μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012


Mε τ’ αποτρύδια

Κωνσταντίνος Γεωργακάκης
Δικηγόρος

Ο ΑΜΠΕΛΩΝΑΣ ήταν δίπλα στη θάλασσα. Μόνο μια φαρδιά λωρίδα παχιάς άμμου τον χώριζε απ' αυτήν. Σκίνα, λυγαριές και βατσουνιές (βατομουριές) σχημάτιζαν ένα φυσικό τείχος και τον προστάτευαν από τις φουρτούνες του χειμώνα. Τα σταφύλια ήσαν κατάμαυρα κι ασήμιζαν ανάμεσα στα κληματόφυλλα... «Βαρτζαμί» με τ' όνομα.

Μόλις τέλειωνε ο τρύγος, άρχιζε για μας τα παιδιά το πανηγύρι. Χωρίς τον φόβο του δραγάτη (αμπελοφύλακας), μπορούσαμε να μπούμε ελεύθερα στ' αμπέλια, για το δικό μας τρύγο. Πάντοτε έμεναν μπόλικα μικροσκοπικά τσαμπιά -τ' αποτρύδια- κι ανάμεσά τους, αποξεχασμένα, κανονικά σταφύλια. Τι ενθουσιασμός και χαρά ήταν εκείνη όταν ανακαλύπταμε μεγάλα τσαμπιά.... Αντηχούσε ο τόπος από τις φωνές μας… Τα σηκώναμε ψηλά, για να θαυμάσουν όλοι τα λάφυρά μας και χοροπηδώντας ανάμεσα στα κλήματα τα τοποθετήσουμε στο καλαθάκι μας. Ύστερα συνεχίζαμε το ψάξιμο με περισσότερο ενθουσιασμό και ένταση και οι κληματόβεργες θρασομανούσαν.

Ξάπλωνα καταγής πάνω στο ζεστό χώμα και ανίχνευα κατά μήκος τη σειρά με τα κλήματα, για να εντοπίσω τα αποξεχασμένα τσαμπιά. Υπολόγιζα την απόσταση και σαν βολίδα έτρεχα ανάμεσα στις ρίζες για να τα κόψω. Αυτός ο τρύγος των παιδιών, κάθε χρόνο, ήταν ο πιο συναρπαστικός. Η συγκομιδή ήταν πάντα πλούσια και η γιαγιά μου γελούσε σαν παιδί, όταν άδειαζε το καλάθι μου. Μέριαζε πρώτα τα μεγάλα τσαμπιά και τα καθάριζε προσεκτικά από τις παραγινωμένες ρόγες, που έβαφαν βυσσινιά τα δάχτυλά της. Αυτά ήσαν τα φαγώσιμα. Μετά έπλενε με πολλή προσοχή τ' αποτρύδια, τα άφηνε να στεγνώσουν, τα έστυβε, μάζευε τον χυμό με το βαθύ βυσσινί χρώμα, τον έβαζε στο μεγάλο πήλινο τσουκάλι και το τοποθετούσε στην πυροστιά της. Άναβε τη φωτιά, προσεκτικά στημένη από νωρίτερα, με τα προσανάμματα κάτω-κάτω, μετά τα ξεράδια και τα πελεκούδια από πάνω, ξάφριζε τον μούστο και τον καθάριζε με στάχτη. Μύριζε τότε ο τόπος μούστο και Φθινόπωρο κι εγώ, εκστασιασμένη, έτρεχα ξανά πίσω στ' αμπέλια, να βρω κι άλλα αποτρύδια.

Oταν ο βρασμένος και κατακαθισμένος μούστος αυγάταινε, τότε άρχιζε η δημιουργική φάση. Χώριζε την ποσότητα για το πεκιμέζι και την ποσότητα για τη μουσταλευριά, που την έφτιαχνε πάντα με αλεύρι. Κόχλαζε στη φωτιά βυσσινιά και μυρωδάτη κι οι περαστικοί μαζεύονταν γύρω από την υπαίθρια εστία της, κάτω από την ελιά του Αϊ-Γιαννιού και, μαγεμένοι από την τελετουργία των κινήσεών της, από τα ψιθυρίσματα των ξύλων που έκαιγε, από τις φθινοπωρινές μυρωδιές και τη μέθη του μούστου, περίμεναν να γίνει η μουσταλευριά. Ο άνεμος, κουρνιασμένος στα λιόφυλλα πάνω από την εστία της, ακινητούσε. Μετά αναδευόταν διστακτικά και στο τέλος σηκωνόταν, έπαιρνε τη θεσπέσια μυρωδιά του μούστου με το αλεύρι και διέδιδε το μήνυμα παντού: « Η Σόρα Κάτε φτιάχνει μουσταλευριάάά...».

Γέμιζαν τα πεζούλια από γελαστά πρόσωπα, που σαν παιδιά περίμεναν το γλυκό της μάνας τους. Με την ξύλινη κουτάλα της γέμιζε τα μικρά ρηχά πιάτα και πασπάλιζε με κανέλα και καβουρδισμένα καρύδια. Κρύωνε η μουσταλευριά πάνω στο χαμηλό τραπέζι κι οι άνθρωποι περίμεναν χωρίς βιασύνη. Τους τρατάριζε έναν έναν με το μικρό της χαμόγελο και τη γλυκιά της την κουβέντα. « Εξαίσια, όπως πάντα...», «Και του χρόνου...», «Καλό χειμώνα να 'χουμε.», «Γεια στα χέρια σου...», «Να μας ζήσεις στοιχειό του Αϊ-Γιαννιού, να μας ζήσεις Σόρα Κάτε...», της έλεγαν. Τότε δοκίμαζε κι εκείνη μια κουταλιά και μετά έδινε σε μένα τη μερίδα της. Άπλωνε ύστερα την υπόλοιπη μουσταλευριά σε ταψί για να στεγνώσει, χαράζοντας φελιά σε σχήμα ρόμβου, με το ασπρισμένο αμύγδαλο στη μέση, και στη συνέχεια την έλιαζε πάνω σε κληματόφυλλα. Η εξαιρετική αυτή λιχουδιά, «που δεν ήταν για χόρταση», όπως έλεγε, έμενε καλά φυλαγμένη για κάποια ιδιαίτερη στιγμή.

Φάρμακο, λιχουδιά και προσδοκία
Ο υπόλοιπος όμως μούστος περίμενε. Η γιαγιά μου ξανάστηνε τα προσανάμματά της, τα πελεκούδια και τα κουτσουμπέλια (κούτσουρα από αμπέλι) της που «κρατούσανε το πυρ», κι άρχιζε την τελετουργία του πεκιμεζιού. Ανακάτευε με τη ξύλινη κουτάλα της και κατά διαστήματα δοκίμαζε την πυκνότητα του υγρού. Σκούρο σαν βυσσινάδα, πυκνό, γλυκό και αρωματισμένο, το πολύτιμο αυτό υγρό, το φύλαγε σε μπουκάλια για τον χειμώνα. Hταν φάρμακο μαζί και λιχουδιά και υπόσχεση και προσδοκία. Με την πρώτη βροχή, μετά την παρασκευή του, έφτιαχνε τηγανόψωμα με προζύμι, που το διατηρούσε πάντα σ' ένα πήλινο κεσεδάκι και ζεστά, καθώς τα έβγαζε από το τηγάνι, τα περιέλουζε μ' αυτό και μας τα πρόσφερε, για να καλοδεχτούμε τον Χειμώνα με τις χάρες του, όπως έλεγε.

Σουρούπωνε, όταν το πεκιμέζι γέμιζε τα μπουκάλια. Η νύχτα κατέβαινε απ' το βουνό φορτωμένη αρώματα. Η θάλασσα γλυκανάσαινε κι ο άνεμος είχε από ώρα αναπαυτεί στην αγκαλιά των κυπαρισσιών. Τα παραθυράκια του ναού πρόβαλλαν φωτισμένα στα πρώτα σκοτάδια, σημάδι πως ο Αγιος αγρυπνούσε κι εμείς μπορούσαμε γαληνεμένες και σίγουρες να αποσυρθούμε στο μικρό μας καταφύγιο. O Κύριος του Αμπελώνα σίγουρα ήταν ευχαριστημένος με τη δουλειά μας. Ούτε ένα αποξεχασμένο σταφύλι δεν πήγε χαμένο κι ο καρπός, που είχε δοθεί δωρεάν, είχε αξιοποιηθεί και προσφερθεί με αγάπη σ' όλον τον κόσμο γύρω της.


Σημείωση «Επτά Ημερών»: Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο της Κων. Γεωργακάκη με τίτλο «Σόρα Κάτε».


ΠΗΓΗ : Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Επτά Ημέρες, Κυριακή 14 Μαρτίου 2004

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου