μια σκέψη

Στην αγγειογραφία του Αμάσεως απεικονίζεται η διαδικασία του τρύγου και της οινοποίησης.
Διαφέρει σε κάτι από τις αντίστοιχες σημερινές εργασίες ;



Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ο βλαστικός κύκλος στη ζωή των αμπελιών

Της Σταυρούλας Κουράκου-Δραγώνα

Ο Διόνυσος-βλαστός γεννιέται την άνοιξη και η Σεμέλη πέφτει σε νάρκη όταν χειμωνιάσει.


Αναρριχόμενος αλλά άκαρπος ο κισσός είναι εκεί και στηρίζει τους βλαστούς ώστε να μην κυλήσουν στη γη.

Τέλος Μαρτίου – αρχές Απριλίου, ο Δίας κόβει τα ράμματα κοντά στα γόνατα και από τους οφθαλμούς των κληματίδων πετάγονται οι νέοι βλαστοί1. Έτσι αρχίζει η πρώτη φάση του ετήσιου κύκλου της ζωής του αμπελιού. Όπως λένε οι αμπελουργοί: τ’ αμπέλια πετάξανε, δηλαδή βλάστησαν. Πράγματι, από τα μάτια πάνω από τα γόνατα πετάγονται βλαστάρια με μικρούτσικες σαν μούρα ταξιανθίες, τις οποίες το φυτό έχει σχηματίσει μέσα στα μάτια ήδη από τον προηγούμενο χρόνο, πριν η Σεμέλη-κλήμα πέσει σε χειμέρια νάρκη.


Αργότερα, περί τα μέσα Μαΐου, οι ταξιανθίες θα έχουν πάρει το τελικό μέγεθός τους και θα ανθίσουν, γεμίζοντας με εκατοντάδες μικρούτσικους ανθούς. Το άνθισμα σηματοδοτεί την έναρξη της δεύτερης φάσης: της ανάπτυξης του φυτού. O Διόνυσος–βλαστός της οφείλει ένα ποιητικό προσωνύμιο γίνεται ο Διόνυσος–ανθεύς, που είναι πολύ εφήμερος γιατί δεν θα περάσουν πολλές ημέρες και ένα μέρος από τα άνθη θα γονιμοποιηθούν και θα γίνουν μικροί καρποί, σαν το κεφαλάκι καρφίτσας. Έτσι η ταξιανθία γίνεται καρποταξία, δηλαδή τσαμπί σταφύλι, άγουρο ακόμη.

Στα φύλλα των βλαστών, το φυτό συνθέτει –χάρις στη φωτοσύνθεση– τα σάκχαρα, που μεγάλο μέρος τους θα καεί για να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες των ίδιων των βλαστών που, αυτήν την περίοδο και μέχρι τις αρχές Αυγούστου σημειώνουν μεγάλη και γρήγορη ανάπτυξη. Είναι η περίοδος της παντοδυναμίας του Διονύσου–βλαστού.
Γύρω στα τέλη Iουλίου–αρχές Αυγούστου η αύξηση των βλαστών θα επιβραδυνθεί και σχεδόν θα σταματήσει το φυτό έχει να θρέψει τον Διόνυσο–βότρυ που είναι ακόμη πράσινος, άγουρος και ξινός. Αυτήν την περίοδο, και μέχρι την ωριμότητα των σταφυλιών, το φυτό θα στείλει στις ρόγες το μεγαλύτερο μέρος των σακχάρων που συνθέτουν τα φύλλα των βλαστών.

Κι όταν τα σταφύλια ωριμάσουν και τρυγηθούν, καθώς το φυτό δεν έχει πια να θρέψει τον Διόνυσο–βότρυ, καταπιάνεται με τον εαυτό του και προνοεί για την παραγωγή του επόμενου χρόνου. Πράγματι, τα σάκχαρα που εξακολουθούν να σχηματίζονται στα φύλλα, το φυτό τα χρησιμοποιεί για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και όσα δεν χρειάζεται τα μετατρέπει σε άμυλο και τα αποθηκεύει στον κορμό, στους κλάδους και στις κληματίδες.
Έτσι, όταν στις αρχές του χειμώνα πέφτουν οι αστραπές και οι κεραυνοί του Δία, η Σεμέλη–κλήμα χάνει μεν τα φύλλα της, αλλά μένει μόνο φαινομενικά ως ένα «κεραυνοβολημένο» κούτσουρο. Στην πραγματικότητα είναι μια «αποθήκη», στην οποία η φύση προνόησε να συσσωρεύσει ως άμυλο, τα σάκχαρα που θα χρειασθεί ο Διόνυσος – βλαστός για να ξεπεταχθεί από τον μηρό του Δία. Γιατί έως ότου  ενηλικιωθεί και αρχίσει να συνθέτει με τα δικά του φύλλα, όλα τα σάκχαρα που χρειάζεται για την ανάπτυξή του, η μάνα Σεμέλη θα τον τροφοδοτεί μετατρέποντας τα δικά της αποθέματα αμύλου σε σάκχαρα τροφοδοσίας. Είναι ακριβώς όπως η μάνα που κυοφορεί και θρέφει το έμβρυο με θρεπτικά συστατικά του οργανισμού της.

Όπως το γράψαμε την προηγούμενη Κυριακή, ο ωραίος αυτός μύθος δέχθηκε συμπληρώσεις που άλλες εξακολουθούν να έχουν σχέση με το φυτό, ενώ άλλες υπαγορεύτηκαν από διάφορες δοξασίες. Όμως ακόμη και στις πρώτες, έχουν δοθεί κατά καιρούς ερμηνείες που διαιωνίζονται κατ’ αντιγραφή, διαστρεβλώνοντας έννοιες και εικόνες.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη προσθήκη, πυκνός κισσός σκέπασε το παλάτι του Κάδμου, την ώρα που έπεφτε κεραυνοβολημένη η Σεμέλη. O λόγος θεωρήθηκε από τους ερμηνευτές πρόδηλος: το πρόωρα γεννημένο παιδί θα πέθαινε κι αυτό, όπως η μητέρα του, από την ουράνια φλόγα πριν προφθάσει να το βάλει ο Δίας στον μηρό του. Γι’ αυτό η θεά Γη άφησε να φυτρώσει κισσός γύρω απ’ τις κολώνες του παλατιού του Κάδμου, όπου σκέπασε και προστάτεψε το βρέφος. Κι αν θέλαμε να ξεχάσουμε αυτήν την ερμηνεία, μας τη θυμίζει ο Ευριπίδης στις Tρωάδες2.

Με βάση όσα γράψαμε για τον βλαστικό κύκλο της αμπέλου, ας δούμε εάν ευσταθεί αυτή η ερμηνεία. Όταν η Σεμέλη «κεραυνοβολείται» –πέφτει σε χειμερία νάρκη– βρισκόμαστε στις αρχές του χειμώνα· το κλήμα δεν έχει ούτε φύλλα, τι να καεί από τον Δία; Όταν στα τέλη Μαρτίου – αρχές Απριλίου βλασταίνουν τ’ αμπέλια, καθώς και όταν ανθίζουν στα μέσα Μαΐου ο ήλιος δεν έχει τη δύναμη να κάψει τη γη και τη βλάστηση. Αυτή η δυνατότητα παρουσιάζεται το καλοκαίρι, όταν ο Δίας – ήλιος μεσουρανεί, αλλά τότε ο Διόνυσος–βότρυς σκιάζεται και προστατεύεται από το φύλλωμα του ίδιου του αμπελιού. Eξάλλου, τα σταφύλια θέλουν ήλιο για να ωριμάσουν. Οι αμπελουργοί γνωρίζουν ότι τα σταφύλια που είναι σκιασμένα από το φύλλωμα ωριμάζουν αργότερα και λιγότερο καλά σε σύγκριση με εκείνα που τα βλέπει ο ήλιος. Γι’ αυτό στην αρχαιότητα, που ήθελαν υπερώριμα σταφύλια ώστε να χάνουν γρήγορα το νερό τους όταν τα άπλωναν στον ήλιο για να φτιάξουν γλυκά κρασιά, αφαιρούσαν ένα μέρος από τα φύλλα του αμπελιού, όταν το φύλλωμα ήταν πολύ πλούσιο και σκίαζε τα σταφύλια.

Αλίμονο στο κλήμα που ο κισσός θα έριχνε πάνω του τον βαρύ του ίσκιο! O Διόνυσος–βότρυς δεν θα ωρίμαζε ποτέ. Κι όμως, υπήρχε στενή σχέση του Διονύσου με τον κισσό,·προβάλλεται μέσα από στίχους, από ιστορίες από αγγειογραφίες. Ποια πρέπει να ήταν η αλήθεια γύρω από αυτό το θέμα; H απάντηση είναι γραμμένη εκεί όπου δεν την αναζητούν οι φιλόλογοι.

Εάν σταθούμε στο τρίτο βιβλίο του Θεόφραστου, του πατέρα της Βοτανικής, θα μάθουμε ότι ανάμεσα στα φύλλα του, ο κισσός δημιουργεί συνεχώς ρίζες που του επιτρέπουν να διεισδύει κατά κάποιο  τρόπο στα δένδρα «και τοις τειχίοις, οίον επίτηδες πεποιημέναις υπό της φύσεως»3. Πρόκειται γι’ αυτά τα ριζίδια που βλέπουμε όσοι έχουμε καλλωπιστικούς κισσούς και διαπιστώνουμε ότι κολλάνε πάνω στους τοίχους ωσάν βεντούζες επιτρέποντας στους βλαστούς του κισσού να σκεπάσουν ολόκληρες επιφάνειες, λες και η φύση εφοδίασε τον κισσό με αυτά τα ριζίδια εξεπίτηδες –γι’ αυτόν τον σκοπό– για να αναρριχάται. Έτσι, αναρριχήθηκε και στις κολώνες του παλατιού του Κάδμου, του παππού του Διονύσου, στη Θήβα.

Το κλήμα πετάει βλαστούς αλλά δεν έχουν ριζίδια – βεντούζες, γι’ αυτό δεν θα μπορούσαν να «κυριέψουν» το παλάτι της Kαδμείας. Το κλήμα έχει στους βλαστούς του έλικες που εργάζονται ως γάντζοι – άρπαγες. Για να αναρριχηθούν αυτοί οι βλαστοί, πρέπει οι έλικες να γαντζωθούν πάνω σ’ ένα στήριγμα. Και το ιδανικότερο στήριγμα ήταν ο ήδη σκαρφαλωμένος κισσός, που οι ξυλοποιημένοι βλαστοί του μοιάζουν με σκοινιά, που γύρω τους τυλίγονται οι έλικες του Διονύσου – βλαστού. Εάν δεν βρουν στήριγμα, οι βλαστοί του αμπελιού σέρνονται στη γη.

Στις αρχές λοιπόν του χειμώνα, την εποχή που ο Δίας κεραυνοβολούσε τη Σεμέλη και οι βροχές πότιζαν τη γη, φύτρωσε γύρω από τις κολώνες του παλατιού του παππού–Kάδμου ο υδροχαρής κισσός. Κι όταν την άνοιξη γεννήθηκε από το γόνατο του Δία ο Διόνυσος – βλαστός, ο κισσός – στήριγμα ήταν ήδη σκαρφαλωμένος, έτοιμος να στηρίξει το αμπέλι και να μην το αφήσει να κυληθεί στη γη. Αυτή ήταν η στοργική και αδερφική σχέση του Διονύσου με τον κισσό.
Υπάρχει όμως και μια άλλη πολύτιμη πληροφορία στον Θεόφραστο. Αντίθετα από άλλους κισσούς, ο αναρριχώμενος είναι στείρος, άκαρπος4. Αυτό εξηγεί γιατί ταυτίστηκε με το φαλλό της γονιμότητας ο βλαστός του αμπελιού και όχι ο πολύ ισχυρός βλαστός του κισσού. Και αυτός είναι ο λόγος που όλη η βακχική διακόσμηση γινόταν με κισσό: στεφάνια κωμαστών, στολισμός κρατήρων και θύρσων, θύρες σπιτιών όπου τελούνταν συμπόσια κ.ά. Γιατί, κακά τα ψέματα, για παιδιές δεν θυσιάζονταν οι καρποφόροι βλαστοί του αμπελιού· στη θέση τους χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατο τους βλαστούς του αδελφού κισσού που ήταν άγονοι.

1. Πρβλ. «K» 22–3–98.
2. Tρωάδες, 649.
3. Περί φυτών ιστορία III, 18, 10.
4. O. π. III, 18,7.

ΠΗΓΗ : Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 29 Μαρτίου 1998



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου