματική και ολοκληρωμένη μορφή.  Το 1855, επί προσωρινού υπουργού Εσωτερικών Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, στέλνονται στο Bordeaux για εκπαίδευση στην οινοποιία τρεις υπότροφοι (οι Α. Γεωργιάδης από την Τρίπολη, Γ. Νικολαΐδης από την επαρχία Οιτύλου και Α. Μικρούλης από την Καλαμάτα), ενώ λίγο αργότερα ο διάδοχός του Δημήτριος Βούλγαρης  θα ιδρύσει στην Αθήνα ένα πρότυπο οινοποιείο, υλοποιώντας ένα σχέδιο που φαίνεται πως υπήρχε από το 1848. Το οινοποιείο επανδρώθηκε με δυο Γάλλους που μετακαλέστηκαν από το Bordeaux  (τους «Λαζωνή» και Jean Court) και οι οποίοι δίδασκαν δέκα Έλληνες υποτρόφους, που έστελναν οι Δήμοι από όλη τη χώρα για 4 μήνες το χρόνο. Εξοπλίστηκε επίσης με δυο γαλλικά πιεστήρια και χρησιμοποιούσε «σταφυλάς διαφόρων μερών της Ελλάδος» από τις οποίες «αι της Αιγίνης ανεδείχθησαν αι καλύτεραι». Οι τιμές των κρασιών που παρήγε (λευκά, ροζέ και κόκκινα) κυμαίνονται από 3 ως 5 δραχμές η φιάλη (δηλ. η μισή οκά), ενώ στόχος του ήταν «η κατασκευή οίνου Βορδώ πρώτης ποιότητος, του έχοντος εξ δραχμάς η φιάλη». Με την αναμενόμενη μάλιστα άφιξη του υποτρόφου Α. Γεωργιάδη, που είχε πάει από το Bordeaux στην Champagne, η ελπίδα «να κατασκευάση και της Σαμπανίας οίνον η Ελλάς» δε φαινόταν εντελώς ουτοπική…….» 1

 

Πράγματι, σύμφωνα με την εφημερίδα της εποχής ΑΡΚΑΔΙΑ την 16/06/1859 στο φύλλο 102, ο Ανδρέας Γεωργιάδης μετά 5 έτη επιστρέφει στην γενέτειρά του Τρίπολη. Αγοράζει σταφύλια τη περιοχής της Μαντινείας και βγάζει 6000 οκάδες γλεύκος (μούστο). Με το γλεύκος αυτό επιχειρεί να φτειάξει Καμπανίτη οίνο.  Δημιουργεί έναν αφρώδη οίνο ανώτερο από αυτούς που φτιάχνονται  στη Γαλλία. Και μάλιστα χωρίς την προσθήκη κάποιας ουσίας. Την εξαιρετική ποιότητα του συγκεκριμένου οίνου βεβαιώνει και Γάλλος οινοποιός, συνεργάτης του Ανδρέα Γεωργιάδη.

Σύμφωνα με τους κανόνες κατασκευής του Καμπανίτη απαιτούνται συγκεκριμένες θερμοκρασίες, για τον χειμώνα 10 β. και για το καλοκαίρι 4 β. Στη συνέχεια εμφιαλώνει τον Καμπανίτη οίνο σε 1500 φιάλες. Πλην όμως, λόγω του ότι δεν είχε τη σωστή θερμοκρασία στους αποθηκευτικούς χώρους, σπάνε και διασώζονται μόνον 500.

Στη συνέχεια ο αρθρογράφος της εφημερίδας αναρωτιέται εάν υπάρχει η διάθεση να υποστηριχθεί μια εταιρία η οποία παράγει, αποδεδειγμένα, ένα τόσο πετυχημένο προϊόν.

Ο Ανδρέας Γεωργιάδης είναι ένας εκ των ολίγων Ελλήνων οι οποίοι σπούδασαν στην Ευρώπη και με ελάχιστα μέσα, χρησιμοποιώντας σταφύλια της Μαντινείας, δημιούργησε έναν εξαιρετικό αρωματικό αφρώδη οίνο.

Η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε τον Α. Γεωργιάδη ως υπότροφο στη Γαλλία για να σπουδάσει οινοποιός και να επανέλθει προκειμένου να διαδώσει την τέχνη της οινοποιίας. Στο μέσον των σπουδών του το Ελληνικό κράτος διέκοψε την υποτροφία η οποία ήταν 60 δραχμές το μήνα. Πλην όμως αυτός παρέμεινε, ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Επανήλθε εφοδιασμένος με όλα τα αποδεικτικά που μαρτυρούσαν την τελειοποίησή του στην τέχνη της οινοποιίας.   

Το περίεργο είναι ότι ενώ το προϊόν που παρήγε ο Α. Γεωργιάδης είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων, η επίσημη πολιτεία δεν τον αναζήτησε ούτε χάριν περιεργείας.

 

Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσσο Γριτσόπουλο ο Νομάρχης Δαρειώτης, έστειλε δείγματα στην Αθήνα προκειμένου να γίνει περαιτέρω γευσιγνωσία.

 

Πράγματι, με νέο δημοσίευμα της η εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΑ στις 21/8/1859 στο φύλλο 110 ανακοινώνει επαινετικά σχόλια από γευσιγνώστες των Αθηνών.

Επίσης, σε γεύμα του πρέσβη της Γαλλίας Μοντερώ, οι συνδαιτημόνες δοκίμασαν το αφρώδη οίνο του Α. Γεωργιάδη και εκφράστηκαν με πολύ θετικό τρόπο. Για κάποιους ήταν ανώτερος του αυθεντικού Καμπανίτη.

Αν ο μονοετής αυτός οίνος επαινέθηκε τόσο πολύ, ο πολυετής άραγε πόσο θα επαινεθεί;   


Στο αμέσως επόμενο φύλλο της η Εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΑ, 28/08/1859 φύλλο 111, εκφράζει αγανάκτηση για τον φθόνο με τον οποίο σχολιάζεται ο αφρώδης οίνος του Ανδρέα Γεωργιάδη. Μεταφέρει τα κακεντρεχή σχόλια από την Αθήνα. Σχολιάζει ότι, σε όλα τα μέρη του κόσμου, όταν γίνεται μια επωφελής ανακάλυψη ή γίνεται κάτι κοινωφελές, οι πάντες επικροτούν και υποστηρίζουν. Λόγω αυτής της κακής νοοτροπίας, κατηγορούν τον Α. Γεωργιάδη ότι ο αφρώδης οίνος που παράγει δεν είναι φυσικός αλλά περιέχει πρόσθετα συστατικά. Στην πόλη μας υπάρχουν αρκετοί νοήμονες που παρακολουθούν από κοντά την αξιέπαινη αυτή προσπάθεια, και όλους αυτούς τους θεωρούν συκοφάντες.

 

Σε όλες αυτές τις συκοφαντίες, ο Ανδρέας Γεωργιάδης μέσα από τις στήλες της εφημερίδας ΑΙΩΝ την 26 Αυγούστου 1859, απαντάει με επιστολή που έχει τίτλο «Καμπανίτης, Οίνος Εθνικός».

«Πληροφορούμεθα με λύπην μας ότι τινές, και κατά δυστυχίαν μάλιστα εκ των νομιζομένων πεπαιδευμένων μας, είτε εκ κακοβουλίας είτε και εξ αβελτηρίας διαδίδουν ότι το αθρακικόν οξύ των παρ’ εμού κατασκευαζομένων οίνων είναι επείσακτον και ουχί φυσικόν, στηριζόμενοι εις την όλως εσφαλμένην ιδέαν την οποίαν οι κατά καιρούς ενταύθα ερχόμενοι  commis voyageurs, από συμφέρον προς το εμπόριόν των, προσεπάθησαν να ριζώσωσιν εις τινας κενάς κεφαλάς, εκμεταλλευόμενοι την άγνοιαν και την ευπιστίαν αυτών.

Καίτοι ενδιατρίψαντες εις Καμπανίαν τέσσερα όλα έτη, καίτοι έχοντες την αξίωσιν ότι γνωρίζομεν όλους τους οίνους της, ως εργασθέντες εις τα ονομαστόμερα καταστήματα τα προμηθευθέντα τους τε αυτοκρατορικούς και βασιλικούς της Ευρώπης οίκους, ουδαμού όμως αποκτήσαμεν την παρ’ αυτών διαθρυλομένην ως μη εξερχομένην εκ της Γαλλίας Σαμπάνιαν. Τούτων ένεκα προσκαλούμεν τους τα ενάντια φρονούντας να υποδείξωσιν ημίν ταύτην υποσχόμενοι αμοιβήν χιλίων φιαλών Καμπανίτου οίνου. Προς τούτοις προσκαλούμεν Έλληνας και ξένους, επιστήμονας και μη, να υποδείξωσιν επίσης ημίν ότι εργαζόμεθα άλλως πως παρ΄ όπως τα εν Καμπανία διασημότερα καταστήματα και υποσχόμεθα εις αυτούς διπλασίαν την αμοιβήν. Όθεν ας μη καθίστανται γελοίοι, διαδίδοντες τοιαύτας εσφαλμένας ιδέας και υπηρετούντες ξένα συμφέροντα δωρεάν, πριν ή εξετάσωσι επισταμένως το πράγμα, προς βλάβην των συμφερόντων της ελληνικής βιομηχανίας.

Τέλος διαβεβαιώ με τον επισημότερον τρόπον τους κυρίους τούτους ότι το αθρακικόν οξύ της παρ’ εμού κατασκευαζομένης σαμπάνιας είναι φυσικόν και ουχί επεισακτον, το δ’ εν Τριπόλει κατάστημά μας ήτο, είναι και θα είναι ορθάνοικτον προς τους δυσπιστούντας,εις ους άλλωστε δεν είναι ποσώς δύσκολον δια των επιστημονικών των γνώσεων να ελέξωσι ημάς ψευδομένους, καρπούμενοι των αμοιβών.

Α. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ  

 

Σε συνεχεία της ανωτέρω επιστολής ο συντάκτης του «Αιώνος» συμμερίζεται την αλήθειαν του περιεχομένου και προσθέτει : «οφείλοντες κατά καθήκον ηθικόν να προστατεύσωμεν, το εφ’ ημάς, πάσαν εθνικήν βιομηχανίαν, και την αλήθειαν υπηρετούντες, ομολογούμεν ότι δοκιμάσαντες την παρά του κ. Γεωργιάδου κατασκευαζομένην σαμπάνιαν ή αφρίτην οίνον εύρομεν τούτον κατά πάντα ανώτερον όλων εκείνων των ομοίων οίνων ους εν Ελλάδι πωλούσι τόσω υπερτιμημένως και δήθεν αληθή γαλλικόν οίνον.

Την ποιότητα, το πνεύμα, το διαρκές των φυσαλλίδων και όλα τα προσόντα, τα διακρίνοντα καλόν καμπανίτην οίνον, φέρει ο υπό του αξιοτίμου κ. Γεωργιάδου κατασκευαζόμενος.»

Αναφέρει είτα ότι ο κ. Γεωργιάδης εσπούδασεν την οινοποιίαν εν Γαλλία. «Η κυβέρνησις, υποχρέως ούσα να βοηθή εκ παντός τρόπου πάσαν βιομηχανίαν, ενισχυομένην τω τόπω πηγάς πλούτου νέας και αφθόνους, οφείλει να βοηθήση κατ’ αρχάς τον άξιον αρχηγόν της ειρημένης επιχειρήσεως και να δώση αυτώ πάσαν ενθάρρυνσιν, προκαταβάλλουσα τα αναγκαία κεφάλαια δια την οικοδομήν των υπογείων, απαραιτήτων προς κατασκευήν των οίνων και μάλιστα του αφρίτου.

Δυστυχώς παρ’ ημίν το συνεταιριστικόν πνεύμα, δι’ το δίλεπτον και η πεντάρατων πολλών απαρτίζουσι κεφάλαια μυθώδη αλλαχού και αποτελούσι τα μέγιστα των έργων, δεν ανεπτύχθη έτι παρ’ ημίν. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, το καθήκον επιβέβληται εις την κυβέρνησιν, και τόσω μάλλον ΄σω η περί ης πρόκειται επιχείρησις είναι εκ των ενδιαφερουσών ουσιοδώς την εθνικήν βιομηχανίαν. Ευελπιστούμεν καταλήγει ο συντάκτης- ότι θέλομεν εισακουσθή παρά τω υπουργείω.» 


Στο τεύχος Αρ. 5 τον Μάρτιο 1861, η Εφημερίς της Γεωργίας μας δίνει τις εξής πληροφορίες :  Ο Ανδρέας Γεωργιάδης έχει στην αποθήκη του στην Τρίπολη, ακατατέργαστο μεν, αλλά κατάλληλα προετοιμασμένο οίνο για την κατασκευή καμπανίτη.  Η διεύθυνση της Οινοποιητικής Εταιρίας της Πάτρας, μη έχοντας, από την εσοδεία του 1859 στις δικές της αποθήκες οίνο κατάλληλο για την κατασκευή αφρωδών οίνων  συνάπτει συμφωνία μαζί του για την αγορά ποσότητα  10 μέχρι 12 χιλιάδες φιάλες οίνου.

Οι οίνοι αυτοί, του Ανδρέα Γεωργιάδη, εστάλησαν στο εξωτερικό και έτυχαν πολύ καλής υποδοχής.

Στη συνέχεια η εφημερίδα μας πληροφορεί ότι ο Ανδρέας Γεωργιάδης προσλαμβάνεται για τρία χρόνια από την Ελληνική Οινοποιητική Εταιρία και του ανατίθεται η τεχνική διεύθυνση της εταιρίας καθώς και η εφορεία των οινοποιητικών εργασιών.

Μια ή δυο φορές την εβδομάδα διδάσκει την τέχνη της οινοποιίας. Τα μαθήματα παρακολουθεί το προσωπικό της εταιρίας αλλά και όποιος άλλος επιθυμεί μπορεί να συμμετέχει. 

 Στις 03/02/1861, στην εφημερίδα ΜΙΝΩΣ υπάρχει δημοσίευμα – ανακοίνωση της διεύθυνσης της Εταιρίας «…. Προτρέπομεν τους Κυρίους ξενόχους και τους κάμνοντας χρήσιν Ευρωπαϊκών οίνων να προτιμώσι τους οίνους τούτους οίτινες και δια την καλλίστην αυτών ποιότητα και δια το μέτριον της τιμής των εισίν ασυγκρίτως συμφερότεροι ιδίως ο Καμπανίτης φυσικός οίνος της κατασκευής του κ. Ανδρ, Γεωργιάδου, διευθύνοντος τα τεχνικά έργα της Εταιρίας και γνωστού δια τας περί την Οινοποιίαν γνώσεις και εμπειρίαν του είναι προτιμώτερος των έξωθεν εισερχομένων αφροδών οίνων, οίτινες καίτοι κατωτέρας ποιότητος πωλούνται εις την διπλήν ως έγγιστα τιμήν……..»      

 

Σαν συμπέρασμα όλων των πιο πάνω πληροφοριών, αβίαστα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο Ανδρέας Γεωργιάδης ήταν ένας προικισμένος οινοποιός. Δημιούργησε προϊόντα στην ελληνική αγορά ισάξια των αντιστοίχων φημισμένων Γαλλικών. Δεδομένου του χρόνου που έγιναν όλα αυτά, νομίζω ότι η αξία του είναι πολύ μεγαλύτερη. Είναι κρίμα που μέχρι τώρα παραμένει, εν πολλοίς, άγνωστος


1.      ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ, ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ, 7 – 9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1990, Εκδόσεις του ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ της ΕΤΒΑ.

                                                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου