Μια
κούπα κρασί για το ζωή και για τον θάνατο
Ο Όμηρος τραγούδησε με τόση θέρμη τους
οίνους και τα κελάρια ώστε ο Οράτιος τον ονόμασε Vinosus Homerus
Της
Σταυρούλας Κουράκου
Στην Ιλιάδα περιγράφονται με γοητευτικές λεπτομέρειες
οι συνήθειες των Αχαιών που σχετίζονται με τον πότο, αλλά και η σχέση των ηρώων
της Τροίας με το κρασί ήταν το ίδιο στενή και ιερή. Ορισμένες από αυτές είναι
συνήθειες ρουτίνας, που επαναλαμβάνονται συχνά από τον ποιητή: μετά την πολύνεκρη
μάχη, οι Αχαιοί γύρισαν στο στρατόπεδο, κοντά στα πλοία. Αφού πλύθηκαν και αλείφθηκαν
με λάδι, κάθησαν να δειπνήσουν, κι αντλώντας από τον ξέχειλο κρατήρα γλυκό κρασί, σπονδές πρόφεραν
στους θεούς.
Κανένα γεύμα δεν άρχιζε χωρίς σπονδές. Όμως κάποτε οι Αχαιοί
ξέχασαν το τελετουργικό μέρος του γεύματος. Αυτό συνέβη όταν χτίζαν τα τείχη
για να προφυλάξουν τα πλοία τους από τις επιθέσεις των Τρώων. Αφού τελείωσαν το
έργο, σφάξαν βόδια και καθώς τα πλοία ήταν γεμάτα με κρασί από τη Λήμνο, στρώθηκαν σ’ ένα γερό φαγοπότι. H οργή των θεών
στον Όλυμπο κορυφώθηκε κι ο κεραυνός του Δία ήρθε να τους θυμίσει τα ιερά των
θεών νόμιμα. Και τότε ο τρόμος παρέλυσε τους Αχαιούς που άφησαν αμέσως να χυθεί στη γη το κρασί από τις κούπες τους
και κανείς πια δεν τόλμησε να πιει, πριν προσφέρει σπονδή στον παντοδύναμο Kρονίδη1.
Συμποτικός
νόμος
Είναι γνωστό ότι η ελληνική θρησκεία δεν βασιζόταν ούτε
σε δόγματα ούτε σε ιερά κείμενα, αλλά στις προφορικές παραδόσεις, ήταν η έκφραση
μιας ζωντανής συνείδησης. H γνώση που είχαν οι Έλληνες για τους θεούς πήγαζε
κυρίως από τη λογοτεχνία και την τέχνη. O Όμηρος, ο Ησίοδος, οι τραγικοί και
λυρικοί ποιητές, ο Πίνδαρος, δεν αρκέστηκαν να μεταδώσουν τις θρησκευτικές δοξασίες
του και καιρού τους, οραματιστές οι ίδιοι, τις πλούτισαν, τις τελειοποίησαν και
τις διέδωσαν.
Και στη σκηνή αυτή, ενώ ο Όμηρος μοιάζει απλώς να
διηγείται και να τραγουδά περιγράφοντας τα γεγονότα, στην πραγματικότητα
διδάσκει και καθιερώνει ένα συμποτικό νόμο που θα φθάσει έως τους ρωμαϊκούς χρόνους
που θα επιβιώσει στο χριστιανικό τραπέζι ως προσευχή.
Μια από τις τρυφερότερες σκηνές της Iλιάδας είναι αυτή
που η Εκάβη, βασίλισσα των Τρώων, απευθύνεται στο γιό της Έκτορα που μόλις έχει
γυρίσει από τη μάχη για να ξαναφύγει αμέσως μετά: «Περίμενε, πάω να σου φέρω
γλυκό κρασί, θα κάνεις με αυτό σπονδή στον πατέρα Δία και τους άλλους θεούς κι
έπειτα θα επωφεληθείς κι εσύ πίνοντας. Σ’ έναν κουρασμένο άνδρα, το κρασί αυξάνει το μένος του, κι έχεις πια κουραστεί,
γιε μου, να πολεμάς για την προστασία των δικών σου»2.
Και ο Έκτορας: «Μη μου δίνεις γλυκό κρασί, σεβαστή
μητέρα, και μη με κάνεις να χάσω το μένος και την ορμή μου. Κι όσο για να προσφέρω
σπονδή στον Δία, δεν επιτρέπεται, όταν είναι κανείς μιασμένος με αίμα και
λάσπη, να απευθύνεται στον Kρονίδη»2.
Όποιος άνδρας ένιωσε πάνω του το ανήσυχο και στοργικό βλέμμα
της μάνας και όποια γυναίκα ένιωσε την ανείπωτη αγωνία για τη ζωή του γιου της,
μπορούν να αισθανθούν μέχρι τα μύχια της ψυχής την αιωνιότητα αυτής της σκηνής.
Κι αυτή τη σκηνή, τη φορτισμένη με ανθρώπινα συναισθήματα, ο Όμηρος θέλησε να
τη δέσει με το κρασί.
Και δεν παρέλειψε ο ποιητής να διδάξει, αυτή τη φορά
διά στόματος Έκτορα, την επιταγή του καθαρμού από κάθε μίασμα, πριν ο κοινός
θνητός αποταθεί στις θεϊκές δυνάμεις. Μια αρχή που ισχύει για όλες τις
θρησκείες όλων των εποχών.
H Εκάβη και το κρασί πρωταγωνιστούν και σε μια άλλη
ανθρώπινη ξεχωριστή στιγμή. O Πρίαμος είναι έτοιμος να φύγει για το στρατόπεδο
των Αχαιών προκειμένου να ικετεύσει τον Αχιλλέα να μη σκυλεύσει τον νεκρό
Έκτορα, αλλά να του παραδώσει το άψυχο σώμα, ώστε ο λαός της Τροίας να κλάψει
και να τιμήσει τον ήρωά του. H Εκάβη πλησιάζει τον Πρίαμο κρατώντας ένα χρυσό κύπελλο γεμάτο γλυκό κρασί.
Παρακαλεί να μην ξεκινήσουν χωρίς να κάνουν σπονδές στους θεούς. Κι ο Πρίαμος,
αφού πλύνει τα χέρια του, συμβολική κίνηση καθαρμού, παίρνει το κύπελλο που του
δίνει η γυναίκα του και όρθιος, στη μέση του δώματος, γυρνάει τα μάτια στον ουρανό,
επικαλείται τους θεούς και σκορπίζει τον
οίνο στη γη3.
H ανήσυχη μάνα, με μια κούπα κρασί για τους θεούς και
για το γιό της. Κι έπειτα από λίγες ημέρες η ίδια μάνα και πάλι με μια κούπα
κρασί για τους θεούς, με την ικεσία στην ψυχή: αφού οι Ολύμπιοι δεν τον
κράτησαν ζωντανό, ας την τον στείλουν, τουλάχιστον να τον νεκροστολίσει. Μια κούπα
κρασί για τη ζωή και για τον θάνατο. Αυτή την κυρίαρχη θέση είχε οίνος στον ομηρικό
κόσμο.
Όταν ο Πρίαμος ετοιμάζεται να φύγει για τη σκηνή του Αχιλλέα,
αδειάζει το παλάτι του, είναι αποφασισμένος να δώσει τα πάντα, αρκεί να φέρει
πίσω στην Τροία τον νεκρό Έκτορα. Μεταξύ όλων των άλλων παίρνει μαζί του κι ένα
«περικαλλές» κύπελλο που του χάρισαν οι Θράκες όταν πήγε σ’ αυτούς με επίσημη
αποστολή. Πρόκειται για αντικείμενο μεγάλης αξίας, δηλώνει ο Όμηρος4.
Επί αιώνες, κανείς δεν μπορούσε να μαντεύσει την τέχνη
και την ομορφιά ενός τέτοιου αγγείου, έως ότου ήρθαν στο φως οι χρυσοί θησαυροί
των Σκυθών, οι θησαυροί των βασιλικών τάφων της Βεργίνας και η περίτεχνη
λάρνακα, η γνωστή ως ο χάλκινος κρατήρας του Δερβενίου. Μολονότι είναι έργα
μεταγενέστερων εποχών, δείχνουν το υψηλό επίπεδο καλλιτεχνικής ποιότητας που
μπόρεσε να φθάσει η μεταλλοτεχνία στον ευρύτερο μακεδονικό και Θρακικό χώρο, όπου
υπήρχαν πλούσια ορυχεία πολύτιμων μετάλλων.
Προαιώνιες
συνήθειες
Και πήρε τον νεκρό Έκτορα ο Πρίαμος. Όχι, όμως, γιατί τον
αντάλλαξε με χρυσό και άργυρο, αλλά γιατί ο Αχιλλέας σεβάστηκε τα λευκά μαλλιά
του και τον πατρικό του πόνο. Κι έτσι, όταν φάνηκε η ροδοδάχτυλη αυγή, ο λαός της
Τροίας μαζεύτηκε γύρω από την πυρά του ένδοξου Έκτορα. Κι αφού έριξαν κρασί στα αποκαΐδια της φωτιάς,
συγγενείς και φίλοι μάζεψαν τα λευκά οστά και κλαίγοντας με χονδρά δάκρυα, τα
σκέπασαν με μαλακούς πορφυρούς πέπλους και τ’ απόθεσαν μέσα σε χρυσή λάρνακα. Κι
αφού έβαλαν φρουρούς, φοβούμενοι επίθεση των Αχαιών, συγκεντρώθηκαν, όπως άρμοζε,
σ’ ένα μεγαλοπρεπές συμπόσιο στα δώματα του Πρίαμου.
Έτσι τίμησαν, μας λέει ο Όμηρος, την ταφή του Έκτορα οι
Τρώες. Και με αυτή την προαιώνια ταφική σκηνή, τελειώνει η Iλιάδα του Ομήρου, τον
οποίο δίκαια ο Οράτιος ονόμασε Vinosus
Homerus.
Έπειτα από τριάντα και πλέον αιώνες, η αρχαιολογική
σκαπάνη έφερε στο φως στη Βεργίνα, τη βασιλική λάρνακα του Φιλίππου B΄ από ατόφιο
χρυσάφι.
Στο εσωτερικό της ήταν φυλαγμένα, μετά την τελετή της
καύσης, τα οστά του νεκρού. Πλυμένα με κρασί, είχαν τυλιχτεί με ολοπόρφυρο ύφασμα.
Όπως έγραψε ο αείμνηστος Mανώλης Aνδρόνικος: «Όταν ανοίξαμε τη λάρνακα, είδαμε
για πρώτη φορά με τα μάτια μας, όσα μας ιστορούν τα ομηρικά έπη για τις δυο
επισημότερες ταφές του Τρωικού πολέμου: την ταφή του Αχιλλέα στην Οδύσσεια και
την ταφή του Έκτορα στην Iλιάδα»5.
Πολλά
από τα ταφικά έθιμα της ελληνικής αρχαιότητας επέζησαν στους χριστιανικούς χρόνους.
H πλύση με κρασί των οστών του νεκρού κατά την αποκομιδή και η τάβλα που
στρώνεται στο σπίτι του νεκρού μετά την κηδεία για συγγενείς και φίλους –έστω
κι αν έχει αντικατασταθεί στις μεγαλουπόλεις με καφέ, παξιμάδι και μπράντι στο μπαρ
του νεκροταφείου– είναι προαιώνιες συνήθειες που χάνονται στο νεφέλωμα του
μυθικού ομηρικού κόσμου.
1. Ιλιάς H
465–482.
2. Ιλιάς Z
258–268.
3. Ιλιάς Ω 283–307
4. Ιλιάς Ω 227–237.
5. Bεργίνα, Eκδοτική Aθηνών, 1984, σ. 170.
ΠΗΓΗ :
Εφημερίδα Η Καθημερινή Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου