μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΤΟ ΚΡΑΣΙ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


Ν. Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού διοργανώνει, κάθε Σεπτέμβριο, την πασίγνωστη πια στο πανελλήνιο «Γιορτή του Κρασιού, που καθιερώθηκε κ’ επιβλήθηκε σα μια από τις πιο αξιόλογες τουριστικές εκδηλώσεις του τόπου μας. Χωρίς να υπερβάλλω τα πράγματα, πιστεύω πως αυτό που γίνεται το Σεπτέμβριο και που κεντά τόσο δυνατά το ενδιαφέρον ντόπιων και ξένων, δεν είναι κάτι άλλο παρά μια σύγχρονη μορφή των «Διονυσίων». Το περιεχόμενό τους βέβαια διαφέρει σε πολλά από εκείνο των αρχαίων, αλλά ο στόχος παραμένει, ουσιαστικά, ο ίδιος, το κρασί. Και η εξήγηση βρίσκεται στο ότι το κρασί  ήταν πάντοτε ένα απ’ τα πιο ωφέλιμα, πιο πλούσια και προσοδοφόρα εθνικά προϊόντα της Ελλάδας. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν οδηγηθεί από την παρόρμησή τους κι ως τη γενεσιουργό δύναμη του κρασιού, που ενσαρκώθηκε, με τις υπαγορεύσεις της φτερωτής φαντασίας τους, στο θεϊκό πρόσωπο του Διονύσου. Στην εποχή μας, ο συμποσιαστής πλάθει μέσα στη σκέψη και στην ψυχή του ένα Διόνυσο απροσδιόριστο και εφήμερο ανάλογα με το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του, την κοινωνική του τοποθέτηση και το … κέφι του. Γιατί πιστεύεται, πως το κρασί ανεβάζει τον άνθρωπο πιο πάνω από την υλική του υπόσταση, τον θέτει «εκτός ύλης» δημιουργώντας απίθανες ψυχικές καταστάσεις. Και στο θέμα των τάσεων του ανθρώπου πως το κρασί δεν έγινε ποτέ κι ούτε θα γίνει διάκριση χρονικών περιόδων. Τόσο στ’ αρχαία «Διονύσια», όσο και στα τωρινά… κρασοπανηγύρια το κοινό και αναλλοίωτο γνώρισμα είναι η ατμόσφαιρα της ευδιαθεσίας, της ξεγνοιασιάς, ο παραμερισμός του άγχους που προκαλούν οι μεγάλες φροντίδες και τα καθημερινά προβλήματα του βίου. Κάτω από τη σκέπη, αν θέλετε, του Βάκχου η  ανθρώπινη καρδιά αποβάλλει τα «μελανά» στοιχεία της, εξαγνίζεται, γίνεται... παρθένα.. «Και ο οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου» διαβάζομε στην «Παλαιά Διαθήκη» (Ψαλμ. 103,15).


ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Οι αρχαίοι Έλληνες λυρικοί ποιητές εμπνέονταν συχνά από το κρασί, τον «μελίφρονα οίνον», Κι αυτό, γιατί πίστευαν πως είναι συνδεμένο με όλες τις φάσεις της ζωής των ανθρώπων, πιστός σύντροφος και συμπαραστάτης στον αγώνα τους για την κατάχτηση της αληθινής και ασυννέφιαστης ευτυχίας. Στις λύπες, στις στενοχώριες τους το κρασί ήταν ο πιο ειλικρινής και θερμός παρηγορητής τους. Στις χαρές τους ήταν ο ακριβός και πολύτιμος φίλος τους, που εξαιτίας της βακχικής του προέλευσης, δυνάμωνε και πλούτιζε το ταλέντο τους και την έφεσή τους για λυρικές δημιουργίες.
Ο Λέσβιος ποιητής της αρχαιότητας Αλκαίος (640-560 π. Χ.) ένιωθε το κρασί σαν μεγάλη συμβολή στις εμπνεύσεις του κι ακόμα. «σαν το πιο καλό θεράπιο» (καλό μικρό σύντροφο). Και γράφει :
Δεν πρέπει την ψυχή ν’ αφήνουμε στις λύπες'
Γιατί κι αν λυπηθούμε δε θα ωφεληθούμε
Τίποτα, ώ Βάκχε. Σαν το πιο καλό θεράπιο
Δίνοντας στην ψυχή μας το κρασί, ας μεθούμε...
(μετ. Ηλ. Βουτιερίδης).

 Σ’ έν’ άλλο ποίημά του από τα «Τραγούδια του τραπεζιού», σε μετάφραση Ηλ. Βουτιερίδη, ο Αλκαίος εκδηλώνει έντονα την αγάπη του στο κρασί καλώντας τους φίλους και συγγενείς του να πίνουν όσο η μέρα διαρκεί :
Ας πίνομε’ τι καρτερούμε να νυχτώσει;
Λίγη είν' η μέρα. Το κρασί έχει δώσει
Ο γυιός του Δία και της Σεμέλης στους ανθρώπους
Για να ξεχνούν τις πίκρες. Κέρνα και ποτήρια
Γέμιζε όσα κεφάλια, αφού το ανακατέψεις
Ένα νερό και δυο κρασί’ κι ας κατεβαίνουν
Οι ποτηριές, η μια πάνω στην άλλη...

Με το ποιητικό του δαιμόνιο ο Αλκαίος συμβούλευε, παράλληλα, τους συνανθρώπους του να μη κάνουν τίποτα προτού ριζώσει μέσα τους η πεποίθηση της επιτυχίας. Και μεταχειρίζεται συμβολικά τη λέξη αμπέλι σαν αφετηρία κάθε χρήσιμης προσπάθειας : Πριν απ' τ' αμπέλι άλλο δεντρί κανένα μη φυτέψεις...
Μ' έν' ακόμα στίχο του υποστηρίζει, πως το κρασί είναι ο «καθρέφτης των ανθρώπων»... Η Μούσα Καλλιόπη, η αιώνια προστάτιδα των ποιητών, έπρεπε να. γευτεί το κρασί απ' τα δικά του χέρια, για να δεχτεί να προσφέρει τη θεία βοήθειά της στους ψυχικούς του οραματισμούς. Κι ο Αλκαίος ύψωνε το γεμάτο κρασί κύπελό του προς την Καλλιόπη τραγουδώντας :
Την πίτα νωρίς έκοψα και μια μπουκιά επήρα,
κρασί ένα κάδο ρούφηξα και τώρα με τη λύρα
ψάλλω τραγούδια ερωτικά στης όμορφης τη θύρα
(Στεφάνου «Εκλoγή», 33).

 Ο Σοφιστής Γραμματικός Αθήναιoς (170-230 μ. Χ.) μας λέει, πως o Αλκαίος έπινε κρασί δίχως διακοπή όλο το χρόνο. Και παραθέτει ένα τετράστιχο του ποιητή από τα «τραγούδια του τραπεζιού», όπου φανερώνεται η άσβηστη δίψα του για το ποτό τούτο :
Μούσκευε το πλεμόνι με το κρασί.
Γιατί το αστρί τ’ αψήλου παίρνει.
Είναι πολύ δυσάρεστη η εποχή
Κι όλα διψούν απ’ το μεγάλο κάμα
(μετ. Η, Β).

Ένας άλλος ποιητής της αρχαιότητας, ο Παριανός, Αρχίλοχος (700-650 π. Χ.), που χαρακτηρίστηκε «Όμηρος των ιάμβων» και «Γενάρχης των λυρικών» και που για την καυστική και δηκτική του σάτιρα πήρε από τον Πίνδαρο το επίθετο «ψογερός» (φιλοκατήγoρoς), έγραψε αρκετούς στίχους για το κρασί και για τα γλέντια. Έν' απόσπασμα από τις «Ελεγείες» του, μεταφρασμένο από τον Η. Β. αποτελεί αποκαλυπτική μαρτυρία της κρασολαγνείας του:
(…) Αλλά την κούπα πάρ’ εσύ και τράβα στην κουβέρτα
Του καραβιού του γρήγορου και βγάνε τα καπάκια
Των βαθουλών των κάδων.
Και πιάνε κόκκινο κρασί ως που να βρεις τον πάτο.
Γιατί δε θα μπορούμ’ εμείς να μην πίνουμε διόλου
Στη βάρδια μας ετούτη…

Ο Αρχίλοχος δεν παρέλειπε να τονίζει πως όταν ο άνθρωπος το ρίχνει στο κρασί και στα γλέντια, γίνεται ανίκανος για πράξη άσχημη – πράξη αντίθετη της καλοσύνης και της ηθικής :
Μήτε κι’ αν κλαίω τη λύπη μου καθόλου θα μερώσω,
Μήτε και τίποτα άσχημο θα κάμω, αν στο πιοτί
το ρίξω και στα γλέντια…

Καταλήγοντας, αποκαλεί το Διόνυσο «αφέντη» :
Ξέρω διθύραμβο, όμορφο τραγούδι ν’ αρχινήσω
Για τον αφέντη Διόνυσο, αφού το νου μου ανάψω
Με το κρασί
(μετ. Η. Β.).

Στη ληστρική εκστρατεία των Παριανών αποίκων εναντίον της Θάσου και σε συνέχεια, της Θράκης, ο Αρχίλοχος, νέος τότε, πολέμησε κάτω από την αρχηγία του πατέρα του Τελεσικλή. Όμως ο ποιητής δεν ήταν πλασμένος για πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Η εσωτερική του ευαισθησία άπλωσε στην αισθαντική και άδολη ψυχή του αντιπολεμικούς κοχλασμούς, που εκδηλώθηκαν πολύ γρήγορα με την αμετάκλητη απόφασή του να εγκαταλείψει την αδικαιολόγητη αυτή πολεμική περιπέτεια της πατρίδας του. Και, όπως λένε, πέταξε την ασπίδα του και γύρισε πίσω στην Πάρο πριν αναγκαστεί να γίνει δούλος του Άρη, του Θεού του πολέμου, αυτός ο τρυφερός ποιητής, που αγαπούσε με πάθος τον έρωτα, τις Μούσες και το κρασί :
Κ’ είμαι υποταχτικός εγώ του Άρη
Όμως των Μουσών τ’ όμορφο δώρο ξέρω
(μετ. Η. Β.).

Υποχρεωμένος από τον πατέρα του να πολεμά, έβλεπε πάντοτε μπροστά του, με τα μάτια της ονειροφαντασίας του, το Βάκχο, έτοιμο να τον μεθά με τα γλυκόπιοτά του νάματα  και να δυναμώνει τη μαχητικότητά του :
Με  τη λόγχη μου τώρα
στα χέρια μου τρώγω,
πίνω κρασί και μ’ αυτή
τη λόγχη πλαγιάζω…

Όταν ξαναγύρισε στην Πάρο, γνώρισε την πανέμορφη κόρη του Λυκάμβη, τη Νεοβούλη, και την ερωτεύθηκε παράφορα. Ζήτησε το χέρι της από τον πατέρα της κι αυτός ορκίστηκε, πως θα του τη δώσει γυναίκα του. Όμως ο Λυκάμβης αθέτησε αργότερα την υπόσχεσή του και τον όρκο του κι αρνήθηκε ν’ ανταποκριθεί στη σφοδρή επιθυμία του Αρχίλοχου. Με την καρδιά του πληγωμένη θανάσιμα από την άπρεπη συμπεριφορά του Λυκάμβη, ο Αρχίλοχος βρήκε παρηγοριά στο κρασί. Μπαίνοντας στο κρασοπουλιό, φώναζε δυνατά : Άργει δ’ οίνον ερυθρόν από τρυγός! (Τράβα μας κρασί το κόκκινο ως τη στερνή σταλαγματιά!)…

 Έπινε – έπινε μέρα νύχτα γράφοντας τραγούδια (ίαμβους) γιομάτα ερωτικούς καημούς για την αγαπημένη του Νεοβούλη. Αγάλι-αγάλι
όμως οι καημοί μετατράπηκαν σε μίσος για το Λυκάμβη και την οικογένειά του. Κι άρχισε να ρίχνει κατά πάνω τους αιχμηρά βέλη σατυρικά, που ήταν τόσον εύστοχα, που ο Λυκάμβης και οι κόρες του, σύμφωνα με το σχετικό θρύλο, αυτοκτόνησαν από απελπισία.

Υμνητής του κρασιού και μάλιστα πιο θερμός απ’ τον Αλκαίο κι από τον Αρχίλοχο ήταν ο Ανακρέων. Γεννήθηκε στην παραθαλάσσια πόλη της Ιωνίας Τέω, που ήταν μια από τις δώδεκα αρχαίες πόλεις της Ερυθραίας της Μ. Ασίας. Αυτές οι πόλεις συγκροτούσαν, όπως είναι γνωστό, την Ιωνική ομοσπονδία. Οι κάτοικοι της Τέως, οι Τήιοι για να μην σκλαβωθούν στους Πέρσες, προτίμησαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους μαζί με το λυρικό ποιητή τους Ανακρέοντα και να εγκατασταθούν στ’ Άβδηρα. Μας το επιβεβαιώνει ο Στράβων : «Και η Τέω, επί χερσονήσω ίδρυσαν λιμένα έχουσα’ ενθάδε εστίν Ανακρέων, ο μελοποιός, εφ’ οι Τήιοι την πόλιν εκλίποντες εις Άβδηρα απώκησαν Θρακίαν πόλιν, ου φέροντες την
των Περσών ύβριν» (644). Ο ποιητής γεννήθηκε πιθανότατα το 570 π. Χ. και έζησε ως το 485 π. Χ. Τα περισσότερα από τα ποιήματά του έχουν πηγή έμπνευσης το Βάκχο, που ο Ανακρέων λάτρευε με ασυγκράτητο πάθος. Κανένας άλλος θεός δεν είχε πάρει θέση τόσον ιδανικά λατρευτική στη συνείδησή του. Μόνο ο Βάκχος του ‘δινε την άμετρη χαρά που αποζητούσε ρίχνοντάς τον σε τρελά μεθύσια από κρασί κι από έρωτα :
Ο Βάκχος, ο γυιός του Δία,
όταν έμπει στο κεφάλι,
μου ανοίγει την καρδιά,
και σκορπά την ξενοιασιά
Με μαθαίνει να χορεύω,
και εγώ που αγαπώ,
να μεθώ να τραγουδώ,
να γλεντώ και να χορεύω.
Θέλω και την 'Αφροδίτη
και ξανά θέλω χορό
(απόδοση Γ. Κ. Αβτζή).

Ο ποιητής ζητούσε πολύ συχνά, στη διάρκεια  του 24ώρου, το αγιασμένο τούτο υγρό του Βάκχου, που τον έριχνε σε οράματα ερωτικά :
Εμπρός, παιδί, για φέρε μου κανάτα, μονορούφι
Να πιώ, αφού βάλεις μες σ’ αυτή νερό ποτήρια δέκα
Και κρασί πέντε, για να μπω με ρέγουλα στο κέφι.
Μα πια ας μη γυμναζόμαστε μονάχα στο μεθύσι
Κρασορουφώντας έτσι δα μ’ αλαλητά και βρόντους,
Αλλά να κουτσοπίνουμε ωραίους λέγοντας ύμνους…

Με άλλο τετράστιχο θα μας πει :
Γιομάτισα μ’ ένα μικρό κομμάτι από παστέλι  
Κι' ήπια κρασί ένα κάδο.  
Και τώρα τη γλυκότατη κιθάρα ομορφοπαίζω 
Την ακριβή και τη γλυκιά παιδούλα τραγουδώντας
(μετ. Η. Β.).

Για τον Ανακρέοντα, το κυριότερο κίνητρο για υψηλές ανατάσεις της ανθρώπινης ψυχής και της λύτρωσης  της από τ’ ασφυχτικά άγχη και την απαισιοδοξία βρίσκεται μονάχα στο κρασί :

Όταν πίνω το κρασί
κι’ η καρδιά μου ευφρανθεί
αρχίζω τα τραγούδια.
Όταν πίνω το κρασί,
φεύγουνε οι φροντίδες,
τα βάσανα πετιούνται
μέσα στα βαθειά νερά.
Όταν πίνω το κρασί,
ο παιγνιδιάρης Βάκχος τότε
σε κόσμους ανθοστολισμένους
ζαλισμένον με πηγαίνει.
Όταν πίνω το κρασί
φτιάνω στεφάνια λουλουδένια
στο κεφάλι τα φορώ
τη γαλήνη της ζωής υμνώ.
Όταν πίνω το κρασί,
με μύρ’ αλείφω το κορμί,
έχοντας στην αγκαλιά μου,
τη γλυκειά μου τη μικρή,
την Αφροδίτη τραγουδώ.
Όταν πίνω το κρασί
μέσα σε βαθύ ποτήρι
τις φροντίδες μου ξεχνώ
τις κοπέλλες να χαρώ.
Όταν πίνω το κρασί,
στη ζωή αυτό κερδίζω
αυτό θα πάρω και θα φύγω,
όπως όλοι, σαν πεθάνω
(απόδ. Γ. Κ. Αβτζή).

Είχε όμως και στιγμές αυτοσυγκράτησης ο Ανακρέων. Ύστερα από πολλές  κρασοκατανύξεις που διαρκούσαν ολόκληρα μερόνυχτα πότε σε ποιητικά και πότε σε ερωτικά συμπόσια, διαπίστωνε πως το πολύ κρασί μπορεί να βλάψει τον άνθρωπο όχι μόνο σωματικά, μα και ηθικά. Γιατί η κατάχρηση, οδηγώντας τον σε καθημερινά κρασομεθύσια, σαλεύει, πολλές φορές, τα λογικά του. Έβαλε λοιπόν περιορισμό στα… κρασοκεράσματα :
Τρεις κούπες με κρασί θε να κεράσω μόνο
τους φρόνιμους’ την πρώτη να την πιούνε
την «υγεία», τη δεύτερη σε χαρά, σε πόνο
αγάπης. Με την τρίτη ας… κοιμηθούμε
(μετ. Θ. Ι. Σπηλιόπουλου).
Ο Ανακρέων έθιξε και τις επικίνδυνες συνέπειες της κρασοκατάχρησης και του μεθυσιού των νέων :
Το παλληκάρι στο μεθύσι
την παρθένα θ’ απατήσει
που με τα’ απαλό κορμί της
σε φύλλα πάνω ξαπλωμένη
και για ύπνο πεθαμένη
σ’ άκαιρο έρωτα πλανεύει
γάμο τάζοντας σ’ αυτή.
Όποιος πάλι δεν πετύχει
με τα λόγια το σκοπό του
άθελα τήνε βιάζει
γιατί ο Βάκχος πάντοτε
με τους νέους σα μεθά
άταχτα παγνίδια παίζει
(απόδ. Γ. Κ. Αβτζή).
Τρεις ακόμα λυρικοί ποιητές της αρχαιότητας έγιναν γνωστοί για τα εμπνευσμένα από το κρασί στιχουργικά τους έργα όχι ανώτερα των προηγουμένων. Κι αυτοί είναι : Ο Εφέσιος ιαμβογράφος Ιππώναξ που αναδείχτηκε το 550 π. Χ., ο Ξενοφάνης, ποιητής, ραψωδός και φιλόσοφος από τον Κολοφώνα της Ιωνίας, αναγνωρισμένος στον 6ο π. Χ. αιώνα (απέθανε το 480 π. Χ.) και ο «διθυραμβοποιός» Φιλόξενος από τα Κύθηρα, που εμφανίζεται στο ποιητικό στερέωμα το 400 π. Χ.
Δεν είναι λίγοι οι ποιητές της νεώτερης Ελλάδας με στιχολυρικά δημιουργήματα, με τα οποία υμνούσαν τις… μαγικές ιδιότητες του κρασιού, που οι αρχαίοι Έλληνες τα’ ονόμαζαν πότε «οίνον», πότε «βακχίον» και πότε «νεκτάριον». Δεν είναι δυνατό, φυσικά, ν’ αναφερθώ σ’ όλους και γι’ αυτό θα περιοριστώ, αναγκαστικά, στους κατά την κρίση μου, κυριότερους με σειρά χρονολογία γέννησης. Στη σειρά τούτη πρώτος είναι ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847). Με τα «Λυρικά» του που εκδόθηκαν και κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1811, πήρε από την κριτική της εποχής του το χαρακτηρισμό «Νέος Ανακρέων» εξαιτίας των «βακχικών ποιημάτων του, που είχαν αποτελέσει ην πιο αξιοπρόσεχτη ενότητα, μετά τα «Ερωτικά» του, στη συλλογή του αυτή. Ο υπέρμετρος … βακχισμός στα τραγούδια του εκείνα έγιναν αιτία του «Ανακρεοντισμού», όπου τον… ξαναβάφτησαν οι κριτικοί του. Τα «Λυρικά» του ωστόσο σημείωσαν αλλεπάλληλες εκδόσεις (συνολικά 10 από το 1811 ως το 1841). Με οκτασύλλαβα γοργόρυθμα στιχάκια που έχουν την ένδειξη «Μακαριότητα», ο Χριστόπουλος τονίζει, πως μόνο όταν πίνει «το κρασάκι η ζωή τον ευχαριστεί», γιατί μόνο τότε η καρδιά του γαληνίζει» :
Όταν πίνω το κρασάκι
στο χρυσό μου ποτηράκι
και ο νους μου ζαλιστεί,
τότ’ αρχίζω να χορεύω
και γελώ και χωρατεύω,
κι η ζωή μ’ ευχαριστεί.
Τότε παύουν οι φροντίδες,
τότε σβήνουν οι ελπίδες,
τότε φεύγουν οι καπνοί.
Κι η καρδιά μου γαληνίζει
και το στήθος μου αρχίζει
ν’ ανασαίνει, ν’ αναπνεί.
Για τον κόσμο δεν με μέλλει
ας γυρίζει όπως θέλει
το κρασάκι μου να ζει!
Η κανάτα να μη στύψει,
απ’ το πλάγι να μη λείψει,
ν’ απεθάνομε μαζί!...

Ο ποιητής δεν δίστασε να εκφράσει την απειλή, ότι θα καταραστεί τον εαυτό του, αν δεν καταφέρει να μεθύσει και να πεθάνει… «στο ποτήρι του απάνω»! Με την ίδια πλαστική δομή και γοργότητα μας το
εκμυστηρεύεται :
Να μη φτάσω, να μη ζήσω,
αν μια μέρα δεν μεθύσω!
Κι αν πεθάνω, να πεθάνω
στο ποτήρι μου απάνω.
Την αμέθυστη ζωή μου
να την έχουν οι εχθροί μου.
Μον’ εκείνοι όσο ζήσουν
να μη φθάσουν να μεθύσουν.
Όπ’ ο Βάκχος δεν σφυρίζει
κι η ποτήρα δεν γυρίζει,
η ζωή ‘ν’ τη αληθεία αιωνία τυραννία…

Στο ποίημά του «Προσταγή» ο Χριστόπουλος καλεί ένα «κεραστή» ανώνυμο να δείξει στους συμποσιαστές το σωστό τρόπο κεράσματος και πιόσιμου.
Κεραστή, καλέ μου, πέρνα,
και τριγύρω κι απλοχέρνα
το ποτήρι μας σωστό,
στην αράδα τον καθένα
κατά τάξιν από ένα
ως τα χείλη γεμιστό.
Και κερνώντας παρακεί
 ο καθένας να το πίνει
μιαν της μιας και τιναχτά,
να γυρίζει μ’ ευκολίαν
την καλήν κυκλοφορίαν,
και να τρέχει πεταχτά.
Βλέπε όμως να πασχίζουν
δυνατά να απόστραγγίζουν
ως τη μια σταλαγματιά,
ότι όποιος την αφήσει
μες στον πάτο να κολλήσει
θα τον κάψει η φωτιά…

Ο από την Κωνσταντινούπολη ποιητής Ηλίας Τανταλίδης (1818 – 1876) κάνει μια σύνθεση τόσο πρωτότυπη, όσο και απροσδόκητη με το ποίημά του «Θάλασσα» από τα «Βακχικά» της συλλογής του «Ποιήματα», (έκδοση 1916) :
Αν ήσουν , Θάλασσα , κρασί,
Ω! τότε τι δουλειά χρυσή!
Κοντά σου θα πασχίσω
Το σπίτι μου να χτίσω
Και να μεθώ, και να μεθώ,
Χωρίς ποτέ να βαρεθώ
Να πίνω και να πίνω.
Αν ήσουν, Θάλασσα, κρασί,
Τω όντι τι δουλειά χρυσή!
Σαν Αλκυών δική σου
Να ψάλλω ‘ς την ακτή σου.
Να με κτυπά κάθε βραδειά
Κομανταρίας μουρωδιά.
Και μέθη ν’ αρχίζη
Να με αποκοιμίζη.
Αν ήσουν, θάλασσα, κρασί
Τι τύχη, τι δουλειά χρυσή!
Ν’ ακούω να σφυρίζης,
Κι αφρούς κρασιού ν’ αφρίζης.
Κι εκεί να τρώγω τα φαγιά
Με κρασένια σου μαγιά,
Και το νερό που πίνω
Κρασί να είν’ κ’ εκείνο.
Αν ήσουν, θάλασσα, κρασί
Θεέ μου! Τι δουλειά χρυσή!
Εις το κρασί επάνω
Ταξείδια να κάνω.
Να κολυμπώ και να βουτώ,
Και να σε πίνω εναυτώ.
Κ’ ή να σε πιώ να σκάσω,
‘Η πιέ με να χορτάσω…

Στη «Διαθήκη» του, ποίημα από τα «Βακχικά» της ίδιας συλλογής του, ο Τανταλίδης ομολογεί, πως σ’ όλη του τη ζωή δεν έπαψε να πίνει ως τότε που του στήθους του «τ’ αγγεία εζάρωσαν κι’ εγέρασαν». Και παρακαλεί τους φίλους του να χύσουν, σαν πεθάνει, «κρασί κουβάδες στο  νεκρό του επάνω». Τελειώνοντας τη… διαθήκη του συμβουλεύει τους θνητούς να χαίρουνται την ώρα τους πίνοντας:
Ενόσω ζούσα, φίλοι,
τα ρόδινά μου χείλη
Ποτέ δεν παραπόνεσα.
Μ’ αυτά τα δυό, γεμάταις
Βαρέλαις και κανάταις
Πολλάκις καταπόνεσα.
Ω! πόσαις χιλιάδες
‘Σ το στόμα μου οκάδες
Ως τώρα κρασιού πέρασαν!
Πλην με τα γερατειά
Του στήθους μου τ’ αγγεία
Εζάρωσαν κ’ εγεράσαν.
Αν, φίλοι αποθάνω
Εις τον νεκρόν μ’ επάνω
κρασί κουβάδες χύσετε,
Κι από το κόκκινο μου
Κοντά ‘ς το λείψανό μου
Ελάτε και μεθύσετε.
Τ’ αναίσθητά μου μέλη
Σ του Γιακουμή τ’ αμπέλι
Με τα τραγούδια θαψετε,
Κ’ επάνω εις το μνήμα
Σκαλίσετ’ ένα κλήμα,
Κι’ αυτά τα λόγια γράψετε
«Θνητοί! Μια χούφτα χώμα
Του καθενός το σώμα
Εντός ολίγου γίνεται.
Τι στέκεσθε, καϋμένοι;
Η ώρα δεν προσμένει
Χαρείτέ την και πίνετε! »...
(Διατήρησα την ορθογραφία και τη στίξη του ποιήματος).
Ο λησμονημένος ποιητής Στέφανος Μαρτζώκης (1855-1913) επιθυμεί να μας διαβεβαιώσει με την τρυφερή του μούσα, πως «το νιό κρασί και τ’ άδολο τα βάσανα ημερώνει» και πως «μια νέα μας δίνει δύναμη κι ως τα’ άστρα μας σηκώνει». Ο ποιητής συνταιριάζει την καταπράσινη εξοχή με τη «μοσχοβολάδα», που το κρασί μας στέλνει μέσα απ' το βαρέλι. Η σύζευξη της γραφικής εικόνας της φύσης με το μεθυστικό άρωμα του κρασιού δίνεται το παρακάτω απόσπασμα από το πολύστιχο δεκαπεντασύλλαβο και ριμάτο ποίημά του «Πρόποση» :

Η εξοχή είναι πράσινη και μέσα απ’ το βαρέλι,
μοσχοβολάδα ασύγκριτη το νιο κρασί μας στέλνει.
Αφρίζει, βράζει αδιάκοπα και το βουτσί σαλεύει
και σαν ψυχή ανυπόταχτη να πεταχτεί γυρεύει.
Ώ πόσα πάθη ακοίμητα μέσ’ στο κρασί θα πνίξω
και μια στιγμή τα χείλη μου σε νέα χαρά θ’ ανοίξω.
Τόσων χρονώνε βάσανα, τόσων χρονώνε μίση,
για μια στιγμή η φτωχή καρδιά μπορεί να λησμονήσει.
Ένα στεφάνι πλέξετε με τ’ αμπελιού τα φύλλα
να κρύβει από τα μάτια μου του κόσμου τη μαυρίλα.
Οι λογισμοί γεράσανε το δύστυχο το σώμα’
να λησμονήσω πόθησα και τα παιδιά μου ακόμα.
Το σώμα μας αδιάκοπα η σκέψη πάντα φθείρει.
Από κρασί γιομίστε το στρογγυλό ποτήρι.
Το νιο κρασί και τα’ άδολο τα βάσανα ημερώνει,
μια νέα μας δίνει δύναμη κι’ ως τα’ άστρα μας σηκώνει…
Η «Μέθη»  του Μαρτζώκη, εξάστιχο ποίημα, είναι ύμνος για το κρασί με το στόμα ενός νέου, που γυρεύει μέσα στο ποτήρι το «μυστήριο» που βασανίζει και «φθείρει» τον πατέρα του. Κι ο νέος αυτός παρακαλεί: τους φίλους του να του φέρουν ένα ποτήρι γεμάτο κρασί γλυκό:

Φέρτε, αδέλφια, το ποτήρι
το γλυκό κρασί να πιούμε,
που το σώμα μας αν φθείρει,
αν λιγότερο εμείς ζούμε,
τα δεινά μας λησμονούμε,
και το θάνατο αψηφάμε.
Το κρασί ο θνητός ας πίνει
που τα χείλη βαλσαμώνει
που νέα δύναμη μας δίνει,
που στ’ αστέρια μας υψώνει.
που απ’ τον πλάστη έχει χάρη,
όπου ο διάβολος να τον πάρει,
Κι’ ο πατέρας μου ας γυρεύει
νάνε πάντα ερημωμένος,
αν πολλά πλούτη σωρεύει
σκυθρωπός κι απελπισμένος
το μυστήριο που τον φθείρει
θάβρω μέσα στο ποτήρι.
Έτσι λέει χαμογελώντας.
ένας νιος που πάντα πίνει,
και τους φίλους του κερνώντας
το ρευστό του αγρού ρουμπίνι,
στο τραπέζι σηκωμένος
κι’ απ’ τη μέθη ζαλισμένος…
Απ’ τα 14 εξάστιχα της «Μέθης» περιορίστηκα στα τέσσερα πρώτα, που αποτελούν σκέψεις του νιού στη μυστική του επιθυμία να πνίξει την αγωνία του για τον πατέρα του στο κρασί… Η νύχτα είναι «περασμένη», μας αφηγείται πιο κάτω ο ποιητής, όλοι κοιμούνται, πόρτες και παράθυρα είναι κλειστά και ο νιός μέσα στο δωμάτιό του «μεθυσμένος / λησμονιέται εκεί κλεισμένος». Άξαφνα «ένα τρίξιμο αντηχάει», ο νιός ξυπνά, κοιτάζει, «έναν άνθρωπο ξανοίγει» νομίζει πως είναι κλέφτης, σηκώνεται, «ένα ξύλο ευθύς αρπάζει» και χτυπά το νυχτερινό επισκέπτη, τον κλέφτη. Μα δεν είναι κλέφτης’ είναι ο πατέρας του νιού, ο «γέροντας» πατέρας που σκοτώνεται απ’ το γιό του. Όταν ο νιός κατάλαβε το άθελα μα και τρομερό λάθος, ήταν αργά’ ο πατέρας του ήταν νεκρός. Και τότε :

Αχ! Τι βλέπω –ο δόλιος λέει-
Είσαι εσύ σκληρέ πατέρα;-
ο καθένας τρέμει, κλαίει
και φοβάται την ημέρα,
τρέμει ο νιός, παγόνει, πέφτει
-Γυιέ φονιά, πατέρα κλέφτη! –
(Διατήρησα κ’ εδώ την ορθογραφία και τη στίξη).
Ποιος έφταιγε, άραγε, για τον άδικο σκοτωμό του πατέρα; Το βαθύ μεθύσι του γιού απ’ το κρασί; Το βαθύ σκοτάδι; Το ξαφνικό ξύπνημά του από το ληθαργικό του ύπνο; Αναπάντητα ερωτήματα…
Στα «Παράκαιρα» του Κ. Παλαμά (1859-1943) ξεχώρισα το με τριάντα στίχους ποίημά του, που έχει τίτλο «Το πιοτό και το ποτήρι». Γράφτηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1914. Θα ‘πρεπε να το διαβάσουν με ιδιαίτερη προσοχή οι καλλιεργημένοι Έλληνες που αγαπούν το κρασί, προτού σηκώσουν το ποτήρι κι αρχίσουν να πίνουν’ θα ‘παιρναν ένα υψηλής στάθμης πνευματικό λουτρό, καθώς θα πιάνονταν στα δίχτυα του Βάκχου… Ο ποιητής πηγαίνει με βήματα «αργού στρατοκόπου», στο κρασοπανηγύρι για να γευτεί κι αυτός το γνήσιο και δυναμωτικό κρασί. Δε θέλει όμως το ποτήρι του να είναι κοινό, μήτε γυάλινο, μήτε πήλινο, μήτε πλαστικό’ να είναι φτιαγμένο από καθαρό μάλαμα, γιατί μ’ ένα τέτοιο ποτήρι πρέπει να πίνεται το πιοτό τούτο «στων ανθών το πανηγύρι», όπου ο κουρασμένος στρατοκόπος, θα νιώσει λίγη ποθητή γαλήνη:

Αργός ήρθα στρατοκόπος, βράδι, εδώ
στων πιοτών και στων ανθών το πανηγύρι
ήρθα το γλυκό κρασί να πιω
στο μαλαματένιο το ποτήρι.
Στο μαλαματένιο το ποτήρι
θάμα εσύ, κρασί, που ήπια!
Τα  παλιά τα ρούχα μου τα τρύπια
με τυλίγουν αρχοντιά πορφύρας’
κι όσα μέσα στης καρδιάς μου τα βαθιά
λιμασμένα κλαίγανε παιδιά,
σα χορδές χτυπήσαν απολλώνιας λύρας.
Και ώ ψυχή μου εσύ,
κλειστό κ’ έρμο κοιμητήρι,
τώρα ολάνοιχτη εκκλησιά
περιμένεις κάποιου γάμου τη χαρά.
Ήπια των Ολυμπίων το κρασί
στο μαλαματένιο το ποτήρι.
Στο μαλαματένιο το ποτήρι
στων πιοτών και στων ανθών το πανηγύρι
λάμπει σαν αποσπερίτης.
Κ’ είν’ απάνω από τ’ άνθια κι από τα ποτά.
Στ’ ακριβό  κορμί του σκάλισε ο τεχνίτης
πλάσματα πιο ακέρια κι άνθια πιο ακριβά.
Άδειο ή γιομάτο πάντα φέγγους βρύση,
κ’ είναι τούτο Απρίλης, κ’ είν’ αυτό μεθύσι.
Και  μεστό σα δίνει κι άδειο σα δε δίνει
το κρασί που πίνει
των Ολυμπίων ο χορός,
δόξα στο ποτήρι που είν’ ο θησαυρός,
δόξα στο χρυσάφι που έγινε ομορφιά
κ’ είν’ απάνω απ’ τ’ άνθια κι από τα πιοτά…

Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860 – 1912) συγκρίνει «το φτωχό ποτήρι» με την «αργυρή κούπα». Κάνει μιάν αλληγορική σύγκριση που αγκαλιάζει τα κακοτράχαλα, τα δύσβατα μονοπάτια του ανθρώπινου βίου, περνά ανάμεσα απ’ τους οδοιπόρους του και στιγματίζει τη γνωστή κοινωνική ανισότητα. Το  ποίημά του «Αργυρόκουπα» γράφτηκε το Νοέμβριο 1896. Μ’ αυτό ο ποιητής μας λέει  έμμεσα και συμβολικά, πως με την ασημένια κούπα πίνουν το κρασί τους οι άνθρωποι της ολιγαρχίας σ’ αντίθεση με τους κοινούς θνητούς του μόχθου, που πίνουν το κρασί τους με το «φτωχό ποτήρι» τους. Στα  χέρια των πρώτων η αργυρόκουπα είναι κι αυτή εγωίστρια, ακατάδεχτη, υπερήφανη  και ψυχρή :

Κρυσταλλένιο, διάφανο, γεμάτο
απ’ άδολο κρασί που πορφυρίζει,
με κίνημα θερμό, μ’ αίστημα άκρατο
ένα φτωχό ποτήρι σ’ αντικρύζει
Σε λαχταράει, σε αγγίζει μα τ’ αφράτο
πιοτό σαν αίμα χύνεται σκορπίζει…
Και το ποτήρι μένει άδειο ως τον πάτο,
γιατί το σκούντημά του σε τσακίζει.
Και συ στέκεσαι ατάραχη και κρύα,
αργυρόκουπα, πλούσια ιστορημένη,
με την περήφανή σου θεωρία.
Είσαι να σ’ αγαπούν συνηθισμένη’
στην πικρή της ζωής χαροκοπία
δε δείχνεις με τι την έχουν γεμισμένη…
Κι όμως δείχνει με τι την έχουν «γεμισμένη», θα σκεφτόταν ο προσεχτικός             αναγνώστης του ποιήματος: Με την ευδαιμονία εκείνων που έχουν όλα στη                    ζωή.
Στο «Νερωμένο κρασί» του ο Ιωάννης Πολέμης (1862 – 1924) πιστεύοντας, φαίνεται στην παραμυθητική δύναμη του «αμπελίνου οίνου», σκιαγραφεί το δυστυχισμένο νοικοκύρη, που πηγαίνει στην ήσυχη φτωχοταβέρνα, για να βρει εκεί την πονοκαταλύτρα λησμονιά. Μα κάποτε διαπίστωσε, πως το κρασί που ‘πινε ήταν νερωμένο και δεν τόνε μεθούσε. Οργισμένος για τη νοθεία, άρχισε να βρίζει τον ταβερνιάρη που νέρωνε το κρασί και το ‘κανε αδύνατο να τον κάνει να ξεχάσει τον ψυχικό του πόνο. Η αλήθεια όμως ήταν, πως δεν το νέρωνε ο κάπελας, αλλά ο απελπισμένος αυτός κρασοπότης με τα δάκρυά του, που έπεφταν στο ποτήρι του χωρίς αυτός να τα βλέπει:
Ό,τι κι αν είχε τόχασε’ γυναίκα, βιός, παιδιά του...
τίποτα δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά,
πέταξ’ η έννοια από το νου κι’ ελπίδα απ’ την καρδιά του
κ’ η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαρειά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει ο καιρός του
και ζη δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί,
μες την ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη
τι το νερώνεις το κρασί και πίνω απ’ το ξανθό
και πίνω απ’ το κόκκινο κι’ από το γιοματάρι
κι’ από το σώσμα το τραχύ πίνω και δεν μεθώ;»
«Τι φταίω εγώ κι’ αν δάκρυα απελπισμένος χύνεις
πέφτουνε στο ποτήρι σου σταλαγματιές θολές
και το νερώνουν το κρασί κι’ αδύνατο το πίνεις
Τι φταίω κι’ αν δεν μεθάς; τί φταίω εγώ κι' αν κλαίς;»
(Από τη συλλογή του «Το παλιό Βιολί», έκδ. 1909).

Ο Κ. Καβάφης (1863-1933), με τη γνωστή ιδιόρυθμη τεχνοτροπία της ποίησής του, έχει γράψει το ποίημα «Η συνοδεία του Διονύσου», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1907. Τοποθετεί το Διόνυσο μέσα σ’ ένα ιστορικό και μυθολογικό πλαίσιο, όπου ο μοναδικός στην Πελοπόννησο τεχνίτης Δάμων (πρόσωπο φανταστικό) αποτυπώνει σε παριανό μάρμαρο τη συνοδεία του Διονύσου. Ο ποιητής υμνεί με συμβολισμούς το Βάκχο παρουσιάζοντάς τον με «θεσπέσια δόξαν». Ο Δάμων ελπίζει, πως με την καλλιτεχνική του εργασία θα πάρει μεγάλη αμοιβή από τον βασιλιά των Συρακουσών, θα γίνει «εύπορος» και θα μπορεί όχι μόνο να ζει στο εξής πλουσιοπάρουχα, μα και να πολιτεύεται «κι αυτός μες στη Βουλή και στην αγορά!» :
Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται τη συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά του ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισόκλειστα, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχονται οι τραγουδισταί
Μόλπος και Ηδιμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά’ και, σεμνοτάτη η Τελετή. -
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τα’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πιά θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται – τι χαρά! -
Κι αυτός μες στη Βουλή, κι αυτός στην αγορά…
Η παράθεση των ονομάτων που συμβολίζουν ό,τι έχει σχέση με το κρασί «Άκρατος» (ο σκέτος οίνος που δεν περιέχει νερό), «Ηδίοινος» (ο γλυκός οίνος) και η «Μέθη» (από το μεθύσι) μαρτυρά το βακχικό πνεύμα, που είναι το βασικότερο στοιχείο στη σύλληψη του ποιήματος «Η συνοδεία του Διονύσου»…
Ο ποιητής, ο έξοχος μεταφραστής και ένθερμος μαχητής του Δημοτικισμού Κλέανδρος Καρθαίος (1878-1955) έγραψε το επτάστιχο ποίημα «Το τραγούδι του Μπεκρή», που καταχωρήθηκε στη συλλογή του «Τα τραγούδια του νησιού μου» και Κηφισιώτικες Μελωδίες» (έκδ. 1921). Μέσα από τους παραδοσιακούς στίχους του αναδίνεται μια φιλοσοφική παραίνεση, ότι, αφού είμαστε «σκιές ονείρων», δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τα όνειρά μας να χάνονται «μες στης ζωής το ρέμα, αλλά να «γλεντοτραγουδούμε» πίνοντας κρασί :

Τα όνειρα που βυζάξαμε με της καρδιάς μας το αίμα,
Πέταξαν και χαθήκανε μες στης ζωής το ρέμα’
Μα τάχα εμείς παντοτεινά τάφταστα θα ζητούμε;
Βάλε να πιούμε!
Τα περασμένα σβύσανε, το τώρα δεν θα μείνει’
Τροφή των χοίρων έγιναν κ’ οι πιο λευκοί μας κρίνοι’
Μα τάχα πρέπει τους νεκρούς αιώνια να θρηνούμε; - Βάλτε να πιούμε!
Αδέρφια ! κάτω η βάρκα μας στο μόλο μας προσμένει…
Ελάτε οι ταξιδιάρηδες να πιούμε συναγμένοι
Στο περιγιάλι το φαιδρό, κι ας γλεντοτραγουδούμε :
Βάλτε να πιούμε !
Τάχατε κι όποιος δε μεθά, κι όποιος δεν τραγουδήσει,
Κι όποιος σταγκάθια περπατά, μια μέρα δε θαφίσει
Το αγαπημένο μας νησί που έτσι γερά πατούμε: -
Βάλτε να πιούμε ! Πες μας, που πάει ο άνθρωπος τον κόσμο σαν αφίνει;
Πες μου, πού πάει ο άνεμος, πού πάει η φωτιά που σβύνει !
Σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε. -
Βάλτε να πιούμε !
Στο ξέχειλο ποτήρι μας είν’ όλα εκεί γραμμένα :
Καπνοί είναι τα μελλούμενα κι αφρός τα περασμένα’
Καπνός κι αφρός το γέλιο μας και μεις που τραγουδούμε
Βάλτε να πιούμε !
Άκουσε ! δε βιαζόμαστε να φύγουμε βαρκάρη !
Μα σαν είν’ η ώρα, γνέψε μας’ δε σου ζητούμε χάρη !
Μα όσο να φύγεις, πρόσμενε, κι αν θέλεις, σε κερνούμε. -
Βάλτε να πιούμε !
Ο ποιητής του απλόχωρου κι αφρολουσμένου γιαλού, ο ερωτευμένος με τον Πειραιά (αν και γεννημένος στη Χίο και γαλουχημένος στη Σύρο), ο ποιητής που το έργο του «θα μείνει μέσα στην ποίησή μας με τη δική του φωνή» (Γ. Βαλέτας)  και που «είναι δημιούργημα του Πειραιά», ο λάτρης της πειραιώτικης ταβέρνας Λάμπρος Πορφύρας  (1879 – 1932 θέλει να πιεί γιατί με το κρασί η ψυχή του γίνεται «αξένιαστη». Και λέει στον εαυτό του, καθώς περιμένει στο τραπέζι του το «κατοστάρι»:
Πιέ στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ άρχισαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιέ το με ναύτες και σκυφτούς ψαρά- δες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε η θάλασσα κι η φτώχεια,
Πιέ το η ψυχή σου αξένιαστη τόσο πολύ να γίνει,
που αν έρθ’ η μοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε μαζί σου ας πιούν κ’ εκείνοι,
κι αν έρθει ο Χάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις…

Το κρασί λοιπόν κατασιγάζει τα πάθη εξανθρωπίζει τον… άνθρωπο, τον κάνει δυνατό και ικανό να χαμογελά στην «κακιά τη μοίρα» και να θεωρεί φίλο του ακόμα και το… Χάρο; Ναι, θα μας απαντούσε ο ποιητης, αν ζούσε…
Στους πασίγνωστους «Μοιραίους» του Κ. Βάρναλη (1883 – 1974) το κρασί προβάλλεται σαν συνδετικός κρίκος των φτωχών και καταφρονεμένων με τον αγλύκαντο πόνο τους και την αγιάτρευτη μιζέρια τους. Ο ποιητής μας διηγείται με ωραίους στίχους, πως οι
βασανισμένοι αυτοί άνθρωποι «πίναν εψές σαν όλα τα βραδάκια» κι ο καθένας από τη φιλική παρέα περίγραφε στους άλλους την οικογενειακή και προσωπική τους εικόνα. Κανένας όμως δεν μπόρεσε να βρει την αιτία της δυστυχίας τους. Κι όλοι αναρωτιόντουσαν: Ποιος φταίει; Η απάντηση δεν ερχόταν ποτέ. Και το ερώτημα πλανιόταν πάντοτε αναπάντητο κι αμείλιχτο:
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές’
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάϊ στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
 και βάθος τ’ άσωτου ουρανού!
Ω, της αβγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε,  σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό’
τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα
στο σπίτι λειώνει από χτικιό’
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ’ η κόρη του Γιαβή στο γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
-Φταίει και το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; Ποιος φταίει Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το πε ακόμα,
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!...

Ο Στέφανος Δάφνης (1882 – 1947) εμπνεύστηκε το ποίημα «Ψυχής Ιατρείον» από τις λυτρωτικές ιδιότητες του … κρασιού, που εξαγνίζει τον άνθρωπο και που, όπως πιστεύει, μεταβάλλει τα λόγια του σε λόγια της καρδιάς» και «της φιλίας σπονδές». Όταν λοιπόν στο σπίτι υπάρχει «ένα βαρέλι με κρασί», δημιουργείται μέσα στο χώρο του ένα… ιατρείον ψυχής, που κάνει ακίνδυνη την «πίκρα, την ανάμνηση και την κακήν ιδέα»:
Γυναίκα, λέω να βάλουμε κ’ ένα βαρέλι με κρασί
που το χειμώνα θάρχονται κ’ οι φίλοι μας να πιούνε!
Στο υπόγειο να το βάλουμε, με τη δροσιά την περισσή,
νάναι από κέδρο οι ντούγες του και να μοσχοβολούνε!
Απ’ τη Νεμέα θα φέρουμε μούστο θυμώδη και ξανθό,
σαν το κοντάρι του Ηρακλή, που θάχει την ορμή του!
Ανήμερα τ’ άι-Δημητριού – και με τον άγιο βοηθό -
θ’ ανοίξουμε τον πείρο του να πιούμε την ψυχή του!
Τη νύχτα - που τα κούτσουρα θα καίν στο παραγώνι,
Τα κάστανα θα ψήνωνται στη θράκα – από τη χώρα,
με ρούχα ογρά, που θα μυρίζουν άνεμο και χιόνι,
θάρχωνται οι φίλοι μας πιστοί, καλόβολοι όπως τώρα.
Μέσα στο σπίτι το ζεστό θα λάμπουν τα ποτήρια,
τα λόγια θάναι της καρδιάς και της φιλίας σπονδές,
και γύρω, πίσω απ’ τα κλειστά του κήπου παραθύρια,
βουβοί οι θεοί μας θ’ αγρυπνούν με τις σκιές…
Γι’ αυτό σου λέω να βάλουμε κ’ ένα βαρέλι με κρασί,
Γλυκόπιοτο, αρετσίνωτο, φερμένο από τη Νεμέα,
για το χειμώνα το σκληρό, πούρχεται φέρνοντας μαζί
την πίκρα, την ανάμνηση και την κακήν ιδέα…

Η Μυρτιώτισσα (1885 – 1968) γυρεύει από κάποιο ξένο της ονειροφαντασίας της να πιει κρασί. Είναι ακατάσβεστη η δίψα της για … βακχικό ποτό, δεν συγκρατείται και καλεί επίμονα τον ξένο να την κεράσει. «Βάλε να πιώ» είναι ο τίτλος του ποιήματός της :
Βάλε να πιώ !
δε βλέπεις, ξένε πως διψώ;
Τι να μου κάνει εμέ το κατοστάρι;
Ο διάβολος, σου λέω, να με πάρει
ολόκληρο βαρέλι αν δε ρουφήξω !
… Τι ψευτοκαμωμένο ανθρωπάκι…
Θάσαι από τζάκι, ως φαίνεται, μεγάλο !
Χλωμός, λιανός, με τόσο ένα χεράκι…
και τι λαιμός ! μπορούσα να σε πνίξω,
χωρίς να τόπαιρνε κανείς χαμπάρι.
Γελάς ; κέρνα μ’ ακόμα, κέρνα κι άλλο
και μη κυττάς με μάτι λιγωμένο !...
Το «Βάλε να πιώ» είναι από το λυρικό έργο «Κίτρινες φλόγες» (1925). Οι παραπάνω στίχοι είναι απόσπασμα του όλου δημιουργήματος «Βάλε να πιώ» με κορύφωση του βακχισμού ως τον τελευταίο στίχο. Όνειρο και… κρασί συμπλέουν σαν δυο ταυτόσημες έννοιες, που είναι αλληλένδετες στη συνείδηση της ποιήτριας.
Ο απόκοσμος, εκκεντρικός, ωραιοπαθής και… ουαϊλντικός Ναπολέων Λαπαθιώτης (1893-1943), το «παιδί της νύχτας», όπως συνήθιζε ν’ αυτοονομάζεται, προσπαθούσε πολλές φορές, να ξεχάσει τα καυτά προβλήματα της αισθησιακής ζωής του, που, όταν αποκορυφώθηκαν σε σύνδεση με την οικονομική του κατάπτωση και την ανείπωτη ανέχεια της κατοχής, τον οδήγησαν στην αυτοκτονία…
Στο ποίημά του «Στο κέντρο το νυχτερινό» μας λέει, πως κάποτε, πίνοντας κρασί με συντροφιά τις γλυκές δοξαριές ενός βιολιού και την περίσσια ομορφιά κάποιας νεαρής ύπαρξης, έν’ απέραντο κενό στην καρδιά του ‘φερε την έντονη επιθυμία να κλειστεί σ’ ένα παράξενο όνειρο  :

Τώρα που παίζει το βιολί, κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ’ ένα έρωτα τρελό, σα νάμαστε δεμένοι,
σ’ ένα συντρόφεμα ζεστό, βάνε ξανά, να ζαλιστώ,
μέσ’ στ’ όνειρό μου να κλειστώ – το μόνο που μου μένει’
γιατί άμα λείψει το κρασί, και φύγεις, άξαφνα, και συ,
και βουβαθεί και το βιολί, με το γλυκό βραχνά του,
μέσ’ στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ’ ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου…
Άμα λείψει λοιπόν το κρασί, τότε μέσα στην ανθρώπινη καρδιά δημιουργείται ένα κενό «μεγάλο σαν τον ουρανό». Γιατί, όπως γράφει στο έργο του «Ο Ζητιάνος» ο διηγηματογράφος Αντρέας Καρκαβίτσας (1866 - 1923), που ήταν και γιατρός, το κρασί είναι «το παρήγορο ποτό, των πόνων το βάλσαμο, το μακάριο λίκνισμα της ψυχής του φτωχού» - κάθε ψυχής θα πρόσθετα…
Στην ποιητική του σύνθεση «Διόνυσος πάσχων» (έκδ. 1980) ο ποιητής Πάνος Παναγιωτούνης πλάθει, με πολύ καλοστημένους στίχους ελεύθερους σε δώδεκα «Συμφωνίες», ένα Διόνυσο «πάσχοντα». Είναι ο «Θεός της μέθης», που, όπως σημειώνει στην εισαγωγή του έργου, «πάσχει και υποφέρει κάτω από το βάρος της σύγχρονης παρακμής». Και το μήνυμα της σύνθεσης αυτής είναι, ότι «η εποχή μας έχει ανάγκη από το Θεό αυτό ή έστω από μια καινούργια μέθη για να διασωθεί, αλλιώς κινδυνεύει τραγικά»… Σε κατακλείδα, τονίζει ότι η «Αναγέννηση πρέπει ν’ αρχίσει και πάλι από την ιδανική Ελλάδα. Από μια ελληνική μέθη». Και με μια θερμή έκκληση  παρακαλεί το Διόνυσο να μας δεχτεί «πάνω στο άρμα του ήλιου και του κρασιού», που αυτός οδηγεί. Το  σχετικό ποίημα από την τέταρτη «Συμφωνία» («Το φως των αμπελιών») έχει τον τίτλο «Διονύσου Διάθεση»:

Διονύσου διάθεση πάνω στο
δέρμα μας, μυθολογούμενη και
υπάρχουσα, είσαι ο πολιορκητής
της θλίψης, ο ζηλωτής της ευθυμίας
ταύτισμα του ωραίου και της ένθεης
ηδονής, θριαμβοδιθύραμβε πατέρα
δέξου μας στο θρίαμβό σου
πάνω στο άρμα του ήλιου
και του κρασιού.
Την πομπή σου ακολουθούμε
«στεφάνω χρυσώ τη κεφαλή»
«εφ’ άρμα χαρίτων φορηθέντες»,
σε ακολουθούμε οι θνητοί
αθάνατοι…
Στη δέκατη «Συμφωνία» με το γενικό τίτλο «Διόνυσος της μέθης» ο ποιητής ικετεύει το Βάκχο να μη τον εγκαταλείπει:

Με τάνθη και το περιδέραιο
κόκκινου κρασιού στην κούπα
νιώθεις τη βεντάλια ανοιχτή
του κόσμου. Θ’ αντικρύσω την περίλυπη
μορφή της εγκόσμιας προσμονής.
Μη με εγκαταλείπεις Θεέ των
σταφυλιών, της μέθεξης του οίνου.
Πέφτει δακρυφώς στη γη
σταλακτίτες από ωραία μάτια κοριτσιών
στάλες απ’ το μουντό φως των σύγνεφων.
 Μια φορά η χαρά
είναι πάντοτε της μέθης και των αμπελιών,
μας βλέπει, μας προστάζει ο Βάκχος…

ΠΗΓΗ : Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ΤΟΜΟΣ ΕΚΑΤΟΣΤΟΣ ΔΕΚΑΤΟΣ ΟΓΔΟΟΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ – ΔΕΚΜΒΡΙΟΣ 1985


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου