Ο
τελευταίος των βαρελάδων
Αφήγηση Λάζου
Ματθαίου
Γραπτό κείμενο σε ελεύθερη απόδοση Σταύρου Δάδη
Ο πατέρας μου, καλή του ώρα, για πολλά
χρόνια εξάσκησε την τέχνη του βαρελοποιού. Ήταν η εποχή, που τ’ αμπέλια έζωναν
τη Νάουσα και το μπρούσικο κρασί τους πουλιόταν σε πολλές χώρες. Κατά το Βοριά,
στα Βαλκάνια, κατά το Νοτιά στην Αραπιά, κατά την Ανατολή στην πολυθρύλητη
Πόλη. Τα Ναουσαίικα κελλάρια, ολόγιομα, άνοιγαν πότε-πότε, για νάρθουν οι
αμαξάδες, να φορτώσουν και να κουβαλήσουν το γλυκόπιοτο χυμό στο σιδηροδρομικό
σταθμό, να δοκιμάσουν ακόμη πρώτα οι ίδιοι το άρωμα και τη νοστιμιά του με το
δικό τους παράνομο, αλλά αριστοτεχνικό τρόπο σε ιδέα και εκτέλεση. Μου έτυχε,
πολύ νωρίς σ’ αυτή τη μέθοδο και θυμάμαι ακόμη καθαρά μια σχετική συζήτηση, που
είχα με τον πατέρα μου. Κάποια μέρα, εξετάζοντας τυχαία ένα βαρέλι στις
λεπτομέρειές του, είδα ένα σωρό τρύπες επάνω του κλεισμένες με ξύλινες σφήνες.
Ξαφνιάστηκα και ρώτησα φωναχτά γεμάτος έκπληξη, που ίσως έφτανε την αγανάκτηση.
-
Ε,
πατέρα, τι βαρέλια είναι αυτά που φτιάχνεις ; Και πώς τ’ αγοράζουν οι πελάτες,
έτσι που είναι γεμάτα τρύπες ;
-
Τι
είπες ; Μου απάντησε απότομα.
- Να, για το βαρέλι…
Αυτό εδώ.
Του έδειξα τις τρύπες, ενώ τραβιόμουνα
σιγά-σιγά προς αποφυγή δυσάρεστων συνεπειών. Τις κοίταξε καλά-καλά, κούνησε το
κεφάλι του και, για μεγάλη μου έκπληξη έβαλε γέλια ξεκαρδιστικά. Έπειτα
σιβαρεύτηκε και μου είπε :
-
Γι’
αυτό το βαρέλι ρώτησες ;
-
Ναι.
-
Γι’
αυτές τις τρύπες ;
-
Ναι.
-
Ε,
λοιπόν, και γω θάχα την ίδια απορία, αν τις πρωτόβλεπα. Πού να φανταστείς…
Είναι δουλειά των αμαξάδων, παιδί μου.
-
Των
αμαξάδων ;
-
Αυτών
και μόνο.
-
Και
γιατί τρυπούν τα βαρέλια μας ; Τι τους έκανες ;
-
Τίποτα.
Τι μπορώ να τους κάνω εγώ ;
-
Τότε
;…
- Το κρασί… Αυτό
είναι η αιτία. Άκου και να το διηγείσαι καμμιά φορά στα εγγόνια μου. Μόλις
φορτώσουν τα βαρέλια στα αμάξια, αναβαίνουν κι αυτοί, κάθονται στη θέση του
οδηγού και καμτσικώνουν επιδεικτικά τα άλογα. Οι ρόδες βγάζουν σπίθες στο
λιθόστρωτο. Τα σχοινιά στα δεσίματα τρίζουν. Τα αμάξια χοροπηδούν. Αυτοί όμως
εκεί, κρατούν τα γκέμια σφιχτά. Έχουν να κάνουν πολλά δρομολόγια. Βιάζονται. Το
σκηνικό αλλάζει μόλις και τα τελευταία σπίτια της Νάουσας μείνουν πίσω τους.
Τότε παρατούν το επαγγελματικό τους ύφος, δένουν κάπου χαλαρά τα γκέμια των
αλόγων και πηγαίνουν πίσω. Βγάζουν από την τσέπη τους ένα καρφί και τρυπούν το
πρώτο βαρέλι, που τους τυχαίνει. Το κοκκινέλι πετιέται με ορμή, ένας μικρός
πίδακας προορισμένος να ξεδιψάσει εντελώς άκοπα τα λαρύγγια των παθιασμένων
φίλων του και… εντελώς δωρεάν, πρέπει να το συμπληρώσω. Η ιεροτελεστία του
αυτοκεράσματος κρατάει τόσο λίγο, όσο ακριβώς χρειάζεται για να σκύψουν και να
κολλήσουν τα χείλια τους στην τρυπούλα. Έτσι περίεργα κολλημένοι στις δούγες των βαρελιών… ρουφούν… μέχρι να
ξεδιψάσουν. Στο κάτω-κάτω δεν ζημιώνουν τους συμπατριώτες τους, αλλά τους
εμπόρους, που κι αυτοί θα βρήκαν κάποιο τρόπο να κλέβουν τους πρώτους.
-
Και
με πόσες οκάδες χορταίνουν πατέρα ; ρώτησα εντυπωσιασμένος από το γεγονός.
-
Με
δυο και με τρεις οι βαστούμενοι στο ποτό. Με μια οι άλλοι.
-
Έπειτα
;
-
Έπειτα
ξαπλώνουν όμορφα-όμορφα σε κάποιο ελεύθερο χώρο και κοιμούνται του καλού
καιρού.
-
Κοιμούνται
; Και τα άλογα ;
-
Κοιμούνται.
Του καλού καιρού όπως σου είπα. Τ’ άλογα ξέρουν το δρόμο τους. Και πότε ξυπνάνε
οι αμαξάδες ; Πώς ;
-
Σα
φτάσουν στο σταθμό, τραβούν ίσια για το πλάτωμα της εκφόρτωσης.
-
Εκεί
σταματούν, μαθημένα καθώς είναι…
-
Κι’
οι αμαξάδες ;
- Με το σταμάτημα των
αμαξιών ξυπνούν, μαθημένοι καθώς είναι… Όλα δουλεύουν «ρολόι» παδί μου. Έτσι
γίνεται πάντα, όταν είναι κανείς μαθημένος.
Εκεί σταμάτησε η συζήτηση με τον πατέρα
μου. Για πολύ καιρό όμως θυμόμουνα τους αμαξάδες και το θαυμάσιο κουνιστό ύπνο,
που έπαιρναν κατηφορίζοντας το Κουλούκι, άδειο τότε από τροχοφόρα, βασίλειο
αληθινό των πεζών και των ζώων.
Έπειτα ήρθαν άλλες εποχές. Ήρθε η
καταραμένη φυλλοξήρα. Ξέρανε τ’ αμπέλια και έσβησε μιαν αμπελουργική παράδοση
αιώνων. Ακόμα έπληξε θανάσιμα τον ζωντανό κλάδο των βαρελάδων. Και δεν είχε
λίγους η Νάουσα. Πάνω από πενήντα, όπως τον Μελιτζανή, τους Πριμένταδες, τους
Αντιφάκηδες, τους Νούσηδες, τους Στεργιούληδες, τον Τσαμπή, τον Αμούτζια και
άλλους, που μου διαφεύγουν. Στο τέλος έμεινα μόνος. Σκεπτόμουν, αν έπρεπε να
παρατήσω την τέχνη, που πια δεν μπορούσε να ταΐσει την οικογένειά μου. Λίγα
χρόνια κουτσοπεράσαμε και εντελώς αναπάντεχα μας δόθηκε δουλειά. Μια καινούργια
καλλιέργεια, της μηλιάς, φάνηκε στον τόπο μας που χρειαζόταν βυτία για τα
ραντίσματα. Αρχίσαμε την κατασκευή τους. Κάμποσο καιρό δουλέψαμε καλά. Βγάλαμε
λίγα λεφτά. Έπειτα πάλι μας χτύπησε η ανεργία. Εμφανίστηκαν οι μηχανοκίνητοι
ψεκαστήρες και τα ξύλινα βυτία έγιναν αζήτητο είδος.
Εγώ και πάλι κράτησα το μαγαζί. Δεν ξέρω
ακριβώς για ποιο λόγο. Την οικογένειά μου δεν μπορούσα να τη θρέψω μ’ αυτό. Που
και που έφερναν κανένα κρασοβάρελο για επιδιόρθωση. Αναγκαστήκαμε να δουλέψουμε
στα κτήματα. Μερικά καλοκαίρια ξενητεύτηκα σε περιοχές, που κρατούσαν ακόμα
αμπέλια, όπως ο Άγιος Παντελεήμων Αμυνταίου, το Ξυνό Νερό, η Βεγόρα.
Ξέρετε τι σκέφτομαι τώρα ; Τα γυρίσματα της
ζωής. Ποιος θα μου τόλεγε και θα τον πίστευα, πως θαρχόταν πάλι μια εποχή για
τ’ αμπέλια της Νάουσας και το κρασί τους ; Και όμως ήρθε. Πολλοί καινούργιοι
εραστές, όπως λένε και οι γραμματιζούμενοι, ανακατεύονται τώρα με την
αμπελουργία, από τη Νάουσα, από την περιοχή της και ακόμα πιο μακρυά. Αρκετοί
είναι πελάτες μου. Έρχονται στο μαγαζί και βροχή οι ερωτήσεις τους πέφτουν.
-
Τι
ξύλο θα βάλεις στο βαρέλι μου, μάστορα ;
-
Καστανίτικο.
-
Καστανίτικο
; Δεν είναι μαύρο ;
-
Ασφαλώς,
αλλά εκτός που είναι αντοχής, μαύρο ξύλο κάνει για το κόκκινο κρασί.
-
Και
για το άσπρο ;
-
Για
το άσπρο το πιο κατάλληλο είναι το δρένιο.
Βγάζει πολύ λίγο χρώμα. Έχει εμφάνιση, μα δύσκολα βρίσκεται στα βουνά μας.
-
Για
το ρακί ;
Είπαμε, βροχή οι ερωτήσεις. Και δεν πρέπει
να χαλάω κέφια. Επαγγελματίας είμαι. Συνεχίζω λοιπόν, τις απαντήσεις με
χαμόγελα. Αν κι’ αυτό είναι λίγο του φυσικού μου.
-
Για
το ρακί κάνει και η οξιά, που την αλείφουμε από μέσα με παραφίνη, για να μη
φεύγει το οινόπνευμα.
-
Για
τη ρετσίνα ;
-
Τι
τη θέλεις τη ρετσίνα ; Στον τόπο μας δεν τραβιέται.
-
Έτσι
από περιέργεια ρώτησα.
- Για τη ρετσίνα,
λοιπόν. Βρες μου ξύλο μουριάς και θάχεις ένα καλό βαρέλι, που βγάζει κι’ ένα
ελαφρό κίτρινο χρώμα.
Κάποτε έχουμε διαθέσιμο καιρό και πιάνουμε
κουβέντα με τις ώρες, που λέμε. Τότε, όποιος έχει όρεξη μπορεί να μάθει πολλά για
τη δουλειά μας. Για την ξυλεία που αγοράζουμε σε στρογγύλια, για τις δούγες
(τα σανίδια του βαρελιού), για τα τσεμπέρια, για διάφορα παθήματα –
μαθήματα, κατά πως λέει και ο λαός.
Αυτή είναι η δουλειά μου, κουραστική, όπως
όλες οι χειρονακτικές. Τα βαρέλια γίνονται με ξύλο και ιδρώτα. Έχω δυο παιδιά
που δεν τη θέλουν. Έτσι όσο ζω εγώ, θα υπάρχει βαρελοποιός στη Νάουσα. Έπειτα…
ΠΗΓΗ
: Περιοδικό Η ΝΙΑΟΥΣΤΑ, Έτος Β – Τεύχος 5, Οκτ – Δεκ 1978
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου