Αγγεία μεταφοράς και
αποθήκευσης
Βασιλική Γιαννούλη
Το κατ' εξοχήν αγγείο για τη
μεταφορά και την εμπορία του κρασιού σε μακρινές αποστάσεις ήταν ο αμφορέας, και ιδιαίτερα μια κατηγορία του, ο οξυπύθμενος (εικ.27). Η ονομασία οφείλεται, όπως είναι γνωστό, στην οξεία απόληξη του
πυθμένα αυτού του τύπου των αγγείων, η οποία τα βοηθούσε έτσι να στέκονται με ασφάλεια όρθια, καρφωμένα στο έρμα από άμμο, μέσα στα αμπάρια των πλοίων. Συγχρόνως, με το σχήμα αυτό επιτυγχανόταν η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση του περιορισμένου οπωσδήποτε χώρου του πλοίου, με την τοποθέτηση των
αμφορέων σε δύο ή και τρεις σειρές (οι μυτερές απολήξεις των υπερκείμενων σφηνώνονταν στα
κενά μεταξύ των ώμων των υποκείμενων αγγείων), αλλά και η μεταξύ τους καλύτερη συνοχή σε περίπτωση θαλασσοταραχής.
Η κάθε οινοπαραγωγός περιοχή, συνεπώς και η Σάμος, επέλεγε διαφορετική μορφή για τα
αγγεία που χρησιμοποιούσε, απόδειξη του τόπου προέλευσης και εγγύηση για το περιεχόμενο τους. Μια σφραγίδα, τέλος, πριν από την όπτηση του
αγγείου έδινε πληροφορίες για την προέλευση του προϊόντος ή ακόμη και την χρονολογία της «εμφιάλωσης» του κρασιού.
Οι πρώτες ενσφράγιστες λαβές σαμιακών αμφορέων εντοπίσθηκαν στη Σάμο από δυο σχολιαρόπαιδα από τη Σύμη, τα οποία, έχοντας πρότυπο τον πατέρα τους που είχε παρόμοια συλλογή, στα 1902-1904 τριγύριζαν στο νησί, κυρίως στην περιοχή της αρχαίας πόλης, και μάζευαν κομμάτια. Ο ένας απ' αυτούς, ο Νικήτας Χαβιαράς, ήταν ο πρώτος που ταύτισε 63 συνολικά από τις λαβές που βρήκε ως ανήκουσες σε σαμιακούς εμπορικούς αμφορείς και ο πρώτος που σωστά υπέθεσε ότι μια από τις σφραγίδες, με παράσταση οξυπύθμενου αμφορέα, σίγουρα αναπαριστά τον σαμιακό τύπο αυτού του αγγείου, του οποίου μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί άλλο δείγμα.
Έκτοτε, ενσφράγιστες λαβές σαμιακών αμφορέων βρέθηκαν και ταυτίστηκαν, εκτός φυσικά από τη Σάμο (αρχαία πόλη και Ηραίο), στην Μέμφιδα, Αλεξάνδρεια και τα περίχωρά της, Ναύκρατη, Κω, Πέλλα και στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Οι περισσότερες από τις σφραγίδες βρίσκουν τα παράλληλά τους στα σαμιακά νομίσματα της κάθε εποχής, επομένως και μια ασφαλή χρονολόγηση των αγγείων, ενώ μερικές θα πρέπει να έγιναν από δακτυλιόλιθους και εγχάρακτα μεταλλικά δαχτυλίδια. Κυριότερες παραστάσεις είναι η πλώρη της Σάμαινας με τα γράμματα ΣΑ και ΗΡΗΣ (που φαίνεται ότι για τη Σάμο ήταν τόσο χαρακτηριστικό ενδεικτικό όσο η κουκουβάγια για την Αθήνα), ο λέων και ο ταύρος ή το βόδι, το λατρευτικό ξόανο ή η προτομή της Ήρας, αγγεία του πότου (κυρίως κάνθαροι) και βότρυες, στάχυα κριθαριού και μέλισσες που, μολονότι δεν παρουσιάζονται συνήθως σε συνδυασμό, ίσως υπονοούν τα ψαιστά των ιερών εορτών (Τόναια), που γίνονταν στο Ηραίο.
Το σχήμα του σαμιακού αμφορέα μπορεί να αποκατασταθεί από το συνδυασμό παράλληλων ευρημάτων, πιθανώς σαμιακών, στην Αγορά των Αθηνών, στη Ναύκρατη, στη Δάφνη της Αντιόχειας και στη Νυμφαία της Μαύρης Θάλασσας. Πρόκειται για οξυπύθμενο αμφορέα με απιόσχημο γενικά σώμα, περισσότερο σφαιρικό στην περιοχή κάτω από τον πλατύ ώμο, κοντό σχετικά, κυλινδρικό λαιμό και λαβές στρογγυλής ή ελλειψοειδούς διατομής (εικ. 28).
Το μανιταρόσχημο χείλος φαίνεται ότι ήταν από τα διακριτικά χαρακτηριστικά των σαμιακών αμφορέων. Η εξέλιξη του σχήματος
παρακολουθείται
μέσα από δείγματα του πρώιμου
6ου αι., που λίγο όμως θα πρέπει να διέφεραν
από εκείνα του 7ου αι. π. Χ. Γύρω
στο 500 π. Χ. ο ώμος στενεύει και το
περίγραμμα του σώματος γίνεται κανονικά απιόσχημο, ενώ ο λαιμός μακραίνει. Ο τύπος αυτός φαίνεται να συνεχίζεται μέχρι το
τέλος του 5ου αι. με
κάποιες ραδινότερες παραλλαγές (επιμήκυνση του σώματος και του λαιμού
και κατά συνέπεια των λαβών). Την ίδια εποχή εμφανίζεται
παράλληλα ένα ιδιαίτερο
σχήμα σαμιακού αμφορέα, μικρότερου μεγέθους, με γωνιώδη
μετάβαση από τον ώμο στο σώμα, που
αποκτά έτσι κωνικό περίγραμμα.
Οι αμφορείς του 4ου αι.
πιθανότατα ακολούθησαν το σχήμα των σύγχρονων αττικών,
αφού λογικά ο τύπος θα πρέπει να εισήχθη στο νησί με τους Αθηναίους κληρούχους μετά το 365 π. Χ. Στον 3o αι. π. Χ. το σχήμα του αγγείου φαίνεται να αλλάζει εντελώς, με σώμα κωνικό, πολύ ψηλό λαιμό και χωρίς το χαρακτηριστικό γυριστό μανιταρόσχημο χείλος, γνωρίσματα που
το φέρνουν κοντά σε αμφορείς από την περιοχή του Εύξεινου
Πόντου, ενώ το
πλησιέστερο παρόμοιο δείγμα
αμφορέα προέρχεται από την Ηράκλεια Ποντική.
Κοινό χαρακτηριστικό
για όλους, όπως φαίνεται, τους τύπους
και αρκετά ιδιάζον
για μεγάλα
οξυπύθμενα αγγεία με ενυπάρχον (λόγω σχήματος και ύψους) το πρόβλημα
στήριξης, είναι η δομή του
πυθμένα και του ποδιού του αγγείου, δηλ εσωτερικά το κάτω άκρο του σώματος
προχωρεί αρκετά χαμηλότερα από το επίπεδο του επάνω μέρους του ποδιού και σφηνώνεται σαν τη μύτη αυγού σε αυγοθήκη.
Ένα
άλλο κοινό χαρακτηριστικό
τους είναι ο πηλός
που έχει όλα τα στοιχεία του σαμιακού, όπως
τον συναντάμε σε όλους τους τύπους αγγείων παραγωγής των σαμιακών εργαστηρίων, δηλ σχετικά
λεπτός (ιδίως
συγκρινόμενος με τον πηλό άλλων εμπορικών αμφορέων), με μίκα, κόκκινος ή κοκκινωπός από την όπτηση, μερικές φορές με πυρήνα καστανωπό ή γκριζωπό και επιφάνεια κιτρινωπή. Ο αμφορέας
της Νυμφαίας, στον οποίο αναφερθήκαμε
παραπάνω, δεν έχει μόνο το σαμιακό πηλό,
που επιτρέπει την ταύτιση της προέλευσής του, αλλά και το χαρακτηριστικό
πόδι του σαμιακού
αμφορέα. Ο
ίδιος τύπος
πηλού αναγνωρίζεται στην
περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, εκτός από τα σαμιακά ερυθροστιλβωτά αγγεία της ρωμαϊκής περιόδου, και στη γραπτή κεραμεική του 6ου-5ου αι. π. Χ., ενώ αμφορείς με τον ίδιο πηλό είναι ευρύτατα
διαδεδομένοι στην
περιοχή του Βοσπόρου στο 2ο μισό του 6ου και τις αρχές του 5ου π.Χ.αι., την περίοδο δηλ της
ζωηρής επικοινωνίας της συγκεκριμένης περιοχής
με τις ιωνικές πόλεις αλλά και της πολυκράτειας
ακμής της
Σάμου.
Επειδή µάλλον θα πρέπει να
αποκλεισθεί η ανάγκη εισαγωγής λαδιού, αφού όλοι οι συγγραφείς επαινούν το
περίφημο σαµιώτικο λάδι και το θεωρούν ως το κατ' εξοχήν εξαγώγιμο προϊόν της
Σάμου, ενώ διχάζονται για την ποιότητα του κρασιού, εύκολα βγαίνει το συμπέρασμα
ότι οι ενσφράγιστες λαβές από αμφορείς εισαγωγής (ροδιακούς, κνίδιους, θασιακούς κ.ά.) που
βρέθηκαν στις ανασκαφές, θα πρέπει να μετέφεραν, εκτός των λοιπών προϊόντων,
κρασιά από άλλες περιοχές. Στην περίπτωση αυτή, αν δηλαδή τελικά εισήγε κρασί η Σάμος, είναι λογικό ότι θα προερχόταν από
τα γύρω κοντινά νησιά και τα μικρασιατικά παράλια, που απολάμβαναν αποδεδειγμένα
φήμης στην οινοπαραγωγή, όπως η Κως, η Ρόδος, η Χίος, η Κνίδος κ.λπ.
Σε αντίθεση με τους εμπορικούς οξυπύθμενους,
αγγεία μαζικής παραγωγής χωρίς καλλιτεχνικές απαιτήσεις, υπάρχουν και οι λεγόμενοι
γραπτοί αμφορείς, αγγεία καλής ποιότητας με παραστάσεις συχνά εξαιρετικής
τέχνης, που είναι αναλογικά πολύ λιγότεροι από τους οξυπύθμενους. Τους συναντάμε κυρίως
ως αναθήματα σε ιερά και ως πολύτιμα κτερίσματα σε πλούσιες ταφές χωρίς να
αποκλείεται η χρήση τους κατά τη διάρκεια των συμποσίων της εύπορης τάξης. Στη Σάμο μερικά από τα
καλύτερα παραδείγματα, γεωμετρικά, αρχαϊκά «ανατολίζοντα» και Fikellura, τα
οποία δεν αποκλείεται να είναι εγχώριας παραγωγής, και μελανόμορφα ή ερυθρόμορφα από αττικά εργαστήρια (έργα
γνωστών ζωγράφων, που μόνον αποσπασματικά σώθηκαν), έχουν βρεθεί στο Ηραίο, στο ιερό της Αρτεμιδος (εικ. 29),
στις σαρκοφάγους της περιοχής «Παπαβαγγελινού» (εικ. 30) στους Μύλους αλλά και σε αποθέτες σε
διάφορα σημεία της πόλης ανάμεσα στο πλήθος των χρηστικών αγγείων
εγχώριας παραγωγής. Σ' ένα τέτοιο αποθέτη, που εντοπίσθηκε στα νότια του «ανακτορικού» συγκροτήματος του λόφου της Σπηλιανής, είναι σίγουρο ότι το πλήθος των οστράκων, που περιείχε, ανήκει σε αγγεία πρώτης ποιότητας που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του κτιρίου και ρίχτηκαν σε πηγάδι που υπήρχε στο χώρο, όταν περιέπεσαν σε αχρηστία.
εγχώριας παραγωγής. Σ' ένα τέτοιο αποθέτη, που εντοπίσθηκε στα νότια του «ανακτορικού» συγκροτήματος του λόφου της Σπηλιανής, είναι σίγουρο ότι το πλήθος των οστράκων, που περιείχε, ανήκει σε αγγεία πρώτης ποιότητας που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες του κτιρίου και ρίχτηκαν σε πηγάδι που υπήρχε στο χώρο, όταν περιέπεσαν σε αχρηστία.
Πριν ασχοληθούμε με τα
υπόλοιπα είδη των σχετικών με το κρασί αγγείων που χρησιμοποιήθηκαν στη Σάμο,
ώστε να σχηματίσουμε μια όσο το δυνατόν περιληπτική αλλά ολοκληρωμένη εικόνα,
θα πρέπει προκαταβολικά να επισημάνουμε πως, ό,τι ισχύει για τους αμφορείς,
παρατηρείται και στα λοιπά είδη αγγείων
του πότου από τις χιλιάδες που βρέθηκαν στο νησί (εικ. 31), δηλ. τα καθημερινής χρήσης είναι παραγωγής των ντόπιων
εργαστηρίων ενώ για τις εξαιρετικές περιστάσεις, όπως τους ενταφιασμούς, τα
αναθήματα αλλά και τα πολυτελή συμπόσια, οι Σάμιοι ανέτρεχαν και σε προμηθευτές
άλλων περιοχών, κυρίως στα φημισμένα αττικά εργαστήρια, χωρίς μ' αυτό να εννοηθεί
ότι η εγχώρια παραγωγή υστερούσε σε ποιότητα.
ΠΗΓΗ : «Σάμος η κυρά των αμπελιών»
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΣΑΜΟΥ «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ» ΑΘΗΝΑ 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου