Μαντινάδες
για τ’ αμπέλι και το κρασί
Να ‘ταν η θάλασσα κρασί και τα
βουνά μεζέδες
Κι οι βάρκες κρασοπότηρα, να πίνουν οι γλεντζέδες!
Κι οι βάρκες κρασοπότηρα, να πίνουν οι γλεντζέδες!
Πίνω κρασί, δεν με μεθά, μεθά
με ο σεβντάς σου
Μεθούνε με τα λόγια σου και τα πεισματικά σου.
Μεθούνε με τα λόγια σου και τα πεισματικά σου.
Τ’ αχείλι σου το κόκκινο ήθελα
να φιλήσω,
Μα κείνο στάζει το κρασί, φοβούμαι μη μεθύσω.
Μα κείνο στάζει το κρασί, φοβούμαι μη μεθύσω.
Τη μάνα σου τη μάγισσα ρακή θα
την ποτίσω,
Να πέσει ν’ αποκοιμηθεί, να ‘ρθω να σε φιλήσω.
Να πέσει ν’ αποκοιμηθεί, να ‘ρθω να σε φιλήσω.
Αγάπησα να χω ζωή, μα εγώ ζωή
δεν έχω,
Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμό δεν έχω.
Σαν κλήμα με κλαδεύουνε και κλαδεμό δεν έχω.
Όλα ‘ναι φάδια τση κοιλιάς και
το ψωμί στημόνι
Και τ’ αφιλότιμο κρασί όλα τα συστηλώνει.
Και τ’ αφιλότιμο κρασί όλα τα συστηλώνει.
Εμένα μου το είπανε
άνθρωποι μερακλήδες,
Πως την καλύτερη ζωή περνούνε οι μπεκρήδες.
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου