μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Κι ο Δήμος τ’ Αγιο-Δημητριού… (για το κρασί)

Του Γιάννη Ροβολή


       
Και φέτος στον απέριττο και σεμνό σε εμφάνιση ιερό ναό του Αγίου Δημητρίου στην Άνω Μεριά, γιορτάσαμε την Αγία μνήμη του. Και πάλι η σκέψη μας γύρισε στα παιδικά μας χρόνια, τα χρόνια με τα «γιορτάσια», τους σκρουμπέτους, την περιχάρια.

Επίσης, σαν σήμερα, τα παλιότερα χρόνια, δοκίμαζαν και τα καινούργια κρασιά.

«Τρεις αντρειωμένοι ζήτησαν στη γη να ‘ρθούνε πάλι.
Ένας το Μάη θε να ‘βγει που ‘ναι μεγάλη μέρα.
Άλλος θέλει τον Αύγουστο που ‘ναι τα πανηγύρια.
… κι ο Δήμος τ΄Αγιο-Δημητριού
π’ ανοίγουν τα βαγένια…»

Τα βαγένια από καιρό πια ήσαν σφραγισμένα. Εκείνη την ημέρα λοιπόν τα άνοιγαν από το «πιράφι» να δοκιμάσουν και να ιδούν τι κρασί τους έκαμε. Φίλος κέρναγε φίλο κι άλλος φίλος το φίλο του και η δουλειά τράβαγε…

       Τα σταφύλια είχαν τρυγηθεί από τον προηγούμενο μήνα, τον τρυγητή, όπως έλεγαν  (και λένε ακόμη στα χωριά μας) τον Σεπτέμβρη. Χαρά θεού, όταν γυάλιζε η ρώγα του σταφυλιού. Το χωριό μας, τριγυρισμένο από αμπέλια. Άγια Τριάδα – Δημέικα, Κοκκινοχώματα, Καλογερούδες, Πλεσεβίτσες, και στα δυτικά ο λόφος τ΄  Άη  - Γιαννιού. Με το  γυάλισμα της ρώγας  λοιπόν,  μικροί μεγάλοι, βρίσκονταν σε κινητοποίηση. Οι μεγάλοι να φτιάξουν «σκιάζαρους», να δυναμώσουν τα αδύνατα σημεία του φράχτη, να φτιάξουν «τσαρδάκες». Τσαρδάκες, ήσαν οι πρόχειρες καλύβες που έφτιαχναν, όσοι δεν είχαν καλύβια στα αμπέλια τους, και να τα εξοπλίσουν ανάλογα.
Μόλις άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, οι απαιτητές, πολλοί.
…. Νυχτοπατούσα η αλεπού,
για σε τα ορνίθια αφήνει…
Αλεπούδες, ασβοί, σκαντζόχοιροι, και όλα τα ζουλάπια που ζούσαν τριγύρω, γύρευαν μερίδιο, καθώς και τα πετεινά του ουρανού. Σκιάζαροι λοιπόν την ημέρα, φύλαγμα τη νύχτα. Οι τσαρδάκες και τα καλύβια εξοπλισμένα καθώς έχουμε πει και παραπάνω. Ντενεκέδες κρεμασμένοι, καμμιά τσάγκρα, να ντουφεκάνε κάπου-κάπου με δαύτη, έτσι, για να μυρίσει μπαρούτι.
Μόλις νύχτωνε λοιπόν, άναβαν φωτίτσες σε περάσματα, βούταγαν τους ντενεκέδες, τραγουδούσαν για να μην νυστάξουν. Όσοι είχαν την δυνατότητα δρούσαν ‘’κατά ζεύγη‘’. Πήγαιναν δυο. Ο ένας κοιμόταν, ο άλλος φύλαγε. Ήταν μια ειδυλλιακή νότα στη ζωή του τόπου, το χρονικό εκείνο διάστημα.
Ερχόταν και η μέρα του τρύγου. Όλοι οι γείτονες είχαν προσυνεννοηθεί πότε θα άρχιζαν το τρύγο. Την καθορισμένη μέρα, από πολύ πρωί όλοι, με κοφίνια (καλάθια), πούργια (μεγάλα καλάθια) άρχιζαν τον τρύγο. Μικροί, μεγάλοι, στη δουλειά. Άλλοι τρυγούσαν, άλλοι κουβαλούσαν στον καθορισμένο τόπο, ή για το πάτημα στο ληνό, ή για τη μεταφορά στο σπίτι.
Τα πούργια φορτώνονταν στα μουλάρια για το σπίτι. Για σκέπασμα στο πούργι, ένα μισοφούστανο της νοικοκυράς (μισοφόρι το έλεγαν) δεμένο στη θέση που ήταν να περιβάλει στη μέση, του το φορούσαν σαν φέσι.
Φέσι σε κακοσχηματισμένο και κακομούτσουνο κεφάλι. Όσοι λοιπόν δεν πατούσαν επί τόπου, τα μετέφεραν στο σπίτι και τα πατούσαν ύστερα από λίγες μέρες.
Τα βαγένια, οι βαρέλες, έτοιμα να δεχτούν το μούστο.
Άρχιζε το πάτημα. Τώρα θα μου επιτραπεί και μια αναφορά σε κάτι που έζησα και εγώ την εποχή εκείνη. Ποτέ δεν θέλω, γενικά, θέματα τα οποία εξιστορώ και περιγράφω, να τα φέρνω σε δικά μου βιώματα. Ας μου συγχωρεθεί πάντως η κάπου – κάπου παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό.
Παιδί λοιπόν πήγαινα και βοηθούσα τον παππούλη μου να πατήσει. Έπλενε τα πόδια του λοιπόν και ανέβαινε στην πατητήρα, που ήταν η σακούλα με τα σταφύλια. Έκανε το σταυρό του και έλεγε μια ιδιότυπη προσευχή, ή μάλλον όχι προσευχή, αλλά ευχή:
«Ο ‘Ιορδανης πόταμος
και δυο χιλιάδες βρύσες»
Τώρα, γιατί τόνιζε τις δυο πρώτες λέξεις στην πρώτη συλλαβή και όχι στην κανονική, δεν το έμαθα ποτέ. Ούτε το ρώτησα καν. Ίσως, έτσι τόχε ακούσει και κείνος από τον παππούλη του έτσι και τούχε μείνει. Αφού πάταγε κάμποσες σακουλιές και μαζεύονταν αρκετά τσίπουρα στο χαρανί, ξαγνάνταγε κι ο γερο – Τσούκλερης με την τσιφιλιά του. Κάποτε έφερε καινούργια και μας εξηγούσε: Τα όρθια πλατάνα, το πάνω κερασιά (αν δεν κάνω λάθος), το αδράχτι σφεντάμι, η βρύση πάλι πλατάνα, και το καδί έλατο. Ο εργάτης, ένα μικρό σιδερένιο λουσταράκι. Η χαρά μου ήταν να γεμίζω το καδί με τσίπουρα, και να χαζεύω τον ολοκόκκινο μούστο που έτρεχε από τη βρυσούλα.
Έστηνε λοιπόν την τσιφιλιά του σε ίσιο κατάλληλο μέρος, έκανε τη δουλειά του, και ιστορούσαν οι δυο γέροι, γεγονότα, εμπειρίες δοξασίες. Ποιος άκουγε όμως; Αχ να μπορούσαν να ξανάρθουν πάλι και να ξανακούσω τις ιστορίες τους…
Παλιότερα τσιφιλιά, δω στην Απάνω Μεριά, είχε κι ο παπα – Γούμενος. Παπα – Γούμενο, έλεγαν τον Αρχιμανδρίτη Γεννάδιο Γεωργαντόπουλο που ήταν εφημέριος, πρώτα εδώ στον Άγιο Δημήτρη και μετά, με την ενοποίηση όλων των ενοριών, για λίγο χρονικό διάστημα, όλου του χωριού. Τον έλεγαν Γούμενο γιατί είχε χρηματίσει και ηγούμενος στο μοναστήρι της Σιδεροπόρτας.
Ο περί ου  ο λόγος ιερωμένος, ήταν και άριστος ξυλουργός. Πολλά ξύλινα σκευή ή ξυλοκατασκευές, ήταν δημιουργήματά του κι έλεγαν οι ιδιοκτήτες τους :     «αυτό το έφτιαξε ο παπα – Γούμενος».
Έλεγαν ότι μεταξύ των εργαλείων του περιλαμβανόταν και ο τόρνος. Χειροκίνητος ή ποδοκίνητος ασφαλώς. Την τσιφιλιά του την είχε φτιάξει μόνος του. Την φορτωνόταν λοιπόν και γύριζε όπου πατούσανε, τσιφίλιζε τα τσίπουρα και έπαιρνε μερίδιο από το μούστο που έβγαζε. Κάποια φορά πήγε και στο σπίτι το δικό μας, που πάταγε ο πατέρας μου. (Πάλι ήρθα  γύρω από τους δικούς μου. Συγνώμη). Ο πατέρας μου όμως ξεροπάταγε πολύ και δεν άφηνε σχεδόν τίποτα στα τσίπουρα. Βάζει ο παπάς την πρώτη τσιφιλιά, βλέπει στο τετζεράκι ελάχιστο μούστο, φορτώνεται πάλι την τσιφιλιά του και … δώθε παν οι άλλοι…
Είδε ότι δεν αξίζει τον κόπο να τσιφιλίζει και να παίρνει ένα ελάχιστο ποσό μούστου.
Αυτές συνοπτικά ήταν οι διαδικασίες από το γυάλισμα της ρώγας, μέχρι που ο μούστος έπεφτε στα βαρέλια, γίνονταν απ΄ όλους σε όλο το χωριό. Σφραγίζονταν τα βαγένια αφού ξέβραζε ο μούστος, ψηνόταν το κρασί, και τ΄  Άγιο Δημητριού, το δοκίμαζαν
… κι ο Δήμος τ΄  Άγιο Δημητριού
π΄ ανοίγουν τα βαγένια…

Οκτώβρης 1998 Τ΄  Άγιο Δημητριού ανήμερα
Ι.Ρ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου